Ήταν στις 8 Οκτωβρίου του 1945 όταν κατατέθηκε μια πατέντα για ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που πέρασε στα «ψιλά».
Τον Ιανουάριο του 1947 ωστόσο οι επιβάτες του μετρό της Νέας Υόρκης αντίκριζαν έκπληκτοι έναν αυτόματο πωλητή που έβγαζε χοτ ντογκ μαγειρεμένα σε μια νέα εφεύρεση που θα ονόμαζαν αργότερα «φούρνο μικροκυμάτων».
Η συσκευή που δεν χρειάζεται σήμερα συστάσεις ήταν το πνευματικό παιδί κάποιου Percy Spencer, ενός αγροτόπαιδου από το Μέιν των ΗΠΑ με ακόρεστη περιέργεια για το πώς δουλεύει ο κόσμος. Το παιδί είχε μεγαλώσει με τη θεία του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο στο Δημοτικό για να πιάσει δουλειά στη φάμπρικα και το μέλλον του έδειχνε ζοφερό.
Χωρίς γνώσεις για τίποτα, προθυμοποιήθηκε στα 16 του να βοηθήσει μια χαρτοποιία να περάσει ηλεκτρικό στο εργοστάσιό της. Διάβαζε εγχειρίδια ηλεκτρολογίας τα βράδια και τα πρωινά πειραματιζόταν με το ρεύμα, ώσπου τα κατάφερε! Μετά του κίνησε το ενδιαφέρον η ασύρματη τεχνολογία, εντάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό για να γίνει χειριστής ασυρμάτου και διάβαζε σαν τρελός τριγωνομετρία, χημεία και φυσική στον ελεύθερο χρόνο του.
Αυτοδίδακτος καθώς ήταν, έπιασε δουλειά μετά τον Α’ Παγκόσμιο στην εταιρία American Appliance Company (μετονομάστηκε αργότερα σε Raytheon) ως ηλεκτρολόγος, καθώς ήταν πια ξεφτέρι στον ηλεκτρισμό. Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος, η Raytheon ασχολήθηκε με πρωτότυπα συστήματα ραντάρ για τον πόλεμο και το τμήμα του Spencer αυξήθηκε από τους 15 υπαλλήλους στους 5.000, προσπαθώντας να αναπτύξει περαιτέρω την εφεύρεση του Γερμανού Christian Hulsmeyer, ο οποίος αναγνώρισε πρώτος πως τα ραδιοκύματα μπορούσαν να αποκαλύψουν τη θέση και την κατεύθυνση κίνησης των κοντινών πλοίων.
Ο Spencer άφησε τη σφραγίδα του στα ραντάρ, στα συστήματα με μαγνητρόνια συγκεκριμένα, μια συνεισφορά για την οποία τιμήθηκε με το υψηλότερο παράσημο του αμερικανικού Ναυτικού. Μια μέρα όμως το 1937 που στεκόταν δίπλα σε μια συστοιχία ραντάρ, είδε τη σοκολάτα που είχε στην τσέπη του να λιώνει.
Τα μικροκύματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν για να θερμάνουν ή ακόμα και να μαγειρέψουν φαγητό, σκέφτηκε και είχε φυσικά δίκιο! Τι έκανε; Έβαλε ποπ κορν δίπλα σε σύστημα με μαγνητρόνια και, όπως υποπτευόταν, η λιχουδιά έσκαγε στη στιγμή. Κατόπιν έκανε το ίδιο με αυγά και μπόλικα απλά πειράματα μετά, κατέληξε σε ένα μεταλλικό κουτί που μέσω μικροκυμάτων μπορούσε να μαγειρεύει τροφές.
Αναγνωρίζοντας την εμπορική δυναμική της εφεύρεσης, η Raytheon έσπευσε να πατεντάρει την εφεύρεση και το 1946 έριξε στην αγορά το Radarange, τον πρώτο φούρνο μικροκυμάτων. Μια θηριώδη συσκευή 2 σχεδόν μέτρων και 350 κιλών που στοίχιζε πάνω από 5.000 δολάρια (περισσότερα από 50.000 δολάρια σήμερα!) και δεν μπορούσε φυσικά να είχε καμία επιτυχία στην αγορά.
Ο πρώτος πρακτικός φούρνος μικροκυμάτων για οικιακή χρήση κυκλοφόρησε στη δεκαετία του 1950, κόστιζε 495 δολάρια και μέχρι το 1997, το 90% των αμερικανικών νοικοκυριών θα είχαν μια τέτοια συσκευή πάνω στους πάγκους της κουζίνας τους.
Τι αποκόμισε ωστόσο από όλα αυτά ο Spencer, που πέθανε το 1970; Τίποτα απολύτως! Εκτός φυσικά από κείνα τα 2 δολάρια με τα οποία επιβράβευε ως μπόνους η Raytheon τους υπαλλήλους της που σκάρωναν πατέντες. Εμπορικά εκμεταλλεύσιμες πατέντες, μιας και ο Spencer είχε περισσότερα από 300 διπλώματα ευρεσιτεχνίας στο ενεργητικό του (ιδιοκτησίας πάντα της εταιρίας).
Η Raytheon αναγνώρισε ωστόσο τη συνεισφορά του στη γιγάντωσή της δίνοντας τελικά το όνομά του σε ένα από τα κτίριά της…