Σε προ τριετίας έρευνα, το ποσοστό όσων ήθελαν να διατηρηθεί η πολιτική του «ΜΟΝΟ ΒΑΣΚΟΙ» και μάλιστα με κάθε τίμημα, έφτασε το τεράστιο 75%! Στο παράλληλο ερώτημα «εάν ήθελαν να έχει η ομάδα τρεις ξένους ή τρεις Ισπανούς», το ΟΧΙ έφτασε το 80%. Ολοι αυτοί δηλαδή δήλωσαν ουσιαστικά πρόθυμοι ακόμα και να δουν την ομάδα τους στη Segunda Division, αρκεί να μην χάσει την μοναδικότητα της. Οι ίδιοι άλλωστε είναι που βδομάδα παρά βδομάδα τραγουδούν στον «Λάκκο των Λεόντων» το δικό τους: «Con cantera y afición, no hace falta importación» (σ.σ.: Με ακαδημίες και οπαδούς, δεν υπάρχει ανάγκη για εισαγωγή παικτών). Και ξαφνικά την Δευτέρα η Μπιλμπάο ανακοίνωσε την απόκτηση του Κριστιάν Γκανέα. Αρχικά ξενίζει το όνομα. Και πραγματικά παραθέτει σε αυτό που όλοι αντιλαμβάνονται. Πρόκειται για Ρουμάνο. Και πώς έγινε λοιπόν και κάποιος από την Μπιστρίτσα της Τρανσιλβανίας, κοντά στα μέρη του Κόμη Δράκουλα, να μπορεί να αγωνιστεί με τα Λιοντάρια; Αμέσως στα Social Media ξεκίνησε η μάχη. Κάποιοι υπερασπίζονται την… κανονικότητά του και οι άλλοι ότι αυτή η μεταγραφή παραβαίνει τους νόμους που διέπουν το club από τη μέρα της ίδρυσής του. Ας εξετάσουμε λοιπόν τι από τα δύο συμβαίνει κι εάν έπραξε σωστά η διοίκηση ή αντιτάχθηκε στους φυσικούς ποδοσφαιρικούς νόμους αυτού του ξεχωριστού συλλόγου… Αντιθέτως απ’ ότι ίσως πιστεύουν οι περισσότεροι, ουδέποτε δημιουργήθηκε καταστατικό που να ορίζει την απαγόρευση να αγωνίζονται εκεί παίκτες που ΔΕΝ είναι Βάσκοι. Πρόκειται ουσιαστικά για κάτι που άρχισε στο… μιλητό και συνεχίστηκε για να χτίσει μία μοναδική παράδοση. Ηταν μία απόφαση που ο θρύλος υποστηρίζει ότι την έλαβαν στο ιστορικό Café Garcia, στο ίδιο δηλαδή που είχαν μπει οι βάσεις για την ίδρυση του σωματείου. Σε κάθε περίοδο των αυτών χρόνων που ακολούθησαν εκείνη την απόφαση, τα δεδομένα άλλαζαν, αλλά η ιστορία αν και ελαφρώς παραλλαγμένη συνεχιζόταν. ΟΥΔΕΠΟΤΕ λοιπόν υπήρξε ΕΠΙΣΗΜΗ ΘΕΣΗ γραμμένη κάπου αν και από το 1912 που άρχισε η εν λόγω πολιτική των μόνο Βάσκων, η Αθλέτικ παραμένει πιστή στο να αγωνίζεται με ποδοσφαιριστές που προέρχονται μόνο από τη Euskal Herria. Ως Euskal Herria ή Βασκονία οι ντόπιοι ονομάζουν τις επτά ιστορικές βασκικές Επαρχίες (Ναβάρα, Αλάβα, Βιθκάγια, Γκιπούθκοα, Λαμπόρτ, Μπάχα Ναβάρα, Σόλα) νότια της οροσειράς των Πυρηναίων που αποτελεί το φυσικό σύνορο Ισπανίας και Γαλλίας. Ωστόσο, υπάρχουν και οι Επαρχίες «Ιπαράλδε» που βρίσκονται στα βόρεια της οροσειράς, σε γαλλικό έδαφος δηλαδή, τις οποίες οι Βάσκοι αναγνωρίζουν ως δικές τους και τις αποδέχονται (σ.σ.: από εκεί προήλθαν παλαιότερα ο Μπισάν Λιζαραζού και τώρα ο Εμερίκ Λαπόρτ). Αρχικά λοιπόν για το ποιος μπορεί να φορέσει την ιστορική φανέλα της είχε να κάνει με το… αίμα και την καθαρότητα της φυλής. Αυτό το τελευταίο δεν λογιζόταν με ρατσιστική έννοια, αλλά περισσότερο με το τοπικιστικό στοιχείο ενός πανάρχαιου λαού που ανέκαθεν πάλευε για την επιβίωσή του. Με το ποιος ήταν βέρος Βάσκος δηλαδή. Είχε να κάνει με την καταγωγή, τη γλώσσα, τις παραδόσεις. Αναζητούσαν ένα όχημα που θα έδειχνε το πόσο διαφέρουν από τους υπόλοιπους Ισπανούς, μιας και μεγάλη μερίδα του πληθυσμού τους ουδέποτε ασπάστηκε ηθελημένα την ενότητα. Στην αρχή μόνο από τις επαρχίες που αναφέραμε πιο πάνω, μπορούσαν να παίξουν ποδοσφαιριστές στην Αθλέτικ. Μάλιστα θα έπρεπε να είναι 100% Βάσκοι και οι δύο γονείς. Τότε, μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, αυτό ήταν μία χαρά, καθώς στην Ισπανία, πάνω από το 50% των παικτών είχαν βασκική καταγωγή, αφού στη δική τους περιοχή πρωτοξεκίνησε το ποδόσφαιρο. Ωστόσο, οι Βάσκοι υπολογίζονται ότι είναι μόνο 2,5-3 εκατ. παγκοσμίως. Κατά συνέπεια η διαθέσιμη βάση για ταλέντα είναι πολύ μικρή και σε ποδοσφαιρικό επίπεδο υπολογίζεται ότι αυτή τη στιγμή αποτελούν μόλις το 10% όσων παίζουν μπάλα επαγγελματικά στην Ισπανία. Αντιθέτως, ο νόμος «Μποσμάν» του 1996, επέτρεψε στους ανταγωνιστές να ενισχυθούν με όσους ξένους ήθελαν από την Ευρώπη κυρίως, αλλά και γενικότερα απ’ όλο τον κόσμο. Αυτό σήμαινε ότι η ομάδα έγινε σταδιακά λιγότερο ανταγωνιστική και έπρεπε να επαναπροσδιορίσει με κάποιο τρόπο το πλάνο και τις Αρχές που την διέπουν, ώστε να μπορέσει να σταθεί στο υψηλότερο επίπεδο της χώρας. Κάπως έτσι η «Λεθάμα» έχει αναγκαστικά διευρύνει τις πόρτες της λίγο παραπάνω, καθώς το «ΜΟΝΟ ΒΑΣΚΟΙ» μότο που συνοδεύει την πορεία της πρώτης ομάδας, δεν σημαίνει πλέον ότι ο παίκτης πρέπει να έχει γεννηθεί αποκλειστικά στην αυτόνομη κοινότητα που εδρεύει ο σύλλογος. Μπορεί να το κάνει και με παίκτες που έχουν γεννηθεί αλλού, αλλά έχουν «αναπτυχθεί» στην ομάδα. Δηλαδή που έχουν ενταχθεί από μικρές ηλικίες στην ακαδημία, σε βασκικές ή γειτονικές ομάδες και έχουν ακολουθήσει όλη την πορεία μέχρι την κορυφή. Η ιστορία του Ινιάκι Ουίλιαμς για παράδειγμα, που γεννήθηκε στο Μπιλμπάο από Λιβεριανούς μετανάστες, προκάλεσε αρκετή κουβέντα σχετικά με το «άνοιγμα» της φιλοσοφίας. Αυτό συμβαίνει καιρό και με Ισπανούς από κοινότητες που συνορεύουν με τη Χώρα των Βάσκων, όπως για παράδειγμα οι Ριοχάνος της Λα Ριόχα. Το σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να έχουν ενταχθεί πολύ νέοι στην ομάδα, για παράδειγμα 12 χρονών. Να πλάθονται δηλαδή στην ακαδημία της Αθλέτικ και να μπολιάζονται στην φιλοσοφία της. Ετσι συνέβη και στο παρελθόν με τους Γκαΐθκα Εθκέρο, Χοσέ Μάρι και άλλους Ριοχάνος. Δεν είναι Βάσκοι, αλλά μεγαλώνουν με τις αρχές της ομάδας και αυτό πλέον δεν είναι κατακριτέο. Υπάρχει ωστόσο μία περίπτωση, αυτή του Ενρίκ Σαμπορίτ, όπου οι προϋποθέσεις έγιναν τόσο ελαστικές που αντέδρασαν οι οπαδοί και που ουσιαστικά έρχεται να αιτιολογήσει κι αυτό που συμβαίνει τώρα με τον Γκανέα. Ο Σαμπορίτ είναι εν ενεργεία παίκτης της Αθλέτικ, αλλά είναι Καταλανός και βρέθηκε στην ακαδημία της ομάδας σε ηλικία 16 ετών, προερχόμενος από την Εσπανιόλ, καθώς οι γονείς του μετακόμισαν στο Μπιλμπάο. Ο Γκανέα αντίστοιχα βρέθηκε σε ένα κοντινό χωριά σε ηλικία οκτώ ετών. Μόνο που εκείνος ουδέποτε θήτευσε στην ακαδημία του club. Ο αριστερός μπακ που τώρα αποκτήθηκε από την Βιτορούλ Κοντσάντσα, πέρασε από εκείνες της Μπασουάρι, της Μπασκόνια, έπαιξε πιτσιρικάς σε μία μικρή ομάδα την Ιντάρτσου του Μπασουάρι και στα 18 του για ένα χρόνο στη Μαγιόρκα, για να φύγει από την Ισπανία. Κατά συνέπεια, εδώ το θέμα διαφέρει απ’ όλα τα υπόλοιπα και ανοίγει μία τεράστια συζήτηση. Ο Κριστιάν Γκανέα είναι ένας 25χρονος Ρουμάνος, γεννημένος στη Ρουμανία, που ουδέποτε πέρασε από τις ακαδημίες της Μπιλμπάο. Κάπως έτσι λοιπόν το ζήτημα βαραίνει και αναστατώνει τους οπαδούς της ομάδας. Επειδή εμείς μπορεί να λέμε από μακριά τα δικά μας για μία παραμυθένια ποδοσφαιρική ιστορία, αλλά εκείνοι είναι που το νιώθουν στην ιδιοσυγκρασία, στο αίμα τους. Αυτή η μεταγραφή τους διχάζει και το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Αξίζει στο βωμό της διατήρησης της ταυτότητας σου, πράγματι να πάψεις να είσαι ανταγωνιστικός σε αυτόν τον σκληρό –ποδοσφαιρικό- κόσμο; Το αγωνιστικό τίμημα μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από βαρύ. Μήπως όμως το τίμημα της απώλειας της -ποδοσφαιρικής- ψυχής θα είναι χειρότερο, ασήκωτο; Για δαύτους το δεύτερο θα ισοδυναμεί με ποδοσφαιρικό προπατορικό αμάρτημα. Και αυτό είναι κάτι που οι ίδιοι το γνωρίζουν από καρδιάς… Πηγή: gazzetta.gr