Δυο πειρατές κάθονται στην κουπαστή του πλοίου αφού έχουν κατεβάσει από μια νταμιτζάνα ρούμι ο καθένας:
– Ρε συ κοκκινοτρίχη Τζακ, να σε ρωτήσω κάτι…το δεξί σου πόδι σου πως το έχασες;
– Άστα… καρχαρίας! Μια δόση κάνουμε ρεσάλτο σε ένα αγγλικό εμπορικό, πιάνω το σχοινί και πάω να πηδήξω, αλλά γλιστρώ και πέφτω μέσα στην θάλασσα… Ε, μέχρι να με βγάλουν, μου έφαγε ο καρχαρίας το πόδι και τώρα είμαι με το ξύλινο…
– Μάλιστα… Καλά και το αριστερό σου πόδι πως το έχασες;
– Άστα… κροκόδειλος! Έχουμε αποβιβαστεί στην Κούβα και εκεί που κάνουμε πλιάτσικο σε κάτι χωριά, μου την πέφτει ο κροκόδειλος… Έτρεξα αλλά δεν είχα συνηθίσει το ξύλινο πόδι βλέπεις…
– Πω πω τι έχεις τραβήξει ρε άνθρωπε… καλά και τον γάντζο στο χέρι πως τον απέκτησες;
– Άστα… Βαρέλι…
– Βαρέλι;
– Ναι, βαρέλι… Να, είχε τρικυμία θυμάμαι και ήμουν στα αμπάρι, σπάνε τα σχοινιά του φορτίου και ένα βαρέλι μου πλάκωσε το χέρι… Πήγα να το αποφύγω αλλά δεν είχα συνηθίσει τα δύο ξύλινα πόδια βλέπεις…
– Έλα ρε συ! Και να σου πω ρε κοκκινοτρίχη Τζακ, το μάτι σου πως το έχασες και το έχεις καλυμμένο;
– Άστα… τσίμπλα!
– Τσίμπλα;
– Ε, δεν είχα συνηθίσει τον γάντζο βλέπεις…