Τέσσερις ένοπλοι και δύο φρουροί σκοτώθηκαν όταν άγνωστοι μαχητές επιτέθηκαν σε βάση της ινδικής Πολεμικής Αεροπορίας κοντά στα σύνορα με το Πακιστάν.
Αξιωματούχοι δήλωσαν πως οι ένοπλοι, που φορούσαν στρατιωτικά ρούχα, κατάφεραν να εισέλθουν στην αεροπορική βάση Πάθανκοτ στη βορειοδυτική επαρχία Πουντζάμπ πριν από την αυγή. Μόλις βρέθηκαν μέσα στη βάση άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως.
Νωρίτερα είχαν κλέψει το αυτοκίνητο ενός αστυνομικού και είχαν φθάσει με αυτό στην αυστηρά φυλασσόμενη βάση – τακτική που έχει χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενες επιθέσεις που φέρεται να πραγματοποίησαν εκπαιδευμένοι στο Πακιστάν μαχητές, δήλωσε στο Reuters ο επικεφαλής της αστυνομίας του Πουντζάμπ, Σουρές Αρόρα.
Ο θάνατος των τεσσάρων ενόπλων και δύο φρουρών έχει επιβεβαιωθεί, σύμφωνα με αξιωματούχο του υπουργείου Εσωτερικών.
Σποραδικά πυρά και ελικόπτερα πάνω από το σημείο ακούγονταν ακόμη καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη επιχείρηση ενδελεχούς έρευνας για τον εντοπισμό και άλλων ενόπλων, ανέφερε η αστυνομία. Προς το παρόν δεν υπάρχει ανάληψη ευθύνης για την επίθεση.
Η επίθεση σημειώθηκε μία εβδομάδα μετά την εκτός προγράμματος επίσκεψη του ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στον πακιστανό ομόλογό του Ναουάζ Σαρίφ στην προσπάθεια αναβίωσης των διμερών συνομιλιών που διακόπηκαν εξαιτίας επιθέσεων από μαχητές.
«Από τη στιγμή που ο Μόντι πάτησε το πόδι του στη Λαχόρη (και πιθανόν ακόμη και πριν), κάτι σαν αυτό ήταν σίγουρο ότι θα συμβεί», δήλωσε ο Μάικλ Κούγκελμαν, ειδικός για τη Νότια Ασία στη δεξαμενή σκέψης Κέντρο Γουίλσον στην Ουάσινγκτον.
«Σε αυτό το σημείο, υπάρχει επαρκής καλή θέληση στις σχέσεις Ινδίας-Πακιστάν για να αντεπεξέλθουν σε αυτή την επίθεση. Οι δολιοφθορείς δεν θα κερδίσουν αυτή τη φορά», είπε.
Ο ινδός υπουργός Εσωτερικών Ρατζνάθ Σινγκ δήλωσε στο ANI, που συνδέεται με το Reuters: «Το Πακιστάν είναι γείτονάς μας και θέλουμε ειρήνη, αλλά οποιαδήποτε τρομοκρατική επίθεση στην Ινδία θα λάβει την κατάλληλη απάντηση».
Τα σχόλιά του ερμηνεύθηκαν από ινδούς αναλυτές ως ένδειξη αυτοσυγκράτησης και της θέλησης του Νέου Δελχί να συνεχίσει τις συνομιλίες με το Πακιστάν.
Τηλεοπτικά πλάνα έδειξαν ένοπλους φρουρούς έξω από την εξαιρετικά οχυρωμένη αεροπορική βάση, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 50 χλμ. από τη μεθόριο με το Πακιστάν. Η αστυνομία ενέτεινε τους ελέγχους των οχημάτων στην περιοχή.
Ινδοί αξιωματούχοι ασφαλείας δήλωσαν πως, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, την επίθεση μπορεί να εξαπέλυσε η Τζάις ε-Μοχάμεντ ή Στρατός του Μοχάμεντ, μια οργάνωση μαχητών με έδρα το Πακιστάν που ζητά την ανεξαρτησία του Κασμίρ.
«Το Πουντζάμπ είναι επίσης ένας διάδρομος για το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και συνειδητοποιούμε τώρα ότι πολλοί εν υπνώσει πυρήνες μπορεί να έχουν ενεργοποιηθεί στο Πουντζάμπ», δήλωσε πηγή του υπουργείου Άμυνας που μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας λόγω της ευαισθησίας του θέματος.
Η έφοδος θυμίζει την επίθεση που εξαπέλυσαν τον Ιούλιο ένοπλοι με στολές σε φυλάκιο της αστυνομίας σε μια συνοριακή πόλη του Πουντζάμπ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν εννέα άνθρωποι.
Ωστόσο η σημερινή επίθεση μοιάζει να είναι πολύ πιο τολμηρή καθώς στόχευσε μια μεγάλη στρατιωτική εγκατάσταση, από την οποία πετά ο ρωσικής κατασκευής στόλος μαχητικών MiG-21 και επιθετικών ελικοπτέρων Mi-35 της Ινδίας.
Η επαρχία Πουντζάμπ και η γειτονική Τζαμού έχουν τεθεί σε κατάσταση υψηλού συναγερμού και όλες οι βάσεις έχουν σφραγιστεί.
«Η επίθεση σε μια αεροπορική βάση είναι μια σοβαρή απειλή ασφαλείας. Η νέα στρατηγική των τρομοκρατών είναι να εντοπίζουν βάσεις κοντά στα σύνορα και να εξαπολύουν επιθέσεις», δήλωσε ο αξιωματούχος του υπουργείου Εσωτερικών.
Ειδικοί στην ασφάλεια λένε πως τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας κατά μήκος των διαφιλονικούμενων συνόρων που διέρχονται από το Κασμίρ έχει μεταθέσει το επίκεντρο της δραστηριότητας των μαχητών περισσότερο νότια προς πιο ευάλωτους στόχους στην επαρχία Πουντζάμπ της Ινδίας.
Η Ινδία και το Πακιστάν έχουν πολεμήσει δύο φορές για το Κασμίρ μετά την ανεξαρτησία και τον χωρισμό τους το 1947. Η περιοχή, η πλειοψηφία των κατοίκων της οποίας είναι μουσουλμάνοι, παραμένει σημείο τριβής και μόλις πρόσφατα η Ινδία δέχθηκε να συνομιλήσει για αυτό έπειτα από μήνες άκαρπων προσπαθειών για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.
«Έχουμε δει να συμβαίνει το ίδιο ξανά και ξανά, όταν καταβάλλονται προσπάθειες προκειμένου να ξαναρχίσει ο ειρηνευτικός διάλογος», δήλωσε ο Ατζάι Σάχνι, εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου για τη Διαχείριση των Συγκρούσεων στο Νέο Δελχί.
«Μπορεί να οδηγήσει σε μια εφήμερη διακοπή του ειρηνευτικού διαλόγου και σε επιθέσεις από την αντιπολίτευση ότι δεν ακολουθήθηκε μια πιο σκληρή γραμμή, αλλά δεν νομίζω ότι θα έχει μακροπρόθεσμο αντίτυπο», είπε.