Ως προπτυχιακός φοιτητής έτοιμος να δώσει στην Νομική, ο Μπέιλυ Ουάινπολ έθεσε σε εφαρμογή αυτό που νόμιζε ότι ήταν το τέλειο σχέδιο για να αποφύγει να πληρώσει δίδακτρα.
Κατάφερε να πείσει τη Νομική Σχολή του Λοκ Χέβεν να υπογράψει ένα συμφωνητικό που τον υποχρεώνει δια συμβολαίου να πληρώσει το διπλάσιο των διδάκτρων, αλλά μόνο όταν κερδίσει την πρώτη του υπόθεση στο διδακτήριο. Μέχρι τότε δεν θα πληρώσει τίποτα.
Όμως, αυτό που δεν γνώριζαν οι διοικητικοί της σχολής είναι ότι ο νεαρός Μπέιλυ σκόπευε να αναλάβει υποθέσεις που δεν θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει.
Και πράγματι έτσι εξελίχτηκε η καριέρα του τα πέντε πρώτα χρόνια που εξάσκησε το επάγγελμα. Ο Ουάινπολ έκτισε μια κερδοφόρα καριέρα με την κυνική εφαρμογή της εξής φιλοσοφίας: πάσχιζε να αναλαμβάνει αποκλειστικά πελάτες που έχουν διαπράξει το έγκλημά τους σε απ’ ευθείας σύνδεση με εθνικής εμβέλειας κανάλια της τηλεόρασης και μετά ομολογούσαν ενυπόγραφα μπροστά σε εκατομμύρια ανθρώπους.
Δυστυχώς για τον Ουάινπολ, ένα νέο πρόσωπο ανέλαβε την αρχή της Νομικής Σχολής του Λοκ Χέβεν, ο καθηγητής Πρωταγόρας, που δεν είναι πρόθυμος να ανεχτεί αυτές τις απατεωνιές για πολύ.
Ο καθηγητής έχει σκεφτεί ένα σχέδιο εξίσου δόλιο με αυτό του Ουάινπολ για να τον κάνει να πληρώσει τα δίδακτρα. Αποφασίζει να μηνύσει τον Ουάινπολ για τα χρήματα που χρωστάει.
Ο Πρωταγόρας δεν περιμένει να κερδίσει η σχολή την υπόθεση, αλλά πιστεύει ότι θα πάρει τα χρήματα έτσι κι αλλιώς. Ο συλλογισμός του είναι ο εξής: αν κερδίσει ο Ουάινπολ τότε θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη, το οποίο σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τα δίδακτρα που χρωστάει.
Αν δεν κερδίσει, τότε σημαίνει ότι το δικαστήριο βεβαιώνει ότι πρέπει να πληρώσει τα δίδακτρα. Όπως και να έχει, η Νομική Σχολή του Λοκ Χέβεν θα πληρωθεί.
Να μην πολυλογούμε, ο Ουάινπολ, δεν το βλέπει έτσι. Πιστεύει ότι αν κερδίσει την υπόθεση, σημαίνει ότι το δικαστήριο βεβαιώνει ότι δεν πρέπει να πληρώσει τα χρήματα. Αν χάσει, τότε και πάλι δεν θα έχει κερδίσει την πρώτη του δίκη, οπότε δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει. Οπότε όπως και να έχει, η Νομική Σχολή δεν θα πληρωθεί.
Ποιος από τους δύο έχει δίκιο;
Και γιατί;
Η λύση
Αυτή είναι μια εκδοχή ενός διλήμματος γνωστού ως το Παράδοξο του Δικαστηρίου, το οποίο συνδέεται με τον σοφιστή Πρωταγόρα. Όμως, δεν θεωρείται αυθεντικό παράδοξο και σε σύγκριση με κάποια παράδοξα των Αρχαίων Ελλήνων, η απάντησή του δεν θα μας μπερδέψει πολύ.
Το δικαστήριο δεν πρέπει να ταχθεί υπέρ της Νομικής Σχολής του Λοκ Χέβεν. Ο Ουάινπολ έχει συμφωνητικό με την σχολή, το οποίο καθορίζει ότι θα πληρώσει τα δίδακτρά του όταν κερδίσει την πρώτη του δίκη. Δεν έχει κερδίσει προς το παρόν καμία δίκη, οπότε τα δίδακτρα δεν πρέπει να πληρωθούν. Όμως, ο καθηγητής Πρωταγόρας έχει δίκιο να σκέφτεται ότι ως συνέπεια της νίκης του Ουάινπολ σε αυτή την υπόθεση θα πρέπει να πληρώσει τα δίδακτρα.
Συνεπώς, αν η σχολή μήνυε για δεύτερη φορά τον Ουάινπολ – στην περίπτωση που ο Ουάινπολ αρνιόταν να πληρώσει τα δίδακτρα αφού κέρδισε την πρώτη δίκη – τότε σίγουρα θα κέρδιζε την δεύτερη δίκη.
Ωστόσο, αν και ο Πρωταγόρας έχει σκεφτεί ένα έξυπνο κόλπο για να αναγκάσει τον Ουάινπολ να πληρώσει τα δίδακτρά του, στην πραγματική ζωή πιθανόν να μην ερχόντουσαν έτσι ευνοϊκά τα πράγματα για την σχολή.
Για να μην πούμε ότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο δικαστής, μετά την πρώτη νίκη του Ουάινπολ, θα ζητήσει να πληρώσει η σχολή τα έξοδα της δίκης επειδή έχασε, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η σχολή θα χρωστά στον Ουάινπολ περισσότερα από ότι αυτός σε αυτή (καθώς αυτός θα χρωστά μόνο τα δίδακτρα).