Ήμουν εν Γαλλία, και είχα μεταβεί εις ένα δάσος πλησίον του Μονπελιέ, απολαμβάνων την εαρινήν δρόσον.
Αίφνης είδον να εμφανίζεται εκ της οπισθίας πλευράς θάμνου τινός, μία εύμορφος νεάνιδα.
Η αρμονία του σώματός της ήτο τελεία, οι οφθαλμοί της έλαμπαν εκ του κάλλους, τα μαλλιά της ήσαν υπέροχα κι εκυμάτιζαν εις τους πέντε ανέμους.

Τέτοιο κάλλος δεν είχα ιδεί έως τότε.

Πάραυτα κατελήφθην εκ ποιητικής εμπνεύσεως ην ηθέλησα να αποτυπώσω επί του χάρτου.

Προσέγγισα την νεάνιδα και είπον:
– Ω, ωραιοτάτη δεσποινίς, μήπως έχετε χαρτί;
– Όχι κύριε, λυπάμαι, κι εγώ με φύλλα σκουπίστηκα.