Μεγάλο το σοκ για το θάνατο του θρύλου του ευρωπαϊκού μπάσκετ Ντούσαν Ίβκοβιτς που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών σε νοσοκομείο του Βελιγραδίου.

Ο «Ντούντα» αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια κάποια προβλήματα με την καρδιά του, ωστόσο το τελευταίο διάστημα είχε παρουσιάσει μία ασθένεια με υγρό στους πνεύμονες.

Ο «σοφός» του ευρωπαϊκού μπάσκετ νοσηλευόταν τις τελευταίες μέρες στην εντατική νοσοκομείου του Βελιγραδίου και σήμερα το πρωί η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά.

Ντούσαν Ίβκοβιτς: Τα πρώτα του προπονητικά βήματα

Έχοντας παίξει μπάσκετ για 10 χρόνια στην Ραντνίτσκι Βελιγραδίου, ξεκίνησε την προπονητική ως βοηθός του Ράνκο Ζεράβιτσα τη σεζόν 1977-78. Η Παρτιζάν εκείνη τη χρονιά κατέκτησε το Κύπελλο Κόρατς νικώντας στον τελικό την (επίσης γιουγκοσλαβική) Μπόσνα Σαράγεβο του Μπόγκνταν Τάνιεβιτς και των Ντελίμπασιτς, Βάραγιτς και Πέσιτς με 117-110.

ΙΒΚΟΒΙΤΣ

Την επόμενη χρονιά, ο Ίβκοβιτς αναλαμβάνει ρόλο πρώτου προπονητή στην Παρτιζάν στα 36 του χρόνια μετά την αποχώρηση του Ζεράβιτσα, και οδηγεί την ομάδα, με σούπερ σταρ τους Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς και Ντράζεν Νταλιπάγκιτς, σε τρεις τίτλους μέσα σε μια χρονιά (πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας, κύπελλο Γιουγκοσλαβίας και Κύπελλο Κόρατς, όπου η Παρτιζάν κάνει το repeat κερδίζοντας στον τελικό την ιταλική Αριγκόνι Ριέτι με 108-98).

Με αυτό τον τρόπο ο «Ντούντα» καταφέρνει να κάνει το triple crown μόλις την πρώτη του χρονιά σαν προπονητής, κάτι που επανέλαβε πάλι με την Παρτιζάν ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς 13 χρόνια μετά.

Η παρουσία του σε ελληνικούς πάγκους

Το 1980 έρχεται στην Ελλάδα για να προπονήσει τον Άρη παίρνοντας τη θέση του Γιάννη Ιωαννίδη που είχε αναλάβει την εθνική Ελλάδας. Τα δύο χρόνια του στον Άρη δε στέφθηκαν από επιτυχίες, αν και κατάφερε να εδραιώσει την ομάδα στις 3 πρώτες θέσεις του πρωταθλήματος, έχοντας στο ρόστερ το μεγάλο Νίκο Γκάλη με τον οποίο όμως ήρθε σε σύγκρουση ουκ ολίγες φορές. Τελικά το 1982 εγκατέλειψε τον Άρη και στη θέση του επέστρεψε ο Γιάννης Ιωαννίδης, που οδήγησε την ομάδα σε 8 πρωταθλήματα τα επόμενα χρόνια.

Η επιστροφή του στην Ελλάδα έρχεται το 1991, όταν ο ΠΑΟΚ έχοντας κατακτήσει ήδη το Κύπελλο Κυπελλούχων την προηγούμενη σεζόν υπό τις οδηγίες του Ντράγκαν Σάκοτα, ψάχνει να βρει τον προπονητή που θα τον οδηγήσει στο Πρωτάθλημα Ελλάδας, που ο ΠΑΟΚ είχε να κατακτήσει από το 1959. Την πρώτη χρονιά του στον πάγκο, ο ΠΑΟΚ καταφέρνει να πάρει το πρωτάθλημα με εμφατική νίκη (82-97) μέσα στο ΣΕΦ επί του Ολυμπιακού του Ιωαννίδη, και φτάνει πάλι στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, όπου όμως θα χάσει με 65-63 από τη Ρεάλ Μαδρίτης.

Η επόμενη χρονιά (1992-93) βρίσκει τον ΠΑΟΚ αρκετά αλλαγμένο, με τις προσθήκες του δις πρωταθλητή NBAer Κλιφ Λέβινγκστον και του Χρήστου Τσέκου, αλλά και την αποχώρηση των Νίκου Σταυρόπουλου και Πητ Παπαχρόνη. Η ομάδα φορμάρεται νωρίς και παίζοντας εξαιρετικό μπάσκετ καταφέρνει, με ρεκόρ 11-3 στον όμιλο της Ευρωλίγκα και sweep 2-0 επί της Ορτέζ στα προημιτελικά (μάλιστα με το υπερηχητικό 86-103 μέσα στη Γαλλία) να φτάσει για πρώτη φορά στο φάιναλ φορ της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης του μπάσκετ, που εκείνη τη χρονιά φιλοξενήθηκε στην Αθήνα.

ΙΒΚΟΒΙΤΣ

Μπροστά σε 10.000 οπαδούς του στον ημιτελικό με την Μπενετόν Τρεβίζο του Τόνι Κούκοτς, και ενώ ο ΠΑΟΚ προηγείται σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, τέσσερα απανωτά τρίποντα του Ιακοπίνι φέρνουν τους Ιταλούς μπροστά, και τελικά ο ΠΑΟΚ χάνει το παιχνίδι με 77-79, και μαζί την ευκαιρία να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης σε ελληνικό έδαφος. Στο μικρό τελικό και χωρίς κόσμο, μιας και οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είχαν αποχωρήσει για τη Θεσσαλονίκη μετά την ήττα στον ημιτελικό, ο ΠΑΟΚ κερδίζει με 76-70 τη Ρεάλ και καταλαμβάνει την 3η θέση. Στο πρωτάθλημα, ο ΠΑΟΚ είναι πρώτος στην κανονική διάρκεια με ρεκόρ 22-4 και μπαίνει με πλεονέκτημα έδρας στα πλέι οφ, αλλά τελικά χάνει από τον Ολυμπιακό στα ημιτελικά.

Την επόμενη χρονιά (1993-94), το ρόστερ του ΠΑΟΚ αλλάζει και πάλι σημαντικά με την αποδέσμευση λόγω οικονομικών προβλημάτων των λατρεμένων από τους οπαδούς ξένων Μπάρλοου και Λέβινγκστον και την επεισοδιακή αποχώρηση του αρχηγού του Παναγιώτη Φασούλα ο οποίος συμφώνησε με τον Ολυμπιακό Πειραιά! Στην θέση τους έρχονται οι Γουόλτερ Μπέρι και Ζόραν Σάβιτς, καθως και ο φοργουορντ της ΑΕΚ Νάσος Γαλακτερός μετά από ένα πολύμηνο Καλοκαιρινό σήριαλ. Τον Ιανουάριο του 1994 όμως ο Ίβκοβιτς εγκαταλείπει την ομάδα λόγω προβλημάτων με τη διοίκηση του συλλόγου. Τη θέση του παίρνει ο μέχρι τότε βοηθός του, Σούλης Μαρκόπουλος, που θα οδηγήσει την ομάδα στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς με δύο νίκες (75-66 στη Θεσσαλονίκη, 91-100 στην Ιταλία) επί της Στεφανέλ Τριέστε, και παραλίγο στην κατάκτηση του πρωταθλήματος μέσα στο ΣΕΦ απέναντι στον Ολυμπιακό, όπου οι φιλοξενούμενοι διαμαρτύρονται για τον καταλογισμό παράβασης 5 δευτερολέπτων στον Σάβιτς στην τελευταία φάση του αγώνα.

Τα δύο επόμενα χρόνια (1994-96) είναι προπονητής στον Πανιώνιο, με τον οποίο τη δεύτερη χρονιά παραλίγο να φτάσει στον τελικό του πρωταθλήματος (έχασε το 3ο ματς των ημιτελικών από τον Παναθηναϊκό με 68-62 στο ΟΑΚΑ, σε ένα ματς που ο Πανιώνιος προηγούνταν σε όλο το ματς και μάλιστα ακόμα και με 13 πόντους σε ένα σημείο). Τελικά όμως θα καταφέρει να βγάλει την ομάδα στην Ευρωλίγκα για πρώτη φορά στην ιστορία της, «σκουπίζοντας» με 3-0 στο μικρό τελικό την παλιά του ομάδα, τον ΠΑΟΚ.

Το 1998 βρίσκει τον «Ντούντα» στην ΑΕΚ, όπου αντικαθιστά το Γιάννη Ιωαννίδη που έχει επιστρέψει στον Ολυμπιακό (ως αντικαταστάτης του Ίβκοβιτς). Στο “δικέφαλο” φτιάχνει μια νεανική ομάδα με τους Μιχάλη Κακιούζη, Δήμο Ντικούδη, Νίκο Χατζή, Νίκο Ζήση, Ιάκωβο Τσακαλίδη και Γιάννη Μπουρούση μεταξύ άλλων. Με την ΑΕΚ κατακτά δύο κύπελλα Ελλάδας στα δύο χρόνια που είναι προπονητής (2000 και 2001) και το Κύπελλο Σαπόρτα (πρώην Κυπελλούχων) το 2000 με νίκη απέναντι στην Κίντερ Μπολόνια του Ετόρε Μεσίνα και του Νίκου Οικονόμου 32 χρόνια μετά τον πρώτο θρίαμβο της ΑΕΚ στο Κύπελλο Κυπελλούχων το 1968. Το 2001 τελικά φεύγει από την ΑΕΚ, δίνοντας τη σκυτάλη στον Ντράγκαν Σάκοτα, έχοντας προετοιμάσει την ομάδα για το πρωτάθλημα που θα κατακτήσει την επόμενη χρονιά (2002) με τον Σάκοτα στον πάγκο.

Οι δύο παρουσίες στον Ολυμπιακό και η κορυφή της Ευρώπης

Το καλοκαίρι του 1996 γίνονται ριζικές αλλαγές στον Ολυμπιακό, με το Σωκράτη Κόκκαλη να απολύει το Γιάννη Ιωαννίδη. Τη θέση του τελικά παίρνει ο Ίβκοβιτς, αλλά η ομάδα έχει πολλά σκαμπανεβάσματα σε Ελλάδα και Ευρώπη, με τους ερυθρόλευκους να γνωρίζουν ήττες-σοκ από τον ΒΑΟ στο πρωτάθλημα και από την Άλμπα Βερολίνου εντός και εκτός έδρας στην Ευρωλίγκα.

Στο δεύτερο μισό της περιόδου η ομάδα βρίσκει τα πατήματά της, κατακτά πρώτα το Κύπελλο Ελλάδας (80-78 τον Απόλλωνα Πατρών) και στη συνέχεια κάνει μερικές εντυπωσιακές νίκες, με πιο σημαντικές τις δύο επί του Παναθηναϊκού με μειονέκτημα έδρας στα προημιτελικά της Ευρωλίγκας (49-69 εκτός, 65-57 εντός), και δίνει το παρών στο φάιναλ φορ της Ρώμης. Εκεί, αφού κερδίζει με 74-65 την Ολίμπια Λουμπλιάνας στον ημιτελικό, διασύρει με 73-58 στον τελικό τη Μπαρτσελόνα (σε ένα ματς που είχε βρεθεί να χάνει με 0-10 στην αρχή) και κατακτά την Ευρωλίγκα για πρώτη φορά στην ιστορία του. Την επιτυχία αυτή συμπληρώνει με την κατάκτηση και του πρωταθλήματος (3-1 την ΑΕΚ στους τελικούς) και κάνει έτσι το triple crown.

ΙΒΚΟΒΙΤΣ

Την επόμενη χρονιά ο Ολυμπιακός αποδυναμώνεται από τη φυγή του Ρίβερς, και στην Ευρώπη αποκλείεται από την Παρτιζάν στους 16, ενώ στο πρωτάθλημα δε φτάνει ούτε στον τελικό, χάνοντας το 3ο ματς των ημιτελικών από τον ΠΑΟΚ μέσα στο ΣΕΦ από το τρίποντο του Πέτζα Στογιάκοβιτς στη λήξη (55-58). Η επόμενη χρονιά φαίνεται να πηγαίνει καλύτερα, με τον Ολυμπιακό να φτάνει στο φάιναλ φορ του Μονάχου (όπου όμως παραδίνεται στις ορέξεις της Ζαλγκίρις στον ημιτελικό και βγαίνει μόνο τρίτος), και στο πρωτάθλημα έχει το πλεονέκτημα έδρας στους τελικούς απέναντι στον Παναθηναϊκό. Με τη σειρά στο 2-2, το πέμπτο ματς στο ΣΕΦ εξελίσσεται σε απογοήτευση για τους ερυθρόλευκους και σε θρίαμβο των πράσινων, που με μεγάλο πρωταγωνιστή τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα κερδίζουν με 53-62 και στέφονται πρωταθλητές για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, αυτή τη φορά μέσα στην έδρα των αντιπάλων τους. Μετά από αυτή την αποτυχία, ο Ίβκοβιτς εγκαταλείπει των πάγκο των ερυθρόλευκων.

ΙΒΚΟΒΙΤΣ

Μετά από 3 χρόνια απουσίας από τους πάγκους των συλλόγων και ενασχόλησης με την εθνική Σερβίας, το καλοκαίρι το 2010 δέχεται την προσφορά του Παναγιώτη και του Γιώργου Αγγελόπουλου να αναλάβει τον Ολυμπιακό 11 χρόνια μετά την αποχώρησή του. Η πρώτη του χρονιά αρχίζει φανταστικά, με τον Ολυμπιακό να παίζει υπερηχητικό μπάσκετ, να κερδίζει 2 φορές τον ΠΑΟ στην κανονική διάρκεια και να τερματίζει πρώτος με ρεκόρ 26-0 (μοναδικό ρεκόρ για την Α1 από την εποχή του Άρη που είχε κάνει 18-0 τις σεζόν 1986-87 και 1987-88), ενώ στην Ευρώπη διαλύει τη Σιένα με το απίστευτο 89-41 στο πρώτο ματς των προημιτελικών. Οι απογοητεύσεις όμως έρχονται μαζεμένες στη συνέχεια, καθώς οι ερυθρόλευκοι χάνουν τα επόμενα 3 ματς από τη Σιένα και μένουν εκτός φάιναλ φορ, ενώ χάνουν και το πρωτάθλημα από τον ΠΑΟ παρά το πλεονέκτημα έδρας (1-3), και έτσι ο μόνος τίτλος της χρονιάς είναι το κύπελλο.

Με το τέλος της χρονιάς ο Ολυμπιακός μένει «μισός» καθώς αποχωρούν οι Θοδωρής Παπαλουκάς, Γιάννης Μπουρούσης, Σοφοκλής Σχορτσιανίτης, Ράσο Νεστέροβιτς, Μίλος Τεόντοσιτς, Τζαμόν Γκόρντον κ.ά., και έτσι ο Ίβκοβιτς για την επόμενη χρονιά βασίζεται σε παίκτες που τις προηγούμενες χρονιές είτε έπαιζαν λίγο ως ελάχιστα στον Ολυμπιακό είτε ήταν δανεικοί σε άλλες ομάδες, όπως οι Σλούκας, Μάντζαρης, Παπανικολάου, Κατσίβελης, με τις μόνες προσθήκες να είναι οι Αμερικανοί Κάιλ Χάινς, Έισι Λο και Τζόι Ντόρσεϊ. Έτσι, η σεζόν 2011-12 μπαίνει με τον Ολυμπιακό να είναι αουτσάιντερ και στο πρωτάθλημα και στην Ευρώπη, και να κάνει πολλές ήττες, όπως από την Καντού, στους ομίλους της Ευρωλίγκας, και να μπαίνει στους προημιτελικούς με μειονέκτημα έδρας, πάλι απέναντι στη Σιένα.

Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Με τους νεαρούς παίκτες του Ολυμπιακού να κάνουν υπερπροσπάθεια σε όλη τη σεζόν και να βρίσκουν την καλύτερη φόρμα στο κατάλληλο σημείο, οι ερυθρόλευκοι κερδίζουν μέσα στην Ιταλία τη Σιένα και συμπληρώνουν το θρίαμβό τους με δύο νίκες στο ΣΕΦ, που τους φέρνουν στο φάιναλ φορ της Κωνσταντινούπολης, μαζί με ΠΑΟ, Μπαρτσελόνα και ΤΣΣΚΑ. Στον ημιτελικό καταρρίπτουν το εμπόδιο των Ισπανών με 68-64 χάρη σε ένα κρίσιμο τρίποντο του Σπανούλη, και στον τελικό έρχονται αντιμέτωποι με την ΤΣΣΚΑ.

Οι Ρώσοι έχουν για άλλη μια φορά «ομάδα NBA» με Κιριλένκο, Σισκάουσκας, Σβεντ, Τεόντοσιτς, Κριάπα, Κρστιτς κ.ά. και φαντάζουν ανίκητοι. Στο τρίτο δεκάλεπτο του τελικού είναι μπροστά με 53-34 απέναντι στον Ολυμπιακό, και όλα δείχνουν ότι οι ερυθρόλευκοι δε θα έχουν καμιά ελπίδα. Ένα συγκλονιστικό όμως παιχνίδι από όλους τους παίκτες της ομάδας, και κυρίως από τους νέους Έλληνες παίκτες, με αποκορύφωμα το κλέψιμο του Μάντζαρη στον Κιριλένκο, φέρνουν τον Ολυμπιακό σε απόσταση βολής (61-60). Ο Σισκάουσκας 7 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη αστοχεί σε 2 βολές, και στην τελευταία επίθεση ο Σπανούλης πασάρει στον Πρίντεζη, που από τη γωνία κάνει το 61-62 και δίνει στον Ολυμπιακό το δεύτερο ευρωπαίκό του τίτλο.

Το 2017 ανακηρύχθηκε σε θρύλο της Euroleague

Ο Ίβκοβιτς θεωρούσε την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα του και είχε βοηθήσει άπειρα το ελληνικό μπάσκετ. Ο Ντούντα είχε καθίσει στον πάγκο του Άρη (1980-1982), του ΠΑΟΚ (1991-1993), του Πανιωνίου (1994-1996), της ΑΕΚ (1999-2001) και του Ολυμπιακού (1996-1999 και 2010-2012).

Οι «ερυθρόλευκοι» ήταν η μοναδική ομάδα που καθοδήγησε δύο φορές και φυσικά την οδήγησε στην κατάκτηση δύο τροπαίων Euroleague (1997, 2012). Στο πλούσιο βιογραφικό του είχε επίσης τρία πρωταθλήματα Ελλάδα και τέσσερα Κύπελλα.

Τα κατορθώματα σου σε συλλογικό επίπεδο επιστεγάστηκαν το 2017 όταν η Euroleague τον ανακήρυξε με κάθε επισημότητα σε θρύλο της διοργάνωσης.

Για τους Σέρβους θεωρείται μέγας δάσκαλος του μπάσκετ. Με την εθνική ομάδα της πρώην Γιουγκοσλαβίας είχε κατακτήσει το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ (1988), το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής 1990), καθώς επίσης και χρυσό μετάλλιο στα Eurobasket το 1989 και το 1991.

ΙΒΚΟΒΙΤΣ

Αργότερα και μετά την ανεξαρτητοποίηση των κρατών πανηγύρισε με την εθνική Σερβίας το χρυσό στο Eurobasket του 1995 και το ασημένιο σε αυτό της Πολωνίας το 2009.

Σε αρκετές διοργανώσεις είχε ρόλο τεχνικού διευθυντή στην εθνική ομάδα.