Κρυμμένη στην καρδιά της φινλανδικής άγριας φύσης, αυτή η νεαρή γυναίκα είναι αποφασισμένη να μην ξαναγυρίσει στη ζωή της πόλης και να ζήσει μόνη της, παρέα με 85 χάσκι και άλογα.
Πρόκειται για την Tinja Myllykangas η οποία αψηφά τις θερμοκρασίες που φτάνουν μέχρι και -45 βαθμούς Κελσίου και -όπως λέει- εκτιμά την προνομιακή αλληλεπίδρασή της με τη φύση. Η Tinja ζει χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, στηριζόμενη σε μια ξυλόσομπα για να ζεσταθεί και κεριά για να βλέπει και άφησε το φωτογράφο Brice Portolano να περάσει 2 εβδομάδες μαζί της για να συλλάβει το μοναδικό τρόπο ζωής της.
Η ξανθιά γυναίκα αποφάσισε να αφήσει πίσω τις μελέτες στη βιολογία στην πόλη της Jyväskylä στη Φινλανδία για τα τοπία της Αρκτικής το 2008. Λαχταρούσε όπως λέει τη γοητεία της ερημιάς εκεί κι όχι την αστική ζωή, επειδή έτσι κι αλλιώς μεγάλωσε μέσα στα ζώα τα οποία αγαπάει πολύ. Έτσι, ξεκίνησε να βρει ένα σημείο για να μεγαλώσει σκύλους για έλκηθρα και εγκαταστάθηκε κοντά στο βιότοπο Muotkatunturi περίπου 200 χιλιόμετρα από την πλησιέστερη πόλη.
Η ίδια έχει αναπτύξει μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τα σκυλιά, πράγμα το οποίο δεν είναι εύκολο όπως αποκαλύπτει. Διατηρεί επίσης άλογα και λυκόσκυλα και σύμφωνα με την ίδια τα ζώα είναι εξαιρετικά πιστά και την ακολουθούν όπου κι αν πηγαίνει. «Μου αρέσει να είμαι μόνη μου με τα σκυλιά μου και τα άλογα. Νομίζω ότι το να είσαι μόνος σου είναι ο πιο ειρηνικός τρόπος ζωής που υπάρχει», λέει η ίδια και προσθέτει ότι δεν νιώθει την ανάγκη να έχει υλικά αγαθά και την καλύπτει η φύση που βλέπει καθημερινά γύρω της.
Ζει στο ξύλινο σπίτι της χωρίς ρεύμα και σπάει τον πάγο από το ποτάμι κάθε μέρα για να έχει νερό. Αυτό που της φαίνεται πιο δύσκολο δεν είναι η έλλειψη της τεχνολογίας, αλλά η απουσία του φωτός της μέρας για πολύ καιρό.
Πολλοί είναι εκείνοι που εντυπωσιάζονται από τον τρόπο ζωής της και το χαρακτήρα της, ενώ τη θαυμάζουν επειδή δεν παρασύρεται από τους πειρασμούς του σύγχρονου κόσμου. Η Tinja δεν έζησε εκεί πάντα μόνη της, αλλά έχει συζήσει στο παρελθόν και με τον φίλο της. Έρχεται σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο κυρίως όταν πηγαίνει στην πιο κοντινή πόλη για να προμηθευτεί τρόφιμα.