Η 13η Νοεμβρίου 1985 ήταν μια μαύρη μέρα για την Κολομβία, μια μέρα που οδήγησε στο θάνατο περίπου 23.000-25.000 κατοίκους της πόλης Αρμέρο. Το ηφαίστειο Νεβάδο ντελ Ρουίς αποφάσισε να ξυπνήσει αργά τη νύχτα, ενώ οι κάτοικοι της πόλης κοιμόντουσαν ήσυχοι στα σπίτια τους. Ενεργό εδώ και δύο εκατομμύρια χρόνια, το ηφαίστειο παρουσίαζε κατά καιρούς περιόδους αυξημένης δραστηριότητας και αυτή στην Κολομβία ήταν μία από αυτές, γεμίζοντας την πόλη με τη μαυρίλα του θανάτου. Από την έκρηξη του ηφαιστείου προκλήθηκαν τα λεγόμενα «λαχάρ», ροές από μείγμα λάσπης και ηφαιστειακών υλικών. Η λάβα ξεχύθηκε προς κάθε κατεύθυνση, τα χιόνια στην κορυφή του βουνού έλιωσαν και ορμητικά ποτάμια νερού σκέπασαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Η πόλη Αρμέρο, που βρίσκεται 96 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Μπογκοτά, θάφτηκε κάτω από τόνους λάσπης. Η 13χρονη Omayra Sanchez που ζούσε στην Αρμέρο με την οικογένειά της και τη θεία της ξυπνάει από την έντονη μυρωδιά του θείου. Η μητέρα της δεν είναι στο σπίτι, έχει φύγει από το προηγούμενο βράδυ για να εργαστεί στην Μπογκοτά. Το σπίτι της έφηβης θάβεται κάτω από τη λάσπη, ο πατέρας και η θεία της πεθαίνουν ακαριαία. Η Omayra κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να βγει από τα χαλάσματα, αλλά είναι αδύνατο. Τα πόδια της, που τα έχει σφιχταγκαλιάσει η νεκρή θεία της, έχουν παγιδευτεί κάτω από την πεσμένη στέγη του σπιτιού της.
Δύο μέρες μετά την έκρηξη του ηφαιστείου φτάνει στην Μπογκοτά ο φωτογράφος Frank Fournier. Ένας χωρικός τον πλησιάζει και του λέει ότι στην πόλη Αρμέρο, που έχει στην κυριολεξία μετατραπεί σε λασπώδη παραλία, βρίσκεται παγιδευμένο κάτω από τα χαλάσματα ένα 13χρονο κορίτσι. «Στο σημείο που ήταν η Omayra, μια μεγάλη λακούβα, υπήρχαν τριγύρω εγκλωβισμένοι και άλλοι άνθρωποι. Άκουγα τις κραυγές τους για βοήθεια και μετά μία σιωπή, μία απόκοσμη σιωπή» είχε πει αργότερα στο BBC ο φωτογράφος. Ο Fournier περιγράφει πώς όλοι όσοι βρίσκονταν γύρω της δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν, παρά μόνο να την παρηγορήσουν. «Όταν τράβηξα τις φωτογραφίες αισθάνθηκα εντελώς ανίσχυρος απέναντι σε αυτό το μικρό κορίτσι που αντιμετώπιζε τον θάνατο με θάρρος και αξιοπρέπεια. Μπορεί και να ένιωθε ότι η ζωή της κόντευε στο τέλος. […] Εγώ πάλι ένιωθα ότι το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω ήταν μέσα από τις φωτογραφίες μου να περάσω το κουράγιο, την δυστυχία και την αξιοπρέπεια αυτού του κοριτσιού ελπίζοντας να κινητοποιήσω τον πλανήτη ώστε να βοηθήσουν αυτούς που είχαν σωθεί» είπε.