Για την ιδιαίτερη σχέση που έχει αναπτύξει με τον ΠΑΟΚ μίλησε ο Αντελίνο Βιεϊρίνια.
Σε συνέντευξη που έδωσε στο OPEN και πιο συγκεκριμένα στον Ιεροκλή Μιχαηλίδη, ο αρχηγός του «Δικεφάλου του Βορρά» έκανε λόγο για μία σχέση αγάπης, ενώ παραδέχτηκε ότι «έγινα Θεσσαλονικιός».
Ο Πορτογάλος μίλησε για τη σεζόν που ολοκληρώθηκε, υπογραμμίζοντας ότι ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο τρόπο (σ.σ. την κατάκτηση του Κυπέλλου) παρόλο που ήταν δύσκολη, ενώ ανέφερε ότι ο κόσμος του ΠΑΟΚ αξίζει ένα νέο γήπεδο.
Αναλυτικά όσα είπε ο Αντελίνο Βιεϊρίνια:
Για τη σεζόν που ολοκληρώθηκε: «Ήταν μια δύσκολη χρονιά. Με άγχος, αγωνία. Έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο. Άξιζε το κύπελλο ο κόσμος και ο Γκαρσία. Αλλάξαμε προπονητή μέσα στη χρονιά. Ο Γκαρσία έπαιζε με άλλο σύστημα και έπρεπε να δουλέψει με ένα υλικό που δεν περίμενε. Εκείνος ήθελε να παίξει με εξτρέμ, εμείς δεν παίζαμε με εξτρέμ. Τελικά βρήκαμε το σύστημα που μας ταιριάζει. Πλέον υπάρχει χρόνος για να γίνουν μεταγραφές και πλάνο για τη νέα σεζόν. Φέτος έχουμε χρόνο να δουλέψουμε».
Για τα παιδικά του χρόνια: «Ήταν ωραία τα παιδικά μου χρόνια. Με θυμάμαι πάντα με μία μπάλα. Στα 7 μου ήρθε στο χωριό μου ένας σκάουτερ από την Γκιμαράες. Με είδε στο διάλειμμα να παίζω ποδόσφαιρο. Του άρεσα και έμεινε έως το τέλος για να με ρωτήσει εάν θέλω να πάω στην ομάδα. Δεν μπορούσαν οι γονείς μου να με πάνε. Πηγαίναμε επομένως με το λεωφορείο με τον μεγάλο μου αδελφό, με τον πατέρα μου να βάζει όρο να τον πάρουν και αυτόν στην ομάδα».
Για το τι σημαίνει για τον ίδιο ο ΠΑΟΚ: «Όλα! Ο Σάντος με πίστεψε. Σε μια πρώτη χρονιά δύσκολη με τραυματισμό, έπεισε τον Ζαγοράκη να με αγοράσει. Είναι μια ιστορία αγάπης αυτή που έχω με τον ΠΑΟΚ. Μου έδωσε την πραγματική ευκαιρία να δείξω το ταλέντο μου. Ο κόσμος αξίζει το νέο γήπεδο».
Για τη στιγμή που δε θα ξεχάσει: «Το τελευταίο παιχνίδι της σεζόν που έπαιξα ενώ είχα χιαστό. 30.000 κόσμος να φωνάζει το όνομα σου. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είναι πάνω από όλους τους τίτλους που έχω κερδίσει».
Για το πώς νιώθει ως ποδοσφαιριστής, αλλά και για την οικογένεια του: «Είναι ωραία η ζωή. Η δουλειά μου είναι να κάνω αυτό που αγαπώ. Κοιτάζω να είμαι σοβαρός. Δεν χρειάζεται να δείξεις ότι είσαι ΠΑΟΚτσής ή άλλη ομάδα. Αυτό που έχω μάθει από μικρός από την οικογένεια μου είναι ο σεβασμός. Σέβομαι τους συμπαίκτες, τους αντιπάλους, τους προπονητές.
Λείπουμε πολύ από το σπίτι. Προπονήσεις, αγώνες, εθνική ομάδα. Έχασα κομμάτι από τη ζωή της κόρης μου. Τα τελευταία 4-5 χρόνια προσπαθώ να αναπληρώσω αυτό το κενό».
Για τα άδεια γήπεδα: «Είναι δύσκολο και για εμάς και για τον κόσμο που περίμενε το σαββατοκύριακο για να έρθει στο γήπεδο. Όμως είναι για την προστασία όλων αυτό που γίνεται».
Για το αν σκέφτεται να γυρίσει στην Πορτογαλία ή να μείνει στην Ελλάδα: «Εδώ θα μείνω. Έγινα Θεσσαλονικιός».
Για τον Βασίλη Χατζηπαναγή: Ήταν η ουσία του ποδοσφαίρου, φαίνονταν πως με την μπάλα στα πόδια ήταν χαρούμενος. Ο κόσμος αγάπησε το ποδόσφαιρο βλέποντας τον, μιας και έκανε εκπληκτικά πράγματα με την μπάλα. Ήταν φανταστικός.
Για το γκολ που θα διάλεγε ως ξεχωριστό: «Είναι πολλά αλλά ξεχωρίζω αυτό στο Αγρίνιο με τον Παναιτωλικό γιατί η ομάδα, ο κόσμος, γνωρίζαμε πως θα κατακτούσαμε τον τίτλο. Ήταν η χρονιά μας. Αν κάποιος σκέφτονταν κάτι άλλο πριν από εκείνο το ματς, που ήταν δύσκολο, εκείνο το γκολ του άλλαξε την άποψη».
Για το αν παρακολουθεί άλλα αθλήματα: «Μου αρέσει το μπάσκετ. Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ. Με τα χέρια θεωρούν πως είμαι… βολειμπολίστας. Για ένα χέρι στην Λαμία, ακόμα το λένε. Και οι φίλοι μου το λένε (σ.σ.γελώντας). Δεν το έκανα επίτηδες, η μπάλα πήγε στο βουνό. Μου αρέσει που το λένε γιατί αυτοί που το λένε είναι αυτοί που πονάνε.
Για το καθημερινό του πρόγραμμα: «Ξυπνάω 7:30 για να πάω την κόρη στο σχολείο και μετά πηγαίνω στο προπονητικό κέντρο για να κάνω αποκατάσταση. Γυρνάω στις 2 στο σπίτι και περιμένω την κόρη μου».
Για το αν πρόσεχε στην περίοδο του κορονοϊού: «Πρόσεχα αλλά από εκεί που δεν το περίμενα κόλλησα. Το πέρασα χαλαρά χωρίς κανένα σύμπτωμα».
Για την εμπειρία του στην Γερμανία: «δύσκολα ήταν, σκληρή προπόνηση. Είχαμε έναν δύσκολο προπονητή, τον Μάγκατ που έκανε σκληρή προπόνηση. Είχα φτάσει 67 κιλά».