Οι γερμανοί τουρίστες στην Ελλάδα δεν θέλουν μόνο ήλιο και θάλασσα. Θέλουν την ιστορία πίσω από τα παραδοσιακά προϊόντα, τη βιωματική εμπειρία και την αυθεντικότητα. Η μαστίχα της Χίου είναι ένα παράδειγμα των προϊόντων που θα μπορούσαν να κάνουν γνωστή την ιστορία τους και να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη τουριστική πρόταση. Η φωτογραφία ενός μαστιχόδεντρου σε κάποιον κατάλογο δεν αρκεί για να προσελκύσει κανείς έναν τουρίστα. Το ίδιο και οι ελιές της Μυτιλήνης. Είναι εντυπωσιακά πολλές αλλά θα μπορούσαν -για παράδειγμα- να γίνουν «τουριστική ατραξιόν» αν οι ταξιδιώτες είχαν την ευκαιρία να ζήσουν τη διαδικασία παραγωγής και επεξεργασίας. Όλα αυτά απαιτούν συνέργειες και σταθερότητα.
Τα παραπάνω είναι κάποια από τα συμπεράσματα που διατύπωσε ο καθηγητής Διαχείρισης Προορισμών από το πανεπιστήμιο του Μονάχου, Τόμας Μπάουχ, μετά από κάποια εκπαιδευτικά ταξίδια που πραγματοποίησε με ομάδες φοιτητών στα δύο ελληνικά νησιά, σε ομιλία του στο συνέδριο για τις Εναλλακτικές μορφές τουρισμού «Νέες συνεργασίες μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων».
Σύμφωνα με τον κ. Μπάουχ, «στο νησί της Μυτιλήνης οι κάτοικοι πιστεύουν ότι ένα μεγαλύτερο αεροδρόμιο θα έφερνε περισσότερους τουρίστες. Δεν υπάρχουν όμως πολλά περιθώρια για αυτό. Άλλωστε, γιατί να έχεις τουρίστες μόνο για μία σεζόν και να μην έχεις όλο το χρόνο; Πιστεύω πως θα έπρεπε να κινηθούν σε αυτήν την κατεύθυνση, ερευνώντας να αναπτύξουν περισσότερες μορφές εναλλακτικού τουρισμού».
Όπως σημείωσε, εκείνο που προσθέτει υπεραξία στο ελληνικό προϊόν, σύμφωνα με τον καθηγητή είναι η ελληνική φιλοξενία παρόμοια της οποίας «δεν έχει συναντήσει πουθενά αλλού στον κόσμο».
Για τους Γερμανούς, η Ελλάδα είναι η 7η αγαπημένη χώρα προορισμού για διακοπές. «Παρά την κρίση και την αρνητική δημοσιότητα της χώρας μας –σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2015- είμαστε η 11η πιο αγαπητή χώρα στην Ευρώπη και η 25η στον κόσμο με βάση των αριθμό των αφίξεων», τόνισε ο Γιάννης Σαλαβόπουλος, Γραμματέας Α’ Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών.
«Αυτό σημαίνει ότι έχουμε υπάρχουν ακόμη μεγάλες προοπτικές», πρόσθεσε.
«Ειδικά η αγορά της Γερμανίας είναι η μεγαλύτερη αγορά τουρισμού για την Ελλάδα καθώς μόνο πέρσι μας επισκέφτηκαν 2,5 εκατομμύρια Γερμανοί», συμπλήρωσε ο κ. Σαλαβόπουλος.
Η συζήτηση στο εν λόγω συνέδριο είχε ως επίκεντρο τη γερμανική αγορά, καθώς ως μεγαλύτερη αποτελεί την αφετηρία μιας σειράς συνεδρίων σχετικών με τον τουρισμό που σχεδιάζει να πραγματοποιήσει η Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή. Σε κάθε ένα από αυτά σύμφωνα με τον Φίλιππο Παπαδόπουλο, Διευθυντή του Κολεγίου Περρωτής, θα προσεγγίζεται μια διαφορετική χώρα.
Η Ελλάδα μπορεί να προσελκύσει ακόμη περισσότερους τουρίστες και μάλιστα υψηλού εισοδήματος –όχι μόνο από τη Γερμανία αλλά και από άλλες χώρες- αναπτύσσοντας τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού, σύμφωνα με τον Πάρι Τσάρτα, Καθηγητή Τουριστικής Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
«Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τον αγροτουρισμό, τα παραδοσιακά και βιολογικά προϊόντα, τον ιαματικό τουρισμό, τον αθλητικό τουρισμό, τον γαστρονομικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό τουρισμό. Ενώ τεράστια σημασία έχει η ανάπτυξη της κρουαζιέρας και του sailing», τόνισε.
«Αυτό θα επιμηκύνει την τουριστική περίοδο και μπορεί να καταφέρει να αποκτήσουμε ως χώρα τουρισμό όλο το χρόνο», συμπλήρωσε.
«Η τάση πλέον ξεκίνησε ήδη από πέρυσι. Η ζήτηση απαίτησε και είδαμε ξαφνικά προορισμούς να έχουν τουρίστες όλο το χρόνο, όπως συνέβη σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το ίδιο αναμένεται να γίνει και σε προορισμούς καθαρά καλοκαιρινούς όπως η Σαντορίνη που προετοιμάζεται να δεχτεί για το 2015-2016 τουρίστες και το χειμώνα», επεσήμανε ο κ Τσάρτας.
Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο τριημέρου εκδηλώσεων με θέμα «Γαστρονομική Ελλάδα: σύντηξη ιδεών, ανθρώπων και υλικών», που διοργανώνει το Κολέγιο Περρωτής της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, στις 8, 9 και 10 Μαΐου στις εγκαταστάσεις της σπουδαστικής εστίας Αλίκη Περρωτή και στο campus της σχολής.
Η διοργάνωση έγινε με τη συνεργασία του Δήμου Θεσσαλονίκης και ειδικότερα του τμήματος Τουρισμού και του «Thessaloniki Food Festival», του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης, του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης και του Europe Direct ΑΓΣ, καθώς και την υποστήριξη του Iδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» και άλλων επιχειρήσεων.