Η απευθείας μετάδοση από το δράστη της σφαγής στο Κράιστσερτς της Νέας Ζηλανδίας δεν ήταν η πρώτη φορά που βίαια εγκλήματα μεταδίδονται στο διαδίκτυο, δείχνοντας ότι η καταπολέμηση της διάδοσης αποκρουστικού οπτικοακουστικού υλικού μέσω των διαδικτυακών πλατφόρμων παραμένει ένα πρόβλημα για τις εταιρείες πληροφορικής, παρά τα χρόνια επενδύσεών τους.
Το Facebook ανέφερε ότι αφαίρεσε το βίντεο, διάρκειας 17λεπτών της χθεσινής πολύνεκρης επίθεσης, έπειτα από ειδοποίηση της αστυνομίας της Νέας Ζηλανδίας. Ωστόσο, ώρες αργότερα, το βίντεο παρέμενε αναρτημένο σε σελίδες στο Facebook, το Twitter το YouTube, το Instagram και το WhatsApp. Επίσης ήταν διαθέσιμο σε ιστοτόπους κοινής χρήσης αρχείων όπως το Mega.nz από τη Νέα Ζηλανδία.
Όσοι ήθελαν να διαδώσουν το οπτικοακουστικό υλικό ενήργησαν γρήγορα, διανέμοντας και κοινοποιώντας το εντός λίγων λεπτών σε πολλές ηλεκτρονικές εφαρμογές και ιστοτόπους.
Το Facebook, το Twitter, το YouTube και το Mega ανέφεραν χθες ότι παίρνουν μέτρα για να αφαιρέσουν αντίγραφα του υλικού.
Εντούτοις βίαια εγκλήματα έχουν στο παρελθόν μεταδοθεί σε απευθείας μετάδοση. Ένας πατέρας στην Ταϊλάνδη το 2017 δολοφόνησε την κόρη του σε απευθείας μετάδοση στο Facebook. Παραπάνω από μια μέρα μετά και 370.000 θεάσεις, το Facebook αφαίρεσε το βίντεο.
Στις ΗΠΑ, το 2017 η επίθεση στο Σικάγο σε έναν 18χρονο με ειδικές ανάγκες και η αιματηρή ένοπλη επίθεση ενός άνδρας στο Κλίβελαντ τον ίδιο χρόνο, επίσης μεταδόθηκαν σε ζωντανή μετάδοση.
Με 2,3 δισεκατομμύρια χρήστες, η εταιρεία του Μαρκ Ζάκερμπεργκ τριπλασίασε τα τελευταία τρία χρόνια τον αριθμό της ομάδας ασφάλειας σε 30.000 άτομα για να ανταποκρίνεται γρήγορα σε αναφορές βίαιου περιεχομένου. Επίσης εστίασε στην ανάπτυξη συστημάτων για τον εντοπισμό περιεχομένου, χωρίς την ανάγκη αναφοράς χρηστών.
Αλλά η ταχεία εξάπλωση ενός ακόμη αποκρουστικού βίντεο έκανε πολιτικούς και αναλυτές σε όλο τον κόσμο χθες να εκφράσουν το ίδιο συμπέρασμα: Οι εταιρείες τεχνολογίας αποτυγχάνουν, όπως μεταδίδουν Reuters και AFP και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ενώ το βίντεο συνεχιζόταν να διαδίδεται στο διαδίκτυο, η Έλεν Κλαρκ, πρώην πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας, σε δηλώσεις της σε τηλεοπτικό δίκτυο τόνισε ότι οι εταιρείες καθυστερούν να αφαιρούν ρητορικές μίσους.
«Τι γίνεται εδώ;» αναρωτήθηκε, αναφερόμενη στη δυνατότητα του δράστη να μεταδίδει ζωντανά επί 17 λεπτά. «Πιστεύω ότι αυτό θα προστεθεί στις εκκλήσεις σε όλο τον κόσμο να θεσπισθούν περισσότερο αποτελεσματικές ρυθμίσεις σε πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης», ανέφερε.
«Ως εδώ», ήταν η ανάρτηση στο Twitter του Βρετανού υπουργού Εσωτερικών Σατζίντ Τζαβίντ.
«Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία ότι το περιεχόμενο αυτής της απευθείας μετάδοσης εξακολουθεί να κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης», τόνισε η πρώην υπουργός της Ιρλανδίας Λουσίντα Κρήτον, που σήμερα είναι σύμβουλος σε ένα πρόγραμμα καταπολέμησης του εξτρεμισμού.
«Πρόκειται για μια περίπτωση που προσφέρεις μια πλατφόρμα για μίσος», τόνισε ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Κόρι Μπούκερ, υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές του 2020.
Κάποιοι ειδικοί αναμένουν το Facebook να υποστεί τις συνέπειες.
Το Facebook «βοήθησε στην παροχή μιας πλατφόρμας για την σημερινή φρικαλέα επίθεση και αναμφίβολα θα κληθεί να δώσει απαντήσεις για τη διευκόλυνση διάδοσης αυτής», τόνισε ο Κλέμεντ Τιμπόλτ, αναλυτής στον ιστότοπο ανάλυσης οικονομικών δεδομένων Investing.com.
Η μετοχή του facebook κατέγραψε χθες πτώση 2,5%.
Πολλοί χρήστες χρησιμοποίησαν διάφορους τρόπους κοινοποίησης του χθεσινού βίντεο με κάποιους να το κινηματογραφούν καθώς έπαιζε στα κινητά τους τηλέφωνα ή σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές για να αποφύγουν συστήματα ανίχνευσης των εταιρειών. Άλλοι κοινοποίησαν μέρος του βίντεο του ενόπλου, ενώ σε μια διαδικτυακή συζήτηση στο Reddit, χρήστες δίνουν οδηγίες για την ανταλλαγή του υλικού μέσων ηλεκτρονικών εφαρμογών.
Το YouTube ανέφερε ότι προσπαθεί να εντοπίσει αντίγραφα με ένα αυτόματο εργαλείο που εντοπίζει βίντεο με πιθανό βίαιο περιεχόμενο, με έναν συνδυασμό τίτλου και περιγραφής του.
Ειδικοί τονίζουν ότι οι εταιρείες μπορεί να χρησιμοποιήσουν ποιο επιθετικά μέσα ανίχνευσης και αφαίρεσης περιεχομένου, αλλά το YouTube και το Facebook υποστηρίζουν ότι θέλουν να είναι προσεκτικοί ώστε να μην αφαιρούν περιεχόμενο ειδησεογραφικών οργανισμών, ή άλλων με αξία είδησης.