Η παγκόσμια εκστρατεία κατά των ναρκωτικών απέτυχε σύμφωνα με την  έκθεση της Παγκόσμιας Επιτροπής για την Πολιτική Αντιμετώπισης των Ναρκωτικών, όπου χαρακτηρίζεται επιτακτική η ανάγκη να γίνουν αλλαγές.

Στην Επιτροπή συμμετέχουν διεθνείς προσωπικότητες και πρώην πρόεδροι λατινοαμερικανικών χωρών, οι οποίοι προτείνουν την αποποινικοποίηση των ναρκωτικών και τη νομιμοποίηση της κάνναβης.

«Η παγκόσμια εκστρατεία εναντίον των ναρκωτικών απέτυχε, με καταστροφικές συνέπειες για τα άτομα και τις κοινωνίες ολόκληρου του κόσμου», αναφέρεται στην έκθεση, «Πενήντα χρόνια μετά την υπογραφή της σύμβασης του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά και σαράντα χρόνια αφού ο πρόεδρος Νίξον ξεκίνησε τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών της βορειο-αμερικανικής κυβέρνησης, είναι επείγουσα η μεταρρύθμιση των εθνικών και διεθνών πολιτικών για τον έλεγχο των ναρκωτικών».

Ο πρώην γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Αναν και οι πρώην πρόεδροι της Κολομβίας Σέζαρ Γκαβίρια και του Μεξικού Ερνέστο Ζεντίγιο συμμετέχουν επίσης στην Παγκόσμια Επιτροπή για την Πολιτική Αντιμετώπισης των Ναρκωτικών, μαζί με τους συγγραφείς Κάρλος Φουέντες (Μεξικό) και του Μάριο Βάργκας Γιόσα (Περού).

Η έκθεση απευθύνει έκκληση για τον τερματισμό της ποινικής δίωξης, της περιθωριοποίησης και του στιγματισμού των ατόμων που κάνουν χρήση ναρκωτικών και δεν προκαλούν βλάβη σε άλλους, δίνοντας προτεραιότητα σε μία πιο ανθρώπινη προσέγγιση σύμφωνα με την οποία τα εξαρτώμενα άτομα θεωρούνται ασθενείς και όχι εγκληματίες.

«Οι πρωτοβουλίες αποποινικοποίησης δεν οδηγούν σε σημαντική αύξηση της χρήσης ναρκωτικών», υπενθυμίζει η έκθεση αναφέροντας ως παραδείγματα τις περιπτώσεις της Πορτογαλίας, της Ολλανδίας και μία επαρχίας της Αυστραλίας.

Η έκθεση προτείνει την ενθάρρυνση του πειραματισμού των κυβερνήσεων με βάση πρότυπα νομοθετικής ρύθμισης των ναρκωτικών (και ειδικότερα της κάνναβης) ώστε να περιορισθεί η ισχύς του οργανωμένου εγκλήματος και να προστατευθεί η υγεία και η ασφάλεια των πολιτών τους.

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η κατανάλωση οπιούχων αυξήθηκε κατά 35,5% ανάμεσα στο 1998 και το 2008, της κοκαΐνης κατά 27% και της κάνναβης κατά 8,5%.