Μέχρι σήμερα και μετά από τόσες αυτοσχέδιες προσπάθειες να χάσουμε βάρος και αρκετές δίαιτες που δοκιμάσαμε, από τη φίλη μας, από κάποιο περιοδικό ή από κάποιο μη καταρτισμένο επιστήμονα, ταυτίσαμε την έννοια της δίαιτας με τη λέξη «λιμοκτονώ». Ωστόσο, η μοντέρνα τάση των σύγχρονων και ενημερωμένων διαιτολόγων για πιο πλούσια γεύματα αναιρεί άρδην τον παραπάνω όρο. Στις μέρες μας, δίαιτα σημαίνει ισορροπημένη και σωστή διατροφή.
Στην πραγματικότητα μάλιστα, οι φτωχές δίαιτες (δίαιτες υποσιτισμού), καταπονούν τον οργανισμό και δεν προσφέρουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αυτό συμβαίνει γιατί καταλαβαίνοντας ο οργανισμός, ότι η τροφή που του παρέχεται συνεχώς μειώνεται, προσπαθεί να εξοικονομήσει ενέργεια, ανήμπορος ωστόσο να κατανοήσει αν πρόκειται για μια ηθελημένη απώλεια βάρους ή αν βρισκόμαστε σε μια έκτακτη κατάσταση παγκόσμιας πείνας.
Το ένστικτο της επιβίωσης κυριαρχεί καθοριστικά, προστατεύοντας τον οργανισμό από την ανώφελη καταπόνηση, με συνέπεια να καταναλώνονται όσο το δυνατό λιγότερες θερμίδες. Κατά τον τρόπο αυτό έχουμε, επιβράδυνση του μεταβολισμού γεγονός που προκαλείται είτε από κακή διαιτητική συνταγογράφηση, είτε από την υιοθέτηση μιας τελείως διαστρεβλωμένης στάσης ζωής, που μας οδηγεί στο να τρώμε 1 ή 2 μεγάλα γεύματα την ημέρα…
Είναι γνωστό ότι ο μεταβολισμός είναι το σύνολο των βιοχημικών αντιδράσεων που γίνονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τα συστατικά της τροφής, για τη λειτουργία του οργανισμού και την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του. Ο ρυθμός με τον οποίο το σώμα καίει θερμίδες ονομάζεται μεταβολικός ρυθμός και εμφανίζει μια διαφοροποίηση από άτομο σε άτομο. Για το λόγο αυτό, επισημαίνεται μέρα με την ημέρα, όλο και περισσότερο η ανάγκη για την υιοθέτηση ενός εξατομικευμένου διατροφικού προγράμματος, που θα είναι καταστρωμένο από ειδικό με εμπεριστατωμένες γνώσεις ιατρικής και κλινικής βιοχημείας, ώστε ενεργοποιώντας επιλεκτικά τα διάφορα βιοχημικά μονοπάτια του οργανισμού να βοηθά το άτομο να οδηγείται σε μία σωστή και μόνιμη απώλεια βάρους.
Ο πιο σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει το μεταβολικό ρυθμό, είναι η μυϊκή μάζα. Όσο πιο μυώδεις είμαστε, ανεξάρτητα από το βάρος μας, τόσο πιο εύκολα «καίμε» θερμίδες. Αναπτύχθηκε, μάλιστα, η θεωρία ότι στα άτομα που παρουσιάζουν συνεχείς αυξομειώσεις βάρους, επιτυγχάνεται προοδευτική αντικατάσταση των μυών με λίπος, με αποτέλεσμα κάθε φορά να ξεκινάνε την δίαιτα με μεγαλύτερο βάρος. Μάλιστα, αυτός είναι και ένας από τους λόγους, που σε κάθε νέα προσπάθεια για απώλεια βάρους αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της δυσκολίας απώλειας των περιττών κιλών.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι η σταθερή αλλά και μόνιμη απώλεια βάρους προϋποθέτει την αύξηση καύσεων, δηλαδή την επιτάχυνση του μεταβολισμού. Πώς μπορεί όμως να επιτευχθεί αυτό;
Την πρώτη απάντηση θα την αναζητήσουμε στη διατροφή. Είναι γνωστό ότι το Α και το Ω ενός επιτυχημένου διαιτολογικού προγράμματος, κρίνεται από το αν η ποσοτική και ποιοτική κατανομή των θρεπτικών συστατικών (πρωτεΐνες, λίπη υδατάνθρακες) είναι τέτοια ώστε να αυξάνει το μεταβολικό ρυθμό, αλλά και από το αν η απώλεια βάρους, συνίσταται σε απώλεια λίπους και όχι μυικής μάζας και υγρών.
Οι πρωτεΐνες όπως είναι γνωστό, όταν υπάρχουν στη διατροφή μας, βοηθούν τις καύσεις, άρα θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό τμήμα της δίαιτας (όχι επιπλέον του 20-25% των ημερησίων θερμίδων). Αυτό που όμως δεν είναι γνωστό, είναι ότι κάθε πρωτεϊνούχο γεύμα, θα πρέπει να συνδυάζεται με συγκεκριμένη ποσότητα υδατανθράκων, διότι όπως λέμε και σε επιστημονική γλώσσα ο πρωτεΐνοπροστατευτικός ρόλος των υδατανθράκων εξασφαλίζει την απώλεια λίπους στη δίαιτα.
Η πρόταση αυτή, καταρρίπτει την πεπαλαιωμένη αντίληψη των μη επιστημονικών διαιτών που συνδύαζαν κρέας με σαλάτα και εισάγει την παγιωμένη επιστημονικά διαιτητική γραμμή που συνδυάζει το κρέας απαραίτητα με αμυλούχο όπως πατάτες, ρύζι, μακαρόνια. Ο προηγούμενος ανορεξιογόνος συνδυασμός στόχευε σε μία ταχεία απώλεια μυικής σάρκας και υγρών και ήταν προσφιλής από ορισμένους διαιτολόγους, διότι κάλυπτε αφενός την αγωνία του πελάτη για ταχεία απώλεια βάρους και αφετέρου έστεφε με φύλλα δάφνης το διαιτολόγο που ικανοποιούσε αυτή την ανάγκη.
Όπως όμως έχουμε όλοι διαπιστώσει, μόνο η διατροφή, δεν μπορεί να καταφέρει τη διατήρηση καύσεων καθ όλη τη διάρκεια της δίαιτας. Αναζητούμε λοιπόν συνεργασία στην αύξηση των δραστηριοτήτων μας, στην επαρκή ξεκούραση με τον ύπνο και στην άσκηση.
Με την άσκηση έχουμε διπλό κέρδος: Καίμε περισσότερες θερμίδες, την συγκεκριμένη στιγμή που ασκούμαστε, αλλά ταυτόχρονα δυναμώνουν οι μύες, οπότε επιταχύνεται και μακροπρόθεσμα ο μεταβολικός ρυθμός.
Η συνεργασία αυτή, επομένως, μπορεί να φέρει σαφώς καλύτερα αποτελέσματα στην αύξηση των καύσεων και στην κατανομή λίπους στο νέο μας σώμα, δίνοντας ταυτόχρονα και ένα πιο μόνιμο αποτέλεσμα στην προσπάθειά μας.
Πηγή: iator.gr