Με νέο αίτημα για άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης επανέρχεται, μετά από πολύμηνη έρευνα, ο ανακριτής που χειρίζεται την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι που στοίχισε τη ζωή σε 102 ανθρώπους.
Ο αρμόδιος ανακριτής, Αθανάσιος Μαρνέρης στο έγγραφο, το οποίο αριθμεί 41 σελίδες, επαναφέρει το αίτημά του προς την εισαγγελία κατονομάζει περίπου 10 πρόσωπα, υψηλόβαθμα στελέχη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας διαπιστώνοντας πως «επέδειξαν πλήρη αδιαφορία» ενώ «ήταν αρμόδιοι εκ της θέσεως που κατείχαν ,να προβούν στις υπό κρίσιν ενέργειες».
Στο πολυσέλιδο αίτημα, το οποίο φέρονται να στηρίζουν δέκα πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι έχασαν στη φονική πυρκαγιά αγαπημένα τους πρόσωπα, ο δικαστικός λειτουργός καταγράφει πράξεις και παραλείψεις που θεωρεί ότι καταδεικνύουν την πλήρη αδιαφορία των συγκεκριμένων προσώπων με μοιραίο αποτέλεσμα. Ο ανακριτής εντοπίζει ποινικές ευθύνες σε συγκεκριμένα πρόσωπα τόσο στο θέμα της πρόληψης όσο και σε αυτά της κατάσβεσης της πυρκαγιά αλλά και της εκκένωσης της περιοχής και διάσωσης των πολιτών.
« Η θέση που κατείχαν τους καθιστούσαν γνώστες του κινδύνου στον οποίο εξέθεταν τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής , κίνδυνο που προφανώς αποδέχτηκαν , αφού ενώ είχαν τη δυνατότητα να πράξουν διαφορετικά, δεν έπραξαν. Δηλαδή αν και είχαν στη διάθεσή τους μέσα και χρόνο ,γνώριζαν φυσικά την επικινδυνότητα της κατάστασης και μάλιστα γνώριζαν την ιδιομορφία της περιοχής που καθιστούσε άμεσο τον κίνδυνο για ανθρώπινες ζωές , κωλυσιέργησαν σε σημείο που επέδειξαν εγκληματική αδιαφορία , που στοιχειοθετεί τουλάχιστον τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου , ο οποίος και αρκεί στην περίπτωση της κακουργηματικής μορφής της έκθεσης», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Μαρνέρης ενώ σε άλλο σημείο του εγγράφου του τονίζει πως «οι κατηγορούμενοι α) είχαν το ενδεχόμενο κινδύνου και της επίτασης του κινδύνου αυτού (γνωστικό στοιχείο) και β) με τη στάση που κράτησαν αποδέχτηκαν τον ως άνω κίνδυνο (βουλητικό στοιχείο) , ο οποίος και πραγματώθηκε τελικά επιφέροντας ως αποτέλεσμα το θάνατο 102 ατόμων και σωματικές βλάβες σε τουλάχιστον 21 άτομα, για το αποτέλεσμα δε αυτό υπήρχε μεγάλη πιθανότητα πρόβλεψης λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του κινδύνου και τις επαγγελματικές ιδιότητες των κατηγορουμένων».
Ωστόσο, ορισμένοι από τους κατηγορούμενους, όπως σημειώνει ο ανακριτής, «δεν μπορούσαν καν να βρεθούν όταν οι αρμόδιοι της ΕΛ.ΑΣ τους αναζητούσαν» άλλοι δεν πήγαν ποτέ στην περιοχή, παρότι τους είχε δοθεί σχετική εντολή, ενώ καταγράφονται και εκείνοι που έφυγαν αδικαιολόγητα από τον τόπο της πυρκαγιάς.
Ο δικαστικός λειτουργός επισημαίνει πως οι κατηγορούμενοι «με τις ιδιότητές τους μπορούσαν να προβλέψουν το βαρύτερο αποτέλεσμα που τελικά επήλθε αποδεχόμενοι αυτό, καθώς δεν αξιοποίησαν έγκαιρα τα διαθέσιμα μέσα» υπογραμμίζοντας παράλληλα πως από τα στοιχεία της έρευνας του για τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους «δεν προκύπτουν απλώς σοβαρές ενδείξεις για αμέλεια ως προς τα καθήκοντά τους , η οποία οδήγησε αιτιακά σε θανάτους και σωματικές βλάβες, αλλά σοβαρές ενδείξεις για ενδεχόμενο δόλο ως προς την πρόκληση του κινδύνου , ήτοι ενδεχόμενο δόλο για την τοποθέτηση των θυμάτων από ασφαλή σε μη ασφαλή θέση που τα κατέστησε αβοήθητα και μη δυνάμενα να διαφύγουν του κινδύνου καθώς και τον ενδεχόμενο δόλο για την άφεση των θυμάτων αβοήθητων».
Μάλιστα, βάζοντας στο «μικροσκόπιο» του την έκθεση του πραγματογνώμονα Δημ. Λιότσιου, μαρτυρικές καταθέσεις αλλά και απολογίες κατηγορουμένων, ο ανακριτής συμπεραίνει ότι έχει στην διάθεση του όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν πως τα επίμαχα πρόσωπα «δεν έστειλαν εναέρια και επίγεια μέσα, έφυγαν από τη θέση τους ή δεν πήγαν ποτέ σε αυτήν, δεν διέταξαν την απομάκρυνση/εκκένωση των πολιτών ή τη διάσωση αυτών, δεν κηρύχτηκε καν η υπό κρίση περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ υπήρχαν τα διαθέσιμα μέσα.» Όπως σημειώνει ο δικαστικός λειτουργός «Σαφώς και ως προς το αποτέλεσμα (τους θανάτους και την πρόκληση σωματικών βλαβών) οι ως άνω κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο, έστω κι ενδεχόμενο παρά μόνο αμέλεια. Ωστόσο, ως προς την κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία των παθόντων ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου, σαφώς οι κατηγορούμενοι είχαν ενδεχόμενο δόλο, καθώς δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι εκ της θέσης τους δεν αποδεχόντουσαν την επίταση του κινδύνου για τους πολίτες από την παντελή αδιαφορία που επέδειξαν έστω κι αν διατηρούσαν μία ατεκμηρίωτη ελπίδα, η οποία και πάλι οδηγεί σε στοιχειοθέτηση ενδεχόμενου δόλου».
Ο κ. Μαρνέρης, επίσης, επικαλείται στοιχεία που κρίνει ότι αποδεικνύουν «την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων προς συγκάλυψη των παραλείψεων και ενεργειών των αρμοδίων» μεταξύ των οποίων τα «ψευδή στοιχεία που αναγράφονται στο ημερολόγιο του αεροδρομίου της Πάχης για την απογείωση του CHINOOK» αλλά και το ημερολόγιο της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικού Σώματος που εμφανίζεται να έχει πλαστογραφηθεί σε ότι αφορά τις ρίψεις νερού που έγιναν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ανακριτής διαχωρίζει τους απλούς πυροσβέστες που μάχονταν με τη φωτιά και έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους από την ηγεσία της Πυροσβεστικής στην οποία αναγνωρίζει κίνητρο αλλά και προσδοκία για ευνοϊκή μεταχείριση στο μέλλον.