Στο μυαλό των Ελλήνων φιλάθλων έχει αποτυπωθεί ως ο άνθρωπος που προχώρησε στο πιο μεγάλο ξέσπασμα κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου. Ήταν 11 Δεκεμβρίου του 2005, μετά από την ισοπαλία με τον Ηρακλή στο ΟΑΚΑ (2-2), όταν ο Αλμπέρτο Μαλεζάνι έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να ωρύεται στη μητρική του γλώσσα, με τα περίφημα πλέον «cazzo».
Από τότε έχουν αλλάξει πολλά για τον Ιταλό αλενατόρε, ο οποίος σε συνέντευξή του το περασμένο φθινόπωρο, είχε πει πως «η εικόνα μου χειροτέρεψε. Φτιάχνω κρασί και όλοι με αποκαλούν μεθύστακα ή επειδή είπα δύο-τρεις αθυρόστομες κουβέντες με αυθεντικό τρόπο, επειδή έτσι είμαι εγώ. Είναι ψέματα όλα αυτά, μάλιστα έχουν περάσει πολλοί μήνες που δεν έχω πιει ούτε ένα ποτήρι. Τα social media είναι χρήσιμα, αλλά θα πρέπει να τα προσέχεις».
Ο Μαλεζάνι πλέον δεν ασχολείται με την προπονητική, παρά το γεγονός ότι τον τρώει αυτό το… σαράκι. Πάντως, με την οινοποιία τα πηγαίνει αρκετά καλά, όπως αποδεικνύουν και οι επιδόσεις του στον τομέα αυτόν. Έτσι, και στη φετινή έκθεση ιταλικού κρασιού με τίτλο «Vinitaly» ο 65χρονος δεν μπορούσε να λείπει…
«Δεν φτύνω στο πιάτο όπου έχω φάει, αλλά σήμερα είμαι πιο ευτυχισμένος έτσι», τόνισε στους δημοσιογράφους ο Μαλεζάνι και αναφέρθηκε για ακόμη μια φορά στο γιατί εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο και ασχολήθηκε με τα κρασιά και την παραγωγή τους.
Όπως εξήγησε, το νέο του κεφάλαιο ξεκίνησε το 2000, πριν έρθει στην Ελλάδα, για να εξελιχθεί σταδιακά στην κύρια ασχολία του και στον αποκλειστικό τρόπο ζωής του. «Μπορείς να παράγεις κρασί σκεπτόμενος αποκλειστικά την επιχείρηση, ή να το κάνεις για να ζεις δίπλα στη γη και τη φύση. Εγώ το έκανα για τον δεύτερο λόγο και είμαι ευτυχισμένος», είπε ο πρώην προπονητής του Παναθηναϊκού στη La Repubblica. «Μου χαρίζει ποιότητα ζωής και μόλο που μου λείπει η προπονητική, είμαι πολύ καλύτερα τώρα», προσέθεσε.
Ο Μαλεζάνι προωθεί τη δική του ετικέτα κρασιών με την επωνυμία Giuva, που προκύπτει από τα ακρωνύμια των δύο κορών του, της Τζούλια και της Βαλεντίνα. Με την ετικέτα αυτή μπορεί κάποιος να βρει στο εμπόριο τις ποικιλίες Βαλπολιτσέλα (Valpolicella) και Αμαρόνε (Amarone).