Η μετριοπαθής αριστερή Süddeutsche Zeitung του Μονάχου γράφει: «Η Ευρώπη μπορεί ασφαλώς να διδαχθεί από την ιστορία της τρομοκρατίας: Εκείνες οι ομάδες του αντάρτικου πόλεων, οι οποίες δολοφονούσαν στην δεκαετία του ΄60 και του ΄70 στη Γερμανία και την Ιταλία, δεν κατάφεραν να εξαλείψουν αυτό που θεωρούσαν το «βρώμικο σύστημα». Αν και στην κοινωνία ασφαλώς και υπήρχαν απόψεις για ένα νέο αυταρχικό τρόπο προσέγγισης του ζητήματος, αυτή η τάση ξεπεράστηκε, όπως ακριβώς υπερνικήθηκε η τρομοκρατία της RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός) και των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Η ανοιχτή κοινωνία κέρδισε. Θα κερδίσει και αυτή τη φορά, αν όμως παραμείνει ανοιχτή.
Κατά την οικονομική Handelsblatt του Ντίσελντορφ: «Μετά τον τρόμο των Βρυξελλών τίθεται το αποφασιστικό ερώτημα: Θέλει να επιζήσει η Ευρώπη; Ο ύπουλες επιθέσεις των Βρυξελλών ήταν και επιθέσεις κατά του ελεύθερου δυτικού κόσμου. Μετά τις επιθέσεις στη Μαδρίτη, το Λονδίνο ή το Παρίσι θα πρέπει να είναι στον καθένα σαφές ότι μόνον μια ενωμένη Ευρώπη μπορεί να αντισταθεί στην τρομοκρατία. Το κύμα βίας θα μας συνοδεύει για χρόνια, αν όχι για δεκαετίες. Αναπτύσσεται μια Λερναία Υδρα, η οποία μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο με περισσότερη ενότητα στην Ευρώπη. Γι΄αυτό οι αρχηγοί κρατών θα όφειλαν να ομονοήσουν και να μην την αποδυναμώσουν περαιτέρω με τη διαμάχη των εθνικών εγωισμών».
Η αριστερή Tagesspiegel του Βερολίνου σημειώνει ότι «η στρατηγική των τρομοκρατών είναι σαφής: Θέλουν να δημιουργήσουν ρήξη ανάμεσα στου μουσουλμάνους που ζουν στην Ευρώπη και το μη μουσουλμανικό περιβάλλον τους. Στο βαθμό που τα αμυντικά αντανακλαστικά της πλειοψηφικής κοινωνίας επεκταθούν σε κάθετι ισλαμικό, τζαμιά, μαντήλες, διατροφικούς κανόνες, τότε θα έχουν επιτύχει τον στόχο τους».
Η συντηρητική Die Welt του Βερολίνου επισημαίνει πως «όσο πολιτισμένα και θαρραλέα και αν αντιδράσουν οι Ευρωπαίοι στην τρομοκρατία, τόσο μεγάλη θα πρέπει να γίνει η αγανάκτηση για τον ερασιτεχνισμό της δουλειάς της αστυνομίας. Η σύγχρονη τρομοκρατία είναι τέκνο της παγκοσμιοποίησης. Οι δράστες χρησιμοποιούν τις πιο μοντέρνες τεχνολογίες επικοινωνίας, ώστε να απλώσουν τα δίκτυά τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Η αστυνομία και οι υπηρεσίες ασφαλείας πρέπει να αντικατοπτρίζουν αυτές τις δομές».
Κατά την επίσης συντηρητική Frankfurter Allgemeine Zeitung, «είναι εξόχως ανησυχητικό το πόσο εκτεταμένα είναι τα δίκτυα των τρομοκρατών, τα οποία δραστηριοποιούνται στις μητροπόλεις μας και πόσο γρήγορα μπορούν να κινητοποιηθούν. Δεν είναι έκφραση μοιρολατρίας, αν καταλήξει κανείς στη διαπίστωση ότι πιθανόν να μην μπορεί να υπάρξει πλήρης προστασία εναντίον τους».
Η σοσιαλδημοκρατική Frankfurter Rundschau γράφει: «Πολλοί καταδικάζουν δικαίως -και μετά το χτύπημα των Βρυξελλών- τις στυγνές επιθέσεις, συμπάσχουν με τους επιζήσαντες των επιθέσεων και τους συγγενείς των θυμάτων. Την επαύριο θα ξαναγίνει η συζήτηση για τα μέτρα ασφαλείας. Αυτή η συζήτηση (όμως) δεν πρέπει να γίνει με υστερία και να οδηγήσει σε υπερβολικές αντιδράσεις»
Η μετριοπαθής αριστερή εφημερίδα Tages-Anzeiger της Ελβετίας υποστηρίζει ότι «οι κραδασμοί θα είναι αισθητοί πολύ πέραν της βελγικής πρωτεύουσας. Οι τρομοκράτες χτύπησαν στις Βρυξέλλες, σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο ελέγχου της Ε.Ε. και στο αεροδρόμιο που βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με το αρχηγείο του ΝΑΤΟ. Θέλουν να προκαλέσουν φόβο και τρόμο. Πρόκειται για ένα χτύπημα στην καρδιά της Ευρώπης. Μετά την επίθεση στο κέντρο της Ευρώπης θα πρέπει να αναμένεται ότι θα δυναμώσουν οι φωνές για ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα και η Σένγκεν θα κινδυνεύει πιο σοβαρά από ποτέ. Μια Ευρώπη η οποία η οποία θωρακίζεται και παραλύει από το φόβο είναι ο στόχος των δραστών».
Ενώ και η αριστερής απόκλισης εφημερίδα Standard της Αυστρίας υπογραμμίζει πως «οι τρομοκράτες θέλουν να αλλάξουν την Ευρώπη. Θέλουν να διχάσουν την κοινωνία, να σπείρουν τη δυσπιστία. Με τις επιθέσεις οι ισλαμιστές δράστες και οι υποκινητές τους θέλουν να επιτύχουν να υποψιαζόμαστε όλους τους μουσουλμάνους γενικώς. Το Ισλάμ γίνεται ένα στερεότυπο, ώστε να υποψιαζόμαστε τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας. Τέτοιες επιθέσεις τροφοδοτούν εχθρικά συναισθήματα και (εξαιτίας τους) αναπτύσσεται η λαϊκιστική δεξιά. Οσο περισσότερος φόβος επικρατεί για τους μουσουλμάνους, αυτός είναι ο κακόβουλος υπολογισμός τους, τόσο (θα αυξάνονται) ο αποκλεισμός και οι διακρίσεις, και θα οδηγούνται ανάλογα οι συμπαθούντες και οι μαχητές προς οργανώσεις όπως το ισλαμικό Κράτος».