Το παγωτό πιστεύεται ότι είναι κινεζικής επινόησης έδεσμα, ωστόσο, σύμφωνα με δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Telegraph, χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από 2.000 χρόνια ώστε η Κίνα να πάρει τα πρωτεία της κατανάλωσής του σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το ένα τρίτο από τη συνολική ποσότητα παγωτού που πωλείται σε όλο τον κόσμο καταναλώνεται στην ασιατική αυτή χώρα, η οποία το 2014 έγινε η μεγαλύτερη αγορά παγωτού σε παγκόσμιο επίπεδο ξεπερνώντας τις ΗΠΑ με πωλήσεις ύψους 11,4 δισ. δολαρίων έναντι 11,2 δισ. για την αμερικανική αγορά.
Οι κινέζοι πολίτες ξόδεψαν 54% περισσότερα χρήματα για την αγορά παγωτού το 2014 σε σχέση με πέντε χρόνια νωρίτερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας έρευνας αγοράς Mintel, την οποία επικαλείται η εφημερίδα.
Ωστόσο, οι Αμερικανοί διατηρούν τα πρωτεία των πιο ένθερμων, κατά κεφαλήν, καταναλωτών παγωτού στον κόσμο με κατανάλωση 18,4 λίτρα παγωτού ανά άτομο μέσα σε ένα χρόνο, τέσσερις φορές και πλέον υψηλότερη από την ετήσια κατανάλωση του μέσου κινέζου πολίτη.
Ο Άλεξ Μπέκετ, αναλυτής τροφίμων στη Mintel, δήλωσε ότι το αυξανόμενο εισόδημα των Κινέζων προκαλεί την ανάπτυξη της αγοράς παγωτού στη χώρα, συνεπικουρούμενο από την αυξανόμενη εξέλιξη των υποδομών στον τομέα του λιανεμπορίου και των εγκαταστάσεων για τη φύλαξη και προμήθεια κατεψυγμένων προϊόντων.
«Ο ρυθμός ανάπτυξης σε συνδυασμό με το μέγεθος του πληθυσμού έχει τεράστιο αντίκτυπο στην κινεζική αγορά παγωτού», εξηγεί.
Πάντως, μόλις δύο μη κινεζικές εταιρείες εξασφάλισαν μία θέση στον κατάλογο με τις δέκα δημοφιλέστερες εταιρείες παγωτού στη χώρα. Η Unilever, στην οποία ανήκουν οι εταιρείες Wall’s και Ben & Jerry’s, είναι η τέταρτη μεγαλύτερη στην Κίνα με μερίδιο περίπου 3% της αγοράς, ενώ η Nestle κατέχει το 1%.
Παγκοσμίως, η αγορά του παγωτού ξεπέρασε για πρώτη φορά το 2014 τα 50 δισ. δολάρια σε πωλήσεις, από 48 δισ. ένα χρόνο πριν.
Η κατανάλωση παγωτού στις ανεπτυγμένες αγορές όμως μειώνεται εξαιτίας της κουλτούρας κατανάλωσης διαιτητικών προϊόντων, του ανταγωνισμού από τον χώρο του frozen yogurt και της εποχικότητας του προϊόντος, υπογραμμίζει ο Μπέκετ.