Η Χάνι Ταλτζίε γεννήθηκε σε έναν τόπο που κάνει το ποδόσφαιρο κάτι δυσκολότερο από ένα απλό παιχνίδι. Στα σοκάκια της Βηθλεέμ στη Δυτική Όχθη της Παλαιστίνης γνώρισε από μικρή τον πόνο, την καταπίεση, το μίσος. Η μπάλα όμως ήταν η διέξοδός της. Ο μοναδικός τρόπος να επανασυνδεθεί με τη χαμένη της παιδικότητα, να εκφραστεί, να δημιουργήσει. Σύντομα κατάλαβε πως είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτά. Η Παλαιστίνια, η οποία πλέον εργάζεται για τη FIFΑ, μεγάλωσε στη Δυτική Όχθη, ζώντας σε καθεστώς κατοχής και βλέποντας από μικρό παιδί σκηνές βίας. «Όταν ήμουν πολύ νέα, στην ηλικία των 7 ετών, αρχικά έβλεπα το ποδόσφαιρο ως χόμπι. Επέστρεφα από το σχολείο και έβλεπα τα παιδιά να παίζουν στο δρόμο, οπότε απλά έπαιζα μαζί τους. Όταν μεγαλώνεις σε εμπόλεμη ζώνη δεν υπάρχουν και πολλά παιχνίδια για να παίξεις. Οπότε δεν είχαμε άλλες ευκαιρίες. Για να νιώσω την παιδικότητα και να γεμίσω τον ελεύθερο χρόνο μου υπήρχε μόνο το ποδόσφαιρο, Έτσι ξεκίνησα με τα αγόρια, παίζοντας μαζί τους και το αγάπησα. Στην αρχή ήταν χόμπι λοιπόν, μέχρι τουλάχιστον να καταλάβω πιο μετά ότι είναι κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι. Έτσι ξεκίνησα να διοργανώνω τη γυναικεία ομάδα στη χώρα». Κατάλαβε, όταν ήταν στο Πανεπιστήμιο, πως θα ήταν καλύτερα να οργανώσουν ομάδες από το να παίζουν απλά στους δρόμους. Ήταν ένας τρόπος να παλέψουν ομαδικά κατά των προκαταλήψεων, να χτίσουν αυτοπεποίθηση και να στείλουν το μήνυμα της ισότητας και της αξιοπρέπειας. Ξεκίνησε με κοπέλες από τα Πανεπιστήμια και τα σχολεία. Πήρε δημοσιότητα και αυτό βοήθησε στο να πειστούν και οι γονείς. Τους έδωσε δύναμη να αντιμετωπίσουν τα πολλά εμπόδια, τους πολύωρους ελέγχους, τις καθυστερήσεις, την αποστολή μελών της ομάδας πίσω στη χώρα τους επειδή ήταν Παλαιστίνιοι, τις χαμένες πτήσεις λόγω των προβλημάτων με τα διαβατήρια. Το καθεστώς της Δυτικής Όχθης και η βία των Ισραηλινών αρχών δεν ήταν τα μοναδικά εμπόδια, αφού σε μια κοινωνία με πολλά στερεότυπα οι γυναίκες που παίζουν ποδόσφαιρο δεν ήταν και η πιο εύκολη εικόνα. «Υπήρχαν πολλές προκλήσεις είναι η αλήθεια. Όχι μόνο τα πολιτικά εμπόδια. Μεγαλώσαμε σε μια εμπόλεμη ζώνη που έκανε την κατάσταση πολύ δύσκολη. Με τείχη, σημεία ελέγχου, καταστροφή, θάνατο, απελπισία συνεχή. Όμως ήταν και τα κοινωνικά και πολιτιστικά εμπόδια. Οι γυναίκες στην πατριαρχική κοινωνία θεωρούνται κατώτερες και ότι πρέπει να παίρνουν λιγότερες ευκαιρίες. Με όλες αυτές τις προκλήσεις δεν ήταν εύκολο. Ως Παλαιστίνια, έπρεπε να ξεπεράσω το ότι ζω υπό κατοχή, ενώ υπήρχαν προκλήσεις λόγω του ότι ήμουν γυναίκα με αραβική καταγωγή που ζει σε ένα κόσμο με στερεότυπα, που θεωρούσε ότι το ποδόσφαιρο είναι για τους άνδρες. Σε εξαντλούν όλα αυτά. Πώς τα ξεπερνάς; Επειδή πιστεύεις ότι αυτές οι προκλήσεις μπορεί να γίνουν ευκαιρίες. Πιστεύεις ότι η ταυτότητά σου είναι το ποδόσφαιρο και μπορεί να σπάσει όλα τα εμπόδια και να φέρει ελπίδα. Σε εμένα, την κοινότητα, την οικογένειά μου, σε όλους. Αυτή η πίστη και η αποφασιστικότητα μας έκανε να ιδρύσουμε την πρώτη γυναικεία ομάδα στην Παλαιστίνη. Όταν ξεκινήσαμε υπήρχαν μόνο πέντε κοπέλες. Τώρα είναι εκατοντάδες, που παίζουν σε πολλά ποδοσφαιρικά κλαμπ για γυναίκες», λέει χαρακτηριστικά στο FourFourTwo του gazzetta.gr. Η ίδια ήταν παίκτρια στην πρώτη γυναικεία εθνική και το ότι φόρεσε το περιβραχιόνιο στο πρώτο ματς με την Ιορδανία το 2009, μπροστά σε 14.000 κόσμου, παραμένει το μεγάλο της παράσημο. Από τα τσιμέντα που έτρωγαν τα γόνατά τους μέχρι το σημείο αυτό υπήρξε μεγάλη απόσταση, όμως κάθε φορά που κλοτσούσαν μπάλα, τα ξεχνούσαν όλα. Το ποδόσφαιρο τους έδωσε τη δυνατότητα να ταξιδέψουν, να νιώθουν ότι ανήκουν κάπου. Και φυσικά αποτέλεσε το δικό τους μέσο αναγνώρισης. Τη δική τους ταυτότητα απέναντι σε εκείνους που δεν αναγνωρίζουν την χώρα τους. Η Χάνι ήταν και η πρώτη γυναίκα από τη Μέση Ανατολή που έκανε το βήμα για μεταπτυχιακή εκπαίδευση στους κόλπους της FIFA. Ένας σοβαρός τραυματισμός της έκοψε την ποδοσφαιρική καριέρα, όμως της δημιούργησε νέο κίνητρο. Να βγει, να μάθει περισσότερα και να επιστρέψει για να προσφέρει σε διαφορετικό επίπεδο στη χώρα της. «Οι σπουδές αυτές σίγουρα σε βοηθούν να ανοίξεις πολλές πόρτες. Χτίζεις δίκτυο και ανοίγει το μυαλό σου, γνωρίζεις τον υπόλοιπο κόσμο. Μου έδωσαν ευκαιρίες και τη δύναμη να δώσω περισσότερα πίσω στη χώρα μου», μας λέει χαρακτηριστικά. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της στην Ελλάδα επισκέφτηκε προσφυγικούς καταυλισμούς και έπαιξε μπάλα με τα παιδιά που έφτασαν στη χώρα μας αναζητώντας ένα διαφορετικό μέλλον. Η ίδια μεγάλωσε με πολλούς πρόσφυγες από πόλεις όπως η Χάιφα και το Τελ Αβίβ, που αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους και να μεταφερθούν στη Δυτική Όχθη. «Πιστεύω πως το ποδόσφαιρο είναι ένα πολύ δυνατό κοινωνικό εργαλείο, κυρίως για τους πρόσφυγες. Όταν αφήνουν τα σπίτια τους λόγω καταστροφών και εξτρεμισμού και ψάχνουν για μια καλύτερη ζωή, οι ευκαιρίες είναι περιορισμένες. Όταν όμως τους δίνεις την πλατφόρμα, το ποδόσφαιρο, πρώτα από όλα ξεχνούν για λόγιο ότι έχουν υποφέρει. Σκοράρουν, χτίζουν σχέσεις ομάδας, ασκούνται, περνούν καλά και ελπίζουν για ένα καλύτερο μέλλον. Σίγουρα δεν λύνουν τα προβλήματά τους, δεν θα κάνουν τη ζωή τους καλύτερη γιατί παραμένουν πρόσφυγες. Όμως ανοίγει το μυαλό τους και τους δίνoται η ευκαιρία να σκεφτούν θετικά. Να διοχετεύσουν την ενέργειά τους με σωστό τρόπο. Τους δίνει επίσης ευκαιρίες. Συνάντησα πρόσφυγες που μου είπαν ιστορίες για το πως το ποδόσφαιρο άλλαξε τη ζωή τους, αφού έπαιζαν και ήταν ενεργοί ποδοσφαιρικά στη χώρα τους και ως πρόσφυγες αυτό τους άνοιξε πόρτες. Βλέπεις ότι είναι κάτι τόσο δυνατό. Έκανα τη σύνδεση λοιπόν με την ιστορία μου. Ξεκίνησα από το τίποτα, ένα μικρό κορίτσι από μια φτωχή οικογένεια στους δρόμους της Βηθλεέμ. Δεν είχαμε χρήματα ούτε για παπούτσια, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Την πρώτη φορά που κλότσησα μπάλα, ήταν σαν να ήμουν στον Παράδεισο»…