Συγκλονίζει ο Νίκος Μαχλάς, στην εξομολόγησή του σε περιοδικό της Ολλανδίας, εκεί όπου εκτόξευσε την ποδοσφαιρική του καριέρα, μιλώντας για το πρόβλημα υγείας του γιου του. «Ξέρεις τι περιμένω με μεγάλη προσμονή;», ρωτά τον δημοσιογράφο, για να απαντήσει: «Ένα καλοκαιρινό απόγευμα στην Κρήτη με την οικογένειά μου. Για ένα δείπνο. Μουσακά, ψάρι, γέλια, να τρώμε μαζί, να πίνουμε και να γελάμε. Τον αέρα και τον ήλιο στο δέρμα μου. Χαλάρωση. Δεν ήμουν σε θέση να το κάνω για τρία χρόνια».
Την ώρα που έλεγε αυτές της κουβέντες στον δημοσιογράφο του ολλανδικού Vice, ο βετεράνος διεθνής ποδοσφαιριστής καθόταν σε ένα παγκάκι δίπλα στο νοσοκομείο του Ανόβερου, στο οποίο πηγαίνει πολύ συχνά ο πρώην άσος των ΟΦΗ, Φίτεσε και Άγιαξ, λόγω των θεμάτων υγείας που έχει ο μεγαλύτερος από τα παιδιά του, ο Γιώργος.
Σε μια συνέντευξη από καρδιάς, ο άνθρωπος που «ανάγκασε» τους Ολλανδούς να χορεύουν συρτάκι, κάθε φορά που… γέμιζε με γκολ τα αντίπαλα δίχτυα, μίλησε για τις αναμνήσεις του από την Eredivisie, ενώ στάθηκε στους Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς και Μίντο, εξιστορώντας κάποια έως και σουρεάλ περιστατικά.
Αναλυτικά…
Για το πρόβλημα υγείας του γιου του: «Ο μεγάλος γιος μου είχε πόνους στο στήθος από τα 14. Μετά από εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι είχε ένα κληρονομικό πρόβλημα στην καρδιά. Στα 18 η κατάσταση χειροτέρεψε, σε τέτοιο σημείο που μπήκε σε νοσοκομείο της Αθήνας και η καρδιά του λειτουργούσε μόλις στο 12%. Θα πέθαινε σε λίγες μέρες αν δεν γινόταν κάτι. Οι γιατροί στην Αθήνα δεν είχαν τα μέσα να τον βοηθήσουν και κανόνισαν να πάμε σε ένα νοσοκομείο στο Ανόβερο, σε έναν διάσημο ειδικό καρδιολόγο.
Έπρεπε να τοποθετηθεί μία συσκευή στην καρδιά του, για να μείνει στη ζωή. Στο Ανόβερο έσωσαν τη ζωή του γιου μου. Η μεταμόσχευση ήταν η καλύτερη επιλογή για να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής του. Μπήκε σε λίστα αναμονής, προσευχόμουν για έναν δωρητή κάθε μέρα, περιμένοντας το τηλεφώνημα της λύτρωσης. Κάθε πρωί σκεφτόμουν μήπως είναι σήμερα η μέρα. Μετά από το εξιτήριο από το νοσοκομείο, επιστρέψαμε στην Κρήτη όπου ζω με τη σύντροφό μου.
Για τις θεραπείες και τις εξετάσεις, τρία χρόνια πηγαινοερχόμασταν στο Ανόβερο. Στην Κρήτη έκανα πολύ crossfit και έπαιζα ποδόσφαιρο με φίλους για να ξεχνιέμαι. Πάντα έχοντας στο μυαλό μου τον Γιώργο… Ήθελα να βγει και να πάει στην παραλία με τους φίλους του, να κάνει σπορ, να “κυνηγήσει” κορίτσια, όπως ο μικρότερος αδελφός του, ο Θάνος. Με τους γιους μου πήγαινα συχνά πριν από τις επισκέψεις στο νοσοκομείο σε παιχνίδια της Μπάγερν ή της Ντόρτμουντ.
Στις αρχές Μαρτίου λάβαμε το τηλεφώνημα που μας λύτρωσε. Είχε βρεθεί μία καρδιά για τον Γιώργο. Αργότερα μάθαμε ότι προερχόταν από ένα οκτάχρονο παιδί που είχε σκοτωθεί σε τροχαίο. Τον θεωρούμε άγγελο – σωτήρα μας. Η επέμβαση έγινε στις 16 Μαρτίου και κράτησε περισσότερες από οκτώ ώρες. Η πρώην σύζυγός μου και εγώ ήμασταν στην αίθουσα αναμονής, οικογένεια, φίλοι και γνωστοί προσεύχονταν. Ο άνθρωπος με το γκρίζο μούσι, ο οποίος φαίνεται σε μια φωτογραφία που ανέβασα στο Instagram, είναι ο θείος μου. Είναι ο Ελληνορθόδοξος πατριάρχης Αλεξανδρείας και Αφρικής και ήρθε στο νοσοκομείο ειδικά για μας.
Όταν ο γιατρός είπε ότι η καρδιά του Γιώργου ήταν σταθερή, έκλαψα όπως ποτέ άλλοτε. Ένιωσα σαν να κέρδισα το Μουντιάλ και το Champions League και δέκα φορές παραπάνω. Πριν από την επέμβαση ήμουν 100 χρόνων, τώρα είμαι 20. Όλα μυρίζουν καλύτερα και έχουν καλύτερη γεύση από ό, τι πριν. Ακόμα και το φαγητό στο νοσοκομείο. Ο Γιώργος πρέπει να μείνει για να κάνει εξετάσεις και για να δυναμώσει. Μόλις πάρουμε το “πράσινο φως” θα επιστρέψουμε στην Κρήτη, ελπίζουμε να έχουμε ένα ξένοιαστο καλοκαίρι.
Τότε θα δω τι θα κάνω σε σχέση με τη δουλειά. Μου λείπει ένα καλοκαιρινό απόγευμα στην Κρήτη με την οικογένειά μου. Για ένα δείπνο. Μουσακά, ψάρι, γέλια, να τρώμε μαζί, να πίνουμε και να γελάμε. Τον αέρα και τον ήλιο στο δέρμα μου. Χαλάρωση. Δεν ήμουν σε θέση να το κάνω για τρία χρόνια. Ανυπομονώ να περάσω καλά με τους γιους μου, θα ήθελα να τους πάρω στην Ολλανδία μία μέρα. Η τελευταία φορά στο Άρνεμ ήταν πριν από 15 χρόνια. Πέρυσι πήγα στο Άμστερνταμ, στον φίλο μου τον Άγγελο Χαριστέα που έχει εστιατόριο εκεί».
Αναφορικά με την Φίτεσε και τις στιγμές που πέρασε εκεί, είπε: «Η Φίτεσε είναι η μεγάλη αγάπη μου. Πήγα εκεί από την Ελλάδα το 1996 σε έναν άγνωστο κόσμο. Ο Τέο Μπος ήταν συγκάτοικός μου στην πρώτη προετοιμασία. Μιλούσα λίγα αγγλικά. Έμαθα μικρές φράσεις όπως “τι κάνεις;” και “με λένε Νίκο” από τον Τέο. Στην πρώτη μου προπόνηση οι συμπαίκτες ήθελαν να με μου κάνουν τεστ. “Στείλε τους σε μένα”, μου έλεγε ο Τέο.
Ο συμπατριώτης μου, Γιώργος Ζαγκότσης, που είχε τότε ελληνικό εστιατόριο στο Άρνεμ, ήταν επίσης σημαντικός για μένα. Ήταν σαν δεύτερος πατέρας μου. Στην πρώτη χρονιά έπρεπε να βρω τον δρόμο μου. Είναι δύσκολο να δέχεσαι κριτική. Όταν σε αγοράζουν με πολλά λεφτά τότε οι απαιτήσεις είναι μεγάλες. Ο Γιώργος μου έλεγε “ηρέμησε, θα τα καταφέρεις” και μου σέρβιρε ένα μεγάλο πιάτο φαγητό, συνήθως με πολύ κρέας. Αν δεν ήταν εκεί ο Γιώργος, δεν ξέρω αν θα τα είχα καταφέρει.
Η μητέρα μου έχει ένα δωμάτιο στο σπίτι με αποκόμματα, φανέλες, φωτογραφίες και το Χρυσό Παπούτσι. Είναι ένα μικρό μουσείο. Είναι πολύ περήφανη για μένα. Όταν θέλω να επιστρέφω πίσω στον χρόνο, πηγαίνω εκεί. Είναι ωραία να σκέφτεσαι τις καλές στιγμές της ζωής σου. Χαμογελώ πάντα όταν σκέφτομαι τα χρόνια μου στην Ολλανδία».
Σχετικά με τον Άγιαξ και τις ημέρες που πέρασε στο Άμστερνταμ, τόνισε: «Με ήθελαν η Μίλαν και η Μπάγερν, αλλά ένιωσα ότι ο Άγιαξ ήταν η καλύτερη επιλογή. Ένιωθα καλά στην Ολλανδία, και σκεφτόμουν ότι αν έπαιζα στον Άγιαξ θα ερχόταν πάλι μία μεγάλη ομάδα και θα ήμουν πλέον έτοιμος. Επίσης, ήταν ιδιαίτερο για μένα γιατί έπαιζε εκεί παλιά ο Φαν Μπάστεν, για τον οποίο ήμουν τρελός όταν ήμουν παιδί. Όταν τον συνάντησα, τον ρώτησα αν μπορούσα να έχω μία παλιά φανέλα του. Μου την υποσχέθηκε, αλλά δυστυχώς δεν την πήρα ποτέ.
Μάρκο, αν το διαβάζεις αυτό, ακόμα περιμένω για τη φανέλα. Ήταν καλά τα χρόνια στον Άγιαξ, πέτυχα γκολ, όχι βέβαια όσα περίμεναν πολλοί. Ήταν διαφορετικά από τη Φιτέσε. Στην αρχή υπήρχε μόνο ο Αρβελάτζε, μετά ήρθαν οι Μίντο και Ιμπραΐμοβιτς. Μετά το πρωτάθλημα του 2002 με δάνεισαν στη Σεβίλλη και μετά έφυγα. Δεν ήθελα να γίνει έτσι, αλλά πέρασα πολύ καλά».
Για τη σχέση του με τους Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς και Μίντο, επισήμανε: «Θυμάμαι ότι είχα αγοράσει μία Porsche 911 και ο Ζλάταν ήταν μαζί με τον Μίντο και με είδαν να την οδηγώ. Ο Ζλάταν με ρώτησε από πού την αγόρασα και την επόμενη μέρα ήρθε με μία Porsche 911 Turbo. Ο Μίντο είπε “περιμένετε ένα λεπτό, παιδιά”. Μία μέρα αργότερα πάρκαρε δίπλα στις Porsche μας με μία κόκκινη Ferrari! Επιδείκνυε τη Ferrari του, όταν ήρθε ένας παίκτης, νομίζω ο Ρίτσαρντ Βίτσκε, και έβαλε μέσα ένα ζωντανό κοτόπουλο. Αυτό άρχισε να πετά προς όλες τις κατευθύνσεις και ο Μίντο άρχισε να βρίζει. Δεν έχω ιδέα που βρήκε το κοτόπουλο!
Ο Ζλάταν ήταν τρελός, ο Μίντο επικίνδυνος. Ο Ζλάταν και ο Μίντο δεν μπορούσαν να ανεχθούν ο ένας τον άλλον μέσα στο γήπεδο, αλλά εκτός γηπέδου ήταν οι καλύτεροι φίλοι, μαζί με τον φαν Ντερ Μέιντε. Εγώ περνούσα πολύ χρόνο μαζί με τον Μπέργκντολμο, τον Κίβου και τον Λόμποντ. Κάποτε καθόμασταν με τον Κίβου και τον Ζλάταν στο καφέ Palladium του Άμστερνταμ. Ο Ζλάταν φορούσε λευκές αθλητικές κάλτσες. Ο Κρίστιαν κι εγώ του είπαμε: “Ζλάταν, δεν φαίνεσαι σαν άνδρας. Τι νομίζεις ότι πιστεύουν οι Ολλανδές για όσους φορούν λευκές αθλητικές κάλτσες; Ποτέ δεν θα βρεις κοπέλα έτσι”. Δεν μίλησε, αλλά αργότερα πήγε στην τουαλέτα και επέστρεψε φορώντας μόνο τα παπούτσια του, χωρίς κάλτσες. Έχει και ο Ζλάταν τις ανασφάλειές του. Πολλοί τον θεωρούν αλαζόνα, αλλά αν αυτοαποκαλείται Θεός, είναι κάτι σαν παράσταση. Γνωρίζω ότι έχει μεγάλη καρδιά. Πήγα σε ένα παιχνίδι της Παρί Σεν Ζερμέν με τον φίλο μου Γιάννη Αναστασίου και μου έδωσε τη φανέλα του για τον Γιώργο».