Το βράδυ της 10ης Μαρτίου 1957 ο Ανδρέας και η Μαρίτσα επέστρεφαν στο σπίτι τους, στην Τούμπα, μετά από επίσκεψη που είχαν κάνει σε φιλικό τους σπίτι. Ο Ανδρέας, ο οποίος εργαζόταν ως σοφέρ, είχε την επομένη προγραμματισμένο ταξίδι κι έπρεπε να ξυπνήσει από τα χαράματα.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Λίγα μέτρα πριν φτάσουν στο σπίτι τους αντιλήφθηκαν ότι έξω από τη μονοκατοικία της χήρας γειτόνισσάς τους γινόταν μεγάλη φασαρία. Ένας άνδρας φώναζε κι έβριζε, έξω από την πόρτα της, ζητώντας της να του ανοίξει για να περάσει εκεί τη νύχτα. Η νεαρή γυναίκα δεν άνοιγε και η φασαρία συνεχιζόταν.
Τότε ήταν που ο Ανδρέας πλησίασε και διαπίστωσε πως ο άνδρας που στεκόταν έξω από την πόρτα της γειτόνισσας του ήταν γνωστός στη γειτονιά για τις φασαρίες που έκανε όταν μεθούσε. Ο Ανδρέας τον παρακάλεσε ευγενικά να φύγει και ο 40χρονος Λευτέρης δεν έφερε αντίρρηση. «Εντάξει ρε Ανδρέα, είσαι καλό παιδί και θα κάνω ό,τι θέλεις» του είπε και απομακρύνθηκε μέσα στο σκοτάδι.
Ο Ανδρέας με τη γυναίκα του επέστρεψαν στο σπίτι τους έβαλαν τα δύο τους παιδιά για ύπνο και την ώρα που ήταν έτοιμοι να ξαπλώσουν και οι ίδιοι άκουσαν έξω από την πόρτα τους φασαρία. Δεν είχε περάσει παρά μόλις μισή ώρα από τη στιγμή που ο Λευτέρης είχε φύγει από τη γειτονιά τους αλλά, όπως όλα έδειχναν, επέστρεψε και πάλι με άγριες διαθέσεις.
Ο 40χρονος, αυτή τη φορά, καλούσε τον Ανδρέα να βγει από το σπίτι του για να του ζητήσει το λόγο που νωρίτερα τον είχε απομακρύνει από την πόρτα της νεαρής χήρας. «Αν είσαι άνδρας βρε, βγες έξω» έλεγε και ξανάλεγε.
Η Μαρίτσα άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και παρακάλεσε τον 40χρονο να φύγει εκείνος, όμως, συνέχισε να φωνάζει και άρχισε να τη βρίζει χυδαία. Οι φωνές του έφτασαν μέχρι την κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού κι ο Ανδρέας βγήκε στην είσοδο του σπιτιού του για να μιλήσει στον Λευτέρη αλλά δεν πρόλαβε να πει ούτε λέξη.
Ο 40χρονος έβγαλε από την τσέπη του ένα μαχαίρι και, χωρίς να πει δεύτερη κουβέντα, χτύπησε τον Ανδρέα στην κοιλιά. Ο Ανδρέας έπεσε αιμόφυρτος στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού του κι ο Λευτέρης απομακρύνθηκε τρέχοντας. Η Μαρίτσα, σοκαρισμένη, άρχισε να καλεί σε βοήθεια τους γείτονες.
Ο Ανδρέας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου λίγες ώρες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή. Το επόμενο πρωινό η αστυνομία εντόπισε τον 40χρονο Λευτέρη στο σπίτι της μητέρας του όπου κοιμόταν και τον συνέλαβε. Το μαχαίρι με το οποίο διέπραξε το φονικό το είχε κρύψει κάτω από το μαξιλάρι του.
Οι εφημερίδες της εποχής «βάφτισαν» τον 40χρονο κατηγορούμενο «τέρας της Τούμπας» και όταν, λίγους μήνες αργότερα, κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης δεν βρέθηκε ούτε ένας μάρτυρας για να τον υπερασπιστεί. Εκείνο το βράδυ, όπως κατέθεσε ένας γείτονας, τον άκουσαν να φωνάζει ότι «θα έτρωγε άνθρωπο». Πολλοί ήταν εκείνοι που είπαν πως ο κατηγορούμενος ήταν γνωστός στις αρχές καθώς είχε απασχολήσει στο παρελθόν με υποθέσεις κλοπών και ναρκωτικών.
Η νεαρή χήρα η οποία αποτέλεσε και την πέτρα του σκανδάλου, καταθέτοντας στο δικαστήριο, παραδέχτηκε πως στο παρελθόν είχε σχέση με τον κατηγορούμενο. Ωστόσο, υποστήριξε πως το τελευταίο διάστημα τον είχε χωρίσει γιατί ήταν ερωτευμένη με έναν άλλο άνδρα και για το λόγο αυτό δεν του άνοιξε την πόρτα για να μπει στο σπίτι της εκείνο το βράδυ.
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί πώς έγινε το κακό καθώς, όπως είπε, το μοιραίο βράδυ ήταν μεθυσμένος.
«Δεν θυμάμαι τίποτα. Τον άνθρωπο που σκότωσα, δεν τον ήξερα καλά-καλά. Τη βραδιά εκείνη πήγα στη φιλενάδα μου γιατί είχα συνηθίσει να πηγαίνω εκεί κάθε βράδυ» είπε ο 40χρονος και συμπλήρωσε: «Προηγουμένως είχα μαζί μου 100 δραχμές. Γύρισα στις ταβέρνες και τις χάλασα όλες. Γι’ αυτό δεν θυμάμαι τίποτα. Ούτε ότι είχα μαζί μου μαχαίρι θυμάμαι».
Εισαγγελέας: Ώστε ήσουν μεθυσμένος και γι’ αυτό δεν θυμάσαι;
Κατηγορούμενος: Μάλιστα.
Εισαγγελέας: Μεθούσες συχνά;
Κατηγορούμενος: Απ’ τον καιρό που πέθανε η γυναίκα μου.
Εισαγγελέας: Απ’ τον πόνο σου μεθούσες, για τον θάνατο της γυναίκας σου;
Κατηγορούμενος: Όχι τόσο γι’ αυτό, όσο γιατί μου άφησε ένα παιδί.
Εισαγγελέας: Τι ήθελες, να το πάρει η δυστυχισμένη μαζί της;
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο επικίνδυνο για την κοινωνία και ζήτησε να του επιβληθεί η εσχάτη των ποινών.
Τελικά, ο 40χρονος κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση χωρίς κανένα ελαφρυντικό και το δικαστήριο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.