Αθήνα, 18 Φεβρουαρίου 2023. Κινηματογράφος «Τριανόν». Λίγο πριν από την προγραμματισμένη πρεμιέρα (σ.σ: διοργάνωση από το περιοδικό «Humba) της ταινίας-ντοκιμαντέρ «Στην υπεράσπιση μίας πίστης» (A guardia di una fede), που διηγείται-σε 102’- την τριακονταετή ιστορία της Curva Nord (Βόρειας κερκίδας) της Αταλάντα, μέσα από την αφήγηση ενός από τους πιο εμβληματικούς ultras (φανατικών) της, Κλάουντιο «Μπότσια» Γκαλιμπέρτι (Claudio «Bocia» Galimberti).
Μια «αδυσώπητη ιστορία μιας επαναστατικής πραγματικότητας, αφιερωμένης σε έναν σκοπό: «την ελευθερία να είσαι ο κόκκος άμμου που μπλοκάρει το γρανάζι» (όπως αναφέρεται στο σχετικό εισαγωγικό σημείωμα).
Ο χώρος την είσοδο γεμάτος από κορίτσια και αγόρια, το ίδιο και το πεζοδρόμιο, ακόμα και μέρος της οδού Κοδριγκτώνος, δημιουργώντας Sold out, γνωστό από το πρωί, και οδηγώντας σε μία νέα προβολή (26/2), μετά το ταξίδι (19/2)στη Θεσσαλονίκη («Μακεδονικόν»).
Ανάμεσά τους και ο Ιταλός σκηνοθέτης της ταινίας Αντρέα Τζαμπέλι (Andrea Zambelli). Μιλάει, αλλά και παρατηρεί γύρω του, κρατώντας ένα μπουκάλι μπύρας στα χέρια του. Ήρεμος, χαρούμενος από την αποδοχή της μαζικής προσέλευσης, αποδέχθηκε ευχάριστα την συζήτηση με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, προτείνοντας να κάνουμε μόλις λίγα βήματα για βρεθούμε σε ένα πιο ήσυχο σημείο.
Αρχίζοντας να εξηγεί, γυρίζοντας στο παρελθόν, μιλώντας για το παρόν και το…μέλλον, τους Ultras, όσα συμβαίνουν στις εξέδρες αλλά-ίσως κυρίως- και μακριά από αυτές, το ποδόσφαιρο, τα ΜΜΕ, την κοινωνία.
Στην ταινία επέλεξε να «μιλήσει» μέσα από τα στόματα των utras, εξηγώντας τη σημαντικότητα του ποδοσφαίρου για τους ανθρώπους σε κάθε μικρή ή μεγάλη γειτονιά του πλανήτη. Με σημείο αναφοράς το δικό του Μπέργκαμο. Αυτή τη φορά τον λόγο παίρνει εκείνος.

«Προσπάθησα να διηγηθώ αυτό τον κόσμο»
Γιατί όμως η Αταλάντα και η δική της Curva Nord, γιατί όχι κάποια άλλη Curva των παραδοσιακά ισχυρών του ιταλικού ποδοσφαίρου;
«Γεννήθηκα (σ.σ: 1975) στο Μπέργκαμο, είμαι φίλαθλος της Αταλάντα. Για όσους μεγάλωσαν στο Μπέργκαμο, η Curva είναι ένα μέρος που αργά ή γρήγορα βρίσκεις τον εαυτό σου να συχνάζει και για πολλά παιδιά της γενιάς μου αντιπροσώπευε κάτι σαν μια ιεροτελεστία μετάβασης από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Προσπάθησα να διηγηθώ αυτόν τον κόσμο. Ένα ταξίδι στο χρόνο, από τις συγκρούσεις των χρόνων του ΄90s στην καταστολής, από τους χιλιάδες ανθρώπους που ταξιδεύουν στα εκτός έδρας παιχνίδια μέχρι την προσπάθεια μετατροπής του ποδοσφαίρου σε κάτι άλλο, σε μία παγκόσμια επιχείρηση και ένα τηλεοπτικό προϊόν. Το 2001 συγκέντρωσα το υλικό, το 2016 διαπίστωσα ότι ήταν τεράστιο. Δεν μπορούσα να το κρατήσω σε ένα συρτάρι. Θεώρησα ότι πρέπει να αποκαλυφτεί ως προβληματισμός για συζήτηση», θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Ήξεραν ότι δεν θα τους αλλοίωνα»
Ένα εγχείρημα δύσκολο σε ένα χώρο ιδιαίτερο, ίσως με αντιδράσεις που παραμονεύουν στη…γωνία.
«Πραγματικά δεν υπήρχαν αντιδράσεις. Γνώριζαν ότι δεν θα τους αλλοίωνα, δεν θα τους πρόδιδα, μου είχαν και μου έδειξαν εμπιστοσύνη. Τους άρεσε, γιατί έβλεπαν τις δικές τους ιστορίες, όπως ακριβώς ήταν, χωρίς επεμβάσεις, δίχως παραμόρφωση», εξηγεί.
Πρωταγωνιστής-αφηγητής ο Κλάουντιο «Μπότσια» (σ.σ: στη διάλεκτο του Μπέργκαμο σημαίνει παιδί, κάτι σαν μασκότ) Γκαλιμπέρτι.

«Γνωριστήκαμε το 1994, όταν ήμασταν και οι δύο στα 20 χρόνια μας. Μου άρεσε ο τρόπος του να είναι “ultra” αμέσως. Για αυτόν ήταν τρόπος ζωής, τρόπος εξέγερσης. Γενναιόδωρος και γενναίος, πάντα έτοιμος να βοηθήσει τους πιο αδύναμους. Πάντα απρόθυμος να σκύψει το κεφάλι του μπροστά στις μεγάλες δυνάμεις. Το 1998 άρχισα να τον κινηματογραφώ και δεν σταμάτησα ποτέ. Ακολούθησα όλα τα στάδια της ταραχώδους ζωής του. Παρακολουθώντας τον, βλέπεις τις αλλαγές στην υποκουλτούρα των ultras και στο ποδόσφαιρο, αλλά και την εξέλιξη της ιταλικής κοινωνίας και του κόσμου. Η ζωή του είναι μια ιστορία αντίστασης και ανθεκτικότητας. Μιλήσαμε και σήμερα, πριν από λίγα λεπτά, του είπα για το sold out. Εκείνος ζει τώρα στην Σινεγκάλια (σ.σ: περιοχή στην Ανκόνα), είναι…εξόριστος από το Μπέργκαμο», θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Ιταλός σκηνοθέτης, ο οποίος αποφοίτησε από το DAMS της Μπολόνια το 2001. Έχει εργαστεί σε ντοκιμαντέρ δημιουργίας από το 2000 και ως σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας. Από το 2001 έχει δουλέψει στην περιοχή του Μπέργκαμο με διάφορους σκηνοθέτες θεάτρου και με την Lab80Film, κάνοντας μια σειρά από ντοκιμαντέρ. Το 2008, το «Di madre in figlia» (από μητέρα σε κόρη) επιλέχθηκε για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο.
Ο Κλάουντιο «Μπότσια» Γκαλιμπέρτι, ιστορικός ηγέτης των ultras της Αταλάντα, μετά από δίκες, κατ΄οίκον περιορισμό, απαγορεύσεις και τελικά την ..εξορία από την αγαπημένη του πόλη, το Μπέργκαμο, σήμερα ζει έχοντας πάρει μία εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Πηδαλιούχος-ψαράς σε αλιευτικό σκάφος στην Αδριατική, επανεφηύρε τον εαυτό του, ανακαλύπτοντας ένα νέο πάθος πλέοντας με το σκάφος «Caligo Guercio».
«Το να διασχίζω την Αδριατική με έκανε συχνά να αναρωτιέμαι πού είχα καταλήξει, αλλά βρήκα μια απίστευτη γοητεία σε αυτή τη ζωή. Μου λείπει η Αταλάντα, φυσικά, αλλά αυτό ήταν μια πραγματική σανίδα σωτηρίας για μένα. Μου επέτρεψε να δουλέψω με πάθος και να βρω λίγη γαλήνη», εξήγησε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Il Resto del Carlino» (4/9/2024).

«Θέλουν τους φιλάθλους πελάτες στις συνδρομητικές πλατφόρμες»
Έτσι κι αλλιώς όλα αλλάζουν. Μαζί τους και το ποδόσφαιρο.
«Το ποδόσφαιρο είναι καθρέπτης της κοινωνίας. Στην Ιταλία λέμε: “αν δεν με βρεις στην εξέδρα, θα με βρεις μπροστά σου στο δρόμο” Καταλαβαίνετε, ίσως να είναι πιο ελεγχόμενα τα πράγματα σε μία κερκίδα σταδίου. Το ποδόσφαιρο είναι φαινόμενο, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό.
Εγώ μιλάω για τις υγιείς ενώσεις φιλάθλων, όχι εκείνες που διακινούνται ναρκωτικά, γίνονται βάσεις ακροδεξιών. Μιλάω για ανθρώπους που τους αρέσεις να βρίσκονται μαζί, για κάτι που τους ενώνει, τους αρέσεις, αγαπάνε. Λένε ότι το πρόβλημα είναι οι ultras για να καλύψουν το βασικό.
Περισσότεροι αγώνες, πιο πολλά τουρνουά για να δώσουν , όπως λένε μεγαλύτερα συμβόλαια. Πέντε εκατομμύρια ευρώ το χρόνο είναι πολλά χρήματα, πρέπει να τα βγάλεις, δικαιολογούν. Όλα για τα χρήματα. Αμερικάνοι επενδυτές αγοράζουν ομάδες στην Ιταλία, στην Ευρώπη, επενδυτικά ταμεία, κράτη.
Έδωσαν το Μουντιάλ (2034) στη Σαουδική Αραβία αγνοώντας, χωρίς να νοιάζονται τι συμβαίνει με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι τιμές των εισιτηρίων αυξάνονται, το λαϊκό παιχνίδι έχει γίνει μία παγκόσμια επιχείρηση. Θέλουν τους φιλάθλους πελάτες στις συνδρομητικές πλατφόρμες. Σπίτι με το τηλεκοντρόλ στο χέρι», θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αντρέα Τζαμπέλι.
Οι αλλαγές στο κίνημα των ultras
Αλλάζουν όμως και οι ultras.
«Σίγουρα το κίνημα των ultras την Ιταλία δεν έχει την ίδια ενέργεια με τα χρόνια του ’80, ’90, ΄00. Μία ισχυρή αντίσταση στην εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου. Είναι δεδομένο ότι και η Αταλάντα άλλαξε, άλλαξε με όλους αυτούς τους παίκτες. Άλλαξε ο λογαριασμός.
Γενικά θα πω ότι στα ΄90 υπήρχε μία περισσότερη ελευθερία. Στην εξέδρα της Αταλάντα παλιά υπήρχε η εικόνα του Τσε Γκεβάρα, τώρα είναι πιο απολιτίκ. Όλα αυτά τα σχεδόν 30 χρόνια που δείχνω, παρατηρείται μία δυναμική αντίστασης στην…εξέλιξη, αντίσταση στο ποδόσφαιρο παγκόσμια μπίζνα», τονίζει ο Ιταλός σκηνοθέτης, πριν αναφερθεί στα ερεθίσματα, στη διαδικασία, τις αιτίες και την οπτική της ταινίας.
«Ήθελα να εξισορροπήσω την εικόνα»
«Ξεκίνησα τα πρώτα πλάνα το 1993 με τα τελευταία είναι το 2020. Την εποχή της Covid-19. Μέρες που πλήγωσαν το Μπέργκαμο με τις εικόνες φρίκης. Θεώρησα ότι μία κουλτούρα όπως αυτή των ultras μέσα στο πέρασμα των χρόνων θα πρέπει να παράξει τη δική τους κουλτούρα, τους πρωταγωνιστές της.
Τα ΜΜΕ δίνουν την άσχημη εικόνα των ultras. Ήθελα να εξισορροπήσω την εικόνα, δείχνοντας ενέργειες και κινήσεις τους μακριά από το ποδόσφαιρο. Το 2016 ενδιαφέρθηκε να επενδύσει οικονομικά κάποιος παραγωγός, αλλά ήθελε να έχει τον τελευταίο λόγο στο…κόψιμο.
Το σημαντικό ήταν η απόλυτη ελευθερία, για το κάναμε μία ταινία αυτοπαραγωγής, επιλέγοντας να μην παιχθεί στο internet, youtube σε πλατφόρμες. Θέλαμε να παίξει εκτός Ιταλίας, στον κινηματογράφο. Το καταφέραμε με προβολές στην Γερμανία, στην Αυστρία και τώρα στην Ελλάδα», θα πει, πριν και οι δύο προχωρήσουμε στις θέσεις μας στην κατάμεστη αίθουσα. Τα φώτα έσβησαν, η ταινία ξεκίνησε…
Έτσι κι αλλιώς το ποδόσφαιρο, σε κάθε εκδοχή του, θα μας απασχολεί πάντα. Με κάθε τρόπο. Ίσως -και- επειδή ένας φιλόσοφος (Αλμπέρ Καμύ) έγραψε κάποτε ότι «όλα όσα γνωρίζω με βεβαιότητα για την ηθική και τις υποχρεώσεις τα οφείλω στο ποδόσφαιρο», ίσως γιατί ένας τραγουδιστής (Μπομπ Μάρλεϊ) είπε πως «το ποδόσφαιρο είναι ένα κομμάτι μου. Όταν παίζω μπάλα, ο κόσμος ξυπνά γύρω μου», είτε επειδή ένας συνθέτης (Ντμίτρι Σοστακόβιτς) το αποκάλεσε «το μπαλέτο των μαζών», ή ακόμα ένας επαναστάτης (Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα)…παραδέχθηκε ότι «δεν είναι ένα απλό παιχνίδι, είναι ένα όπλο της επανάστασης».