1954: Κατέβαινε από το χωριό ο Βαγγέλης με το καινούργιο αυτοκίνητό του, και στην στάση διπλανού χωριού, βλέπει τον Μανώλη να περιμένει το λεωφορείο.
– Που πας μωρέ Μανώλη, του λέει ο Βαγγέλης, στο Ηράκλειο;
Αντε να σε πάρω, και εγώ εκεί πάω.
– Μπά, του απαντά, περιμένω το λεωφορείο και δεν θέλω να το χάσω.
Μια άλλη φορά τον ξαναπέτυχε στη στάση, μα ήταν προετοιμασμένος ο Μανωλιός να μη κάνει και άλλη γκάφα.
«Αν σταματήσει ο Βαγγέλης μωρέ», σκέφτηκε, «να μπω στ’ αμάξι του να κατεβούμε στη χώρα».
Έτσι και έγινε, σταματάει ο Βαγγέλης, μπήκε ο Μανωλιός στο αυτοκίνητο και ξεκινήσανε.
– Και περίμενες πολύ ώρα στη στάση, μωρέ Μανώλη;
– Ναι μωρέ, αποκρίνεται ο Μανώλης, ναι, το λεωφορείο των 7:30 περίμενα, μα δεν κατέχω ήντα ώρα περνά.
Με αυτά και με αυτά, πέρασε η ώρα, φτάσανε στα μισά του δρόμου, μα ο Βαγγέλης έτρεχε, και ο Μανωλιός φοβότανε. Έβλεπε το Βαγγέλη να αλλάζει τις ταχύτητες τη μια μετά την άλλη πότε να ανεβάζει πότε να κατεβάζει, μια πάνω το λεβιέ, μια κάτω, έβαλε λίγο και το μυαλό του να δουλέψει και λέει του Βαγγέλη:
– Μωρέ σύντεκνε, κράτα και με τα δύο σου χέρια το τιμόνι, και άσε με εμένα να ανακατώνω τη βενζίνα!