Σήμερα ονόματα όπως η Μπόκο Χαράμ, οι εναπομείναντες θύλακες της αλ-Κάιντα αλλά και το ίδιο το χαλιφάτο του Ισλαμικού Κράτους προκαλούν πρωτόγνωρο φόβο στους λαούς της οικουμένης μέσω της γενίκευσης των τρομοκρατικών χτυπημάτων τους στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Παρά τις αδιάκοπες επιθέσεις και το προβεβλημένο του ονόματός τους όμως, οι τρομοκρατικές αυτές σέχτες υπολείπονται κατά πολύ της λατινοαμερικάνικης εξτρεμιστικής ομάδας που σπανίως έφτανε και φτάνει στα πρωτοσέλιδα του παγκόσμιου Τύπου. Οι Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας, η διαβόητη FARC, είναι ένα ακροαριστερό μαρξιστικό αντάρτικο που μετρά ήδη περισσότερα από 50 χρόνια πολέμου με την κυβέρνηση της χώρας, σε έναν κανονικό εμφύλιο που μαίνεται στο εσωτερικό και έχει αφήσει πάνω από 250.000 νεκρούς και μερικά εκατομμύρια εκτοπισμένους. Ιστορικά η FARC δεν ήταν η μόνη παραστρατιωτική οργάνωση που άφησε την αιματοβαμμένη κληρονομιά της στην πολύπαθη Κολομβία, καθώς άλλοτε δρούσαν η επίσης ακροαριστερή ELN, η ακροδεξιά AUC, αλλά και το διαβόητο Καρτέλ Μεντεγίν του Πάμπλο Εσκομπάρ, αν και την τρομακτικότατη παρακαταθήκη της FARC δεν την έφτασε ποτέ κανείς. Όσο για την ιστορία της και τη μετατροπή της σε μπαμπούλα της Κολομβίας, παραμένει ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα…
Η γέννηση της παραστρατιωτικής επαναστατικής σέχτας
Στη δεκαετία του 1940, η Κολομβία γνώρισε έναν από τους πιο αιματοβαμμένους εμφύλιους πολέμους της σύγχρονης ιστορίας. Τόσο το Συντηρητικό όσο και το Κόμμα των Φιλελεύθερων σχημάτισαν τάγματα θανάτου που όργωσαν τις πόλεις και έσφαζαν τον εχθρό αδιακρίτως. Γνωστός στη λατινοαμερικάνικη επικράτεια ως «La Violencia», ο εμφύλιος διεκδίκησε 200.000 ζωές σε λιγότερο από μια δεκαετία, την ίδια ώρα που φιλοτέχνησε ένα τοξικό μετεμφυλιακό κλίμα που θα άφηνε ανοιχτές πληγές στα χρόνια που θα έρχονταν. Στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις του 1949, Συντηρητικοί και Φιλελεύθεροι έφτιαξαν έναν τέτοιο κυβερνητικό συνασπισμό που δεν άφηνε χώρο σε άλλες φωνές να υπάρξουν, προκαλώντας την αντίδραση του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο κάλεσε τους χωρικούς και τους εργάτες σε ένοπλη δράση κατά του καθεστώτος. Και μέσα στο κλίμα της ανομίας, κάποιες από αυτές τις εξτρεμιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις ίδρυσαν ακόμα και «ανεξάρτητες δημοκρατίες» μέσα στην Κολομβία, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να πάρει τα όπλα. Κι έτσι το 1964 κήρυξε τον πόλεμο στους αντάρτικους αυτούς θύλακες βομβαρδίζοντας εκτεταμένα τις νεότευκτες «κόκκινες» λαϊκές δημοκρατίες. Διασκορπισμένοι και με το ηθικό τραυματισμένο, οι καταζητούμενοι αυτοί αγρότες κομμουνιστές σχημάτισαν ένα πανεθνικό μαρξιστικό κίνημα που έψαχνε τώρα να ανατρέψει την κυβέρνηση μέσω του ένοπλου βραχίονά του, τις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας. Πώς θα μπορούσαν όμως οι λιγότεροι από 50 αυτοί αντάρτες να τα βάλουν με τον στρατό της χώρας; Και πώς θα μετατρέπονταν στην ισχυρότερη αυτονομιστική οργάνωση της αμερικανικής ηπείρου; Εδώ έπαιξε τον δικό του ρόλο το άλλο μεγάλο ιστορικό πρόβλημα της Κολομβίας…
Το Έβδομο Συνέδριο και το εμπόριο ναρκωτικών
Μεταξύ 1964-1982, η FARC παρέμεινε αθέατη και δρούσε κάτω από τις μύτες του κράτους. Μπορεί να έκανε σποραδικές επιθέσεις σε στρατιωτικά περίπολα και να αύξησε τον αριθμό της στα 1.000 μέλη, παρέμενε ωστόσο ένα μικρό αντάρτικο πόλης αποτραβηγμένο στις ζούγκλες μιας χώρας που φαινόταν να αγνοεί το παρασκήνιο. Και τότε ήρθε το Έβδομο Συνέδριο της FARC, αλλάζοντας μια και καλή την ιστορία της. Κι αυτό γιατί το συνέδριο σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή στη στρατηγική της: εκεί που μέχρι τότε το σχέδιο ήταν να εκμεταλλευτεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια της αγροτικής τάξης και τη δημιουργία πανεθνικού κινήματος, τον Μάιο του 1982 η FARC συνειδητοποίησε ότι αυτό δεν δούλευε. Κι έτσι στράφηκε σε μια πιο επικερδή πηγή εισοδήματος για τη χρηματοδότηση του αγώνα και τη γενίκευση της δράσης της: το εμπόριο κοκαΐνης. Η απόφαση κατέστρεψε βέβαια το ηθικό έρεισμα της οργάνωσης ότι αντιπροσώπευε τους φτωχούς και καταπιεσμένους, την έκανε ωστόσο πιο πλούσια από κάθε τρελό όνειρό της. Μιλάμε φυσικά για την εποχή του κολοφώνα του Εσκομπάρ, όταν έλεγχε το μεγαλύτερο μερίδιο της κολομβιανής κοκαΐνης και φιγούραρε στις λίστες με τους πλουσιότερους και ισχυρότερους ανθρώπους του πλανήτη. Τα ναρκο-δόλαρα της FARC μπορούσαν να εξαγοράσουν συνειδήσεις και δύναμη κι έτσι μέσα σε τέσσερα χρόνια οι μαχητές της είχαν τριπλασιαστεί (3.600 μέλη). Την ίδια ώρα, το συνέδριο μεταμόρφωσε την ένοπλη δράση της μέσω της «φυγόκεντρου στρατηγικής»: νέες μονάδες να ιδρύονται συνεχώς και να διεξάγουν μόνιμο ανταρτοπόλεμο σε πολλά μέτωπα ώστε να μην τους προλαβαίνουν οι κρατικές δυνάμεις. Στο χάος που ακολούθησε, η FARC κατάφερε να περικυκλώσει την Μπογκοτά και να τη θέσει σε ασφυκτικό κλοιό, κάνοντας την κυβέρνηση να παραδοθεί. Αν και παρά τα τεράστια κονδύλια από το εμπόριο ναρκωτικών, οι φιλοδοξίες της FARC χαρακτηρίστηκαν καταγέλαστες. Δέκα χρόνια αργότερα βέβαια κανείς δεν θα γελούσε πια…
Εδαφικές διεκδικήσεις
Με το πρωτόγνωρο παραδάκι στην τσέπη τους, οι εξτρεμιστές της μαρξιστικής σέχτας κατάφεραν να προσελκύσουν τους μεγάλους παίκτες του πλανήτη, όπως τη Σοβιετική Ένωση. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1980, οι μαχητές της FARC εκπαιδεύονταν στον ανταρτοπόλεμο στην ΕΣΣΔ και μετατράπηκαν έτσι από άτακτο στρατό ανεκπαίδευτων χωρικών σε καλοκουρδισμένη στρατιωτική μηχανή. Αποτέλεσμα; Μέχρι τη δεκαετία του 1990, οι κομμουνιστές αντάρτες έλεγχαν το 1/3 των εδαφών της Κολομβίας, μια πραγματικά τεράστια έκταση σε απόλυτα νούμερα! Κι έτσι φτάνοντας στα τέλη του 20ού αιώνα, όλες σχεδόν οι μεγάλες πόλεις της Κολομβίας ήταν στον έλεγχο ή απειλούνταν ευθέως από τη FARC, η οποία είχε στήσει τα ζοφερά οδοφράγματά της σε πάμπολλους δρόμους προσπαθώντας να απαγάγει πλούσιους πολίτες (αργότερα και απλούς μεσοαστούς). Η πρωτεύουσα Μπογκοτά έμοιαζε αποκομμένη από την υπόλοιπη χώρα και έρμαιο στην προέλαση της αντάρτικης δύναμης. Το 2000 η FARC ήταν τόσο σίγουρη ότι η Μπογκοτά θα έπεφτε στα χέρια της ώστε έστειλε πολλά μέλη της σε ταχύρυθμα σεμινάρια δημόσιας διοίκησης για να μάθουν πώς να κυβερνούν μια χώρα! Όσο για τους απλούς κολομβιανούς πολίτες που είχαν παγιδευτεί στον ανταρτοπόλεμο, η περίοδος ήταν μια μαύρη εποχή βίας, φόβου και καταστροφής. Κι αυτό γιατί μέχρι τότε η FARC είχε αλλάξει και πάλι στρατηγική, στοχεύοντας τώρα ακόμα και σε αθώους πολίτες…
Ο Νόμος 002 και οι μαζικές απαγωγές
Παρά το γεγονός ότι οι χώρες της Δύσης αποκαλούσαν τη FARC «τρομοκρατική οργάνωση», εκείνη δεν στρεφόταν αδιακρίτως κατά των πολιτών με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν τα μεγάλα ονόματα της διεθνούς τρομοκρατίας, όπως η αλ-Κάιντα. Την ώρα λοιπόν που άλλες αυτονομιστές σέχτες σκότωναν πολίτες σε τυφλά χτυπήματα, η FARC προτιμούσε να τους κρατά ζωντανούς ώστε να βρίσκει ακόμα περισσότερες πηγές χρηματοδότησης, μέσω των λύτρων για την απελευθέρωσή τους. Αυτή ήταν η λογική πίσω από τον τρομακτικότατο Νόμο 002 που υιοθέτησε η FARC στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν άρχισε να εξαφανίζει 3.000 ανθρώπους τον χρόνο! Τα λεφτά που έβγαζε τώρα από τα λύτρα των θυμάτων απαγωγής ισοφάριζαν σχεδόν τα ναρκο-δόλαρα κι έτσι το 2000 η πολιτική των απαγωγών θεσμοθετήθηκε στο επίσημο επαναστατικό Δίκαιο της οργάνωσης! Γραμμένος στη δεκαετία του 1960, ο Νόμος 001 είχε να κάνει με την αναδιανομή της γης και δεν είχε καμία σχέση με τον μοχθηρό Νόμο 002, καθώς αυτός διατεινόταν ότι κάθε πλούσιος Κολομβιανός (υπήρχε ακόμα και ρήτρα εισοδηματικής τάξης) έπρεπε να παραδώσει άμεσα το 10% της περιουσίας του στους αυτονομιστές, ειδάλλως τόσο αυτός όσο και τα μέλη της οικογένειάς του ήταν στόχοι. Για να δείξει μάλιστα ότι το εννοούσε, η FARC απήγαγε ένα τρίχρονο αγόρι και το κράτησε στην κατοχή της για 18 μήνες, πείθοντας τελικά άπαντες για την αλήθεια των δηλώσεών της. Πολλοί ευκατάστατοι Κολομβιανοί ταξίδεψαν μέχρι τις ζούγκλες των εδαφών που έλεγχε η FARC και παρέδωσαν το παχυλό ποσό για να εξασφαλίσουν την ησυχία τους. Εννοείται ότι τα ταμεία της οργάνωσης γέμισαν με ζεστό και πολύ χρήμα…
Ο τριμέτωπος πόλεμος
Μετά τις βόμβες που στράφηκαν κάποια στιγμή κατά παντός, τις επιθέσεις σε ηγέτες της Κολομβίας, τη δολοφονία στρατιωτών και τη στρατολόγηση ακόμα και παιδιών-μαχητών, το κλίμα άλλαξε όταν μπήκε άλλος ένας μεγάλος εξτρεμιστής παίχτης στο παιχνίδι της ένοπλης σύγκρουσης: η ακροδεξιά AUC, που είχε γεννηθεί από τις στάχτες του καρτέλ του Πάμπλο Εσκομπάρ. Ιδρυμένη το 1993, η φασιστική παραστρατιωτική σέχτα είχε επίσημη αποστολή να προστατεύσει τους στρατεύσιμους της Κολομβίας αλλά και τον πλούτο της χώρας τόσο από τη FARC όσο και τους ομοϊδεάτες τους της ELN. Ακόμα και ο πρόεδρος Άλβαρο Ουρίμπε διέθετε στενές σχέσεις με την AUC, τα 30.000 μέλη της οποίας έμοιαζαν ωστόσο πιο ψυχοπαθείς από κάθε άλλη τρομοκρατική οργάνωση. Όπως λεγόταν χαρακτηριστικά στην Κολομβία, αν η FARC ήταν η ενσάρκωση του κακού, τότε η AUC ήταν ο ίδιος ο Σατανάς! Οι ακροδεξιοί αντάρτες στόχευαν τα χωριά που παρέμεναν πιστά στους μαρξιστές, αιχμαλωτίζοντας τους κατοίκους τους και εκτελώντας τους μαζικά με τις πιο απάνθρωπες μεθόδους: παλούκωμα κεφαλιών, ακρωτηριασμός μελών με αλυσοπρίονα και πολλά βάρβαρα ακόμα ώστε να λειτουργήσουν ως ηχηρές προειδοποιήσεις για τη FARC. Αν και το μόνο που θα κατάφερναν ήταν έναν τριμέτωπο πόλεμο που θα βύθιζε την κοινωνία σε ακόμα πιο θολά νερά. Το 2001, FARC και AUC ήρθαν αντιμέτωπες κατά πρόσωπο φέρνοντας πρωτόγνωρη καταστροφή και ερήμωση στην ύπαιθρο της Κολομβίας. Την ίδια ώρα, οι μέχρι πρότινος συνεργατικές FARC και ELN ψυχράνθηκαν για τον έλεγχο της παράνομης εξόρυξης στα ορυχεία που έλεγχαν και σύντομα το πράγμα κλιμακώθηκε σε ολομέτωπη σύγκρουση! Ο τριμέτωπος αυτός πόλεμος των τριών αντάρτικων ομάδων μοιραία επηρέασε τις ζωές χιλιάδων κατοίκων, καθώς πολλοί μπλέχτηκαν σε διασταυρούμενα πυρά και σκοτώθηκαν ή έγιναν αντιθέτως ηθελημένος στόχος της μάχης για εδαφική κυριαρχία. Εκατομμύρια άλλοι αναγκάστηκαν να εκτοπιστούν και να πάρουν τον δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης, κάτι που κατέληξε σε 6 εκατ. εσωτερικούς πρόσφυγες. Πριν από την κήρυξη του εμφυλίου της Συρίας, ήταν το μεγαλύτερο ανθρώπινο καραβάνι που έβλεπε ο σύγχρονος κόσμος. Μόλις το 2006 θα κατέθετε τα όπλα η AUC, έπειτα από ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Ουρίμπε. Μέχρι τότε, και η δύναμη της FARC είχε περιοριστεί σημαντικά, τόσο εξαιτίας του τριμέτωπου πολέμου των ανταρτών όσο και της μάχης με τα κρατικά στρατεύματα. Η FARC ήταν πιο αποδυναμωμένη από ποτέ, αν και το κόστος για να επιτευχθεί αυτό λογίστηκε δυσανάλογα τεράστιο. Ήταν όμως και το άλλο: κατά τη διάρκεια της ακμής της, η ακροδεξιά AUC κατάφερε να εξοντώσει ακόμα περισσότερους και από τα 40 χρόνια δράσης της FARC! Ο Ουρίμπε ανέχτηκε και βοήθησε τελικά την AUC ώστε να γονατίσει τη FARC, σε μια συμφωνία λες με τον ίδιο τον Διάολο, την οποία πλήρωσε για άλλη μια φορά ο πολύπαθος λαός της Κολομβίας…