Μνήμες από τη φρίκη που έζησε η φοιτήτρια Ελένη Τοπαλούδη, η οποία βρήκε βασανιστικό θάνατο στη Ρόδο, θα αναβιώσουν ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας.
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
Δεκατέσσερις μήνες μετά το έγκλημα, που συγκλόνισε την κοινή γνώμη, οι γονείς της αδικοχαμένης Ελένης θα έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με τους δυο νεαρούς κατηγορούμενους για την δολοφονία της. Ζητούν ισόβια καταδίκη για τους νεαρούς που φέρονται να έκοψαν το νήμα της ζωής της κόρης τους αφού προηγουμένως την βασάνισαν και την βίασαν.
Οι δύο κατηγορούμενοι, ένας 19χρονος και ένας 21 ετών νεαρός με καταγωγή από τη Ρόδο, κάθονται στο εδώλιο αντιμέτωποι με τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία και του βιασμού της άτυχης φοιτήτριας. Στο παραπεμπτικό βούλευμα περιγράφονται με λεπτομέρειες οι μαρτυρικές στιγμές που έζησε, τις βραδινές ώρες της 27ης έως και τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Νοεμβρίου 2018, η Ελένη στα χέρια των κατηγορουμένων οι οποίοι αποφάσισαν να γράψουν τον επίλογο της φρίκης πετώντας τη βαριά τραυματισμένη στη θάλασσα όπου και κατέληξε. «Οι κατηγορούμενοι, αποδεχόμενοι πλήρως ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου και επιδιώκοντας να εξοντώσουν την παθούσα, κατάφεραν αλλεπάλληλα πλήγματα με γροθιές και σίδερο σιδερώματος στην κεφαλή αυτής, προκαλώντας της έντονη αιμορραγική διήθηση ενώ επιπλέον επιχείρησαν να τη θανατώσουν και διά στραγγαλισμού» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βούλευμα.
Το μοιραίο ραντεβού
Το μοιραίο ραντεβού για την Ελένη κλείστηκε εκείνο το βράδυ με τον 20χρονο ο οποίος μαζί με τον συγκατηγορούμενο του την οδήγησαν στο εξοχικό σπίτι του δεύτερου, στην περιοχή της Λίνδου. Κομβικής σημασίας θεωρούνται τα στοιχεία που προέκυψαν από την άρση του απορρήτου των κινητών τηλεφώνων των κατηγορουμένων, αλλά και το άνοιγμα των ηλεκτρονικών υπολογιστών καθώς ήρθαν να συμπληρώσουν το παζλ της συγκλονιστικής υπόθεσης.
Οι κατηγορούμενοι φέρονται ότι είχαν προαποφασίσει να βιάσουν την κοπέλα και οι αντιρρήσεις της δεν άλλαξαν τα σχέδια τους. Η Ελένη Τοπαλούδη αντιστάθηκε, αλλά οι δράστες τη βίασαν καταφέροντάς της παράλληλα γρονθοκοπήματα και απειλώντας τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα με μαχαίρι. Δεν τους προβλημάτισε ούτε το γεγονός ότι στον κάτω όροφο έμενε ο παππούς και η γιαγιά του 21χρονου. «…κι ενώ η παθούσα ήταν αβοήθητη, έρμαιο στις σεξουαλικές διαθέσεις τους, πέραν της εξώγαμης συνουσίας, εκμεταλλευόμενοι την εκμηδένιση της αντίστασής της, λόγω της σωματικής και ψυχικής εξάντλησής της, εξανάγκασαν αυτήν να ανεχθεί επιπλέον ασελγείς πράξεις. Στην προβαλλόμενη δε άρνηση της παθούσας να προβεί στην ασελγή πράξη, οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, σημειωτέον, είχαν έντονη ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες, γρονθοκόπησαν αυτή με δύναμη στο πρόσωπο, με συνέπεια εκείνη να ζαλιστεί και να χάσει στιγμιαία τις αισθήσεις της» περιγράφεται στο παραπεμπτικό βούλευμα.
Οι απειλές της Ελένης ότι θα τους καταγγείλει στις αρχές , σύμφωνα με την κατηγορία, τους οδήγησαν στην απόφαση να την σκοτώσουν «ώστε να αποκλείσουν κάθε πιθανότητα μελλοντικής σε βάρους τους καταγγελίας».
Η Ελένη έδωσε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή
Η νεαρή φοιτήτρια έδωσε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή. Τους παρακαλούσε να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο αλλά οι νεαροί είχαν άλλα σχέδια. Αφού επιχείρησαν να την στραγγαλίσουν «κι ενώ η παθούσα έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή, υπομένοντας τις συνεχιζόμενες προσπάθειες των κατηγορουμένων να της κόψουν το νήμα της ζωής, εκείνοι ευρισκόμενοι σε απολύτως ήρεμη ψυχική κατάσταση και παρά τις σχετικές έντονες παρακλήσεις της να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο, επέδειξαν εμμονή στον εγκληματικό τους σχεδιασμό και μετέφεραν αυτήν γυμνή (ακριβέστερα φορώντας μόνο το στηθόδεσμό της) στο ανωτέρω όχημα, με το οποίο την είχαν μεταφέρει αρχικά στην κατοικία της οικογένειας στους Πεύκους της Λίνδου, προκειμένου να ολοκληρώσουν το προαποφασισμένο από αυτούς κακούργημα της ανθρωποκτονίας».
Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει… Μετέφεραν την κοπέλα σε βραχώδη περιοχή στον όρμο “Φώκια” και την έριξαν από ύψος περίπου 10 μ. στη θάλασσα. Έτσι, «από την ενέργειά τους αυτή σε συνδυασμό με τις ήδη προκληθείσες στην παθούσα σωματικές βλάβες (κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, διάχυτη εγκεφαλική αιμορραγία και οίδημα που είχαν προκληθεί από τα χτυπήματα στο κεφάλι της), οι οποίες καθιστούσαν αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια της παθούσας να κινηθεί αποτελεσματικά ώστε να επιπλεύσει, επήλθε ο θάνατός της συνεπεία πνιγμού».
Η δίκη διεξάγεται, κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, στην Αθήνα καθώς έγινε δεκτό το αίτημα του αρμόδιου εισαγγελέα να αλλάξει η έδρα και από τη Ρόδο καθώς κρίθηκε πως «υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι διασάλευσης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, αν η υπόθεση δικαστεί στη Ρόδο».
Επιρρίπτουν την ευθύνη ο ένας στον άλλον
Οι δυο νεαροί στις απολογίες τους ενώπιον του ανακριτή αρνήθηκαν τις κατηγορίες ισχυριζόμενοι πως η ερωτική συνεύρεση με το άτυχο κορίτσι υπήρξε συναινετική και όχι προϊόν βίαιου εξαναγκασμού. Μάλιστα, επέρριψαν την ευθύνη ο ένας στον άλλον για την ανθρωποκτονία επιφυλάσσοντας ο καθένας για τον εαυτό του το ρόλο του απλού παρατηρητή «αδύναμου δήθεν να αντιδράσει στο βίαιο ξέσπασμα του συγκατηγορουμένου του». Στο παραπεμπτικό βούλευμα ανατρέπονται ένα προς ένα τα επιχειρήματα των κατηγορουμένων καθώς οι δικαστές υπογραμμίζουν πως από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η νεαρή φοιτήτρια δεν είχε πρόθεση να παραμείνει για πολύ ώρα στον ίδιο χώρο μαζί τους αλλά και ο φόβος που της προκάλεσε η συμπεριφορά τους εκείνη τη νύχτα.
Σύμφωνα με την κατηγορία, οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ των κατηγορουμένων έρχονται σε αντίθεση με το αποδεικτικό υλικό από το οποίο προκύπτει «απόλυτη σύμπραξη και σύμπνοια μεταξύ τους και δη τόσο κατά τον βιασμό όσο και κατά τη θανάτωση του θύματος». «Η διάρκεια του επίμαχου περιστατικού ήταν τέτοια που κάλλιστα θα μπορούσε όποιος εκ των δύο το επιθυμούσε (αν φυσικά το επιθυμούσε) να αντιδράσει στις ενέργειες του άλλου, να παράσχει βοήθεια στην παθούσα ή έστω να αποχωρήσει από τον τόπο του συμβάντος, αποδοκιμάζοντας έτσι εμπράκτως τη συμπεριφορά του άλλου» αναφέρουν οι δικαστές στο βούλευμα υπογραμμίζοντας πως «η ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες και η σωματική διάπλαση αμφοτέρων ήταν τέτοια που δεν δικαιολογεί την υποταγή του ενός στη βούληση του άλλου, αφού οιοσδήποτε εξ αυτών θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να προστατεύσει με τη σωματική του δύναμη την Ελένη Τοπαλούδη, εφόσον πράγματι το επιθυμούσε, εμποδίζοντας μέρος έστω εκ των πλειόνων επιθέσεων σε βάρος της, επιθέσεις οι οποίες έλαβαν μάλιστα χώρα με πλείονα μέσα πλήξης, τα οποία εναλλάσσονταν (χτυπήματα με τα χέρια, με σίδερο σιδερώματος κοκ) μέχρι και την τελική ρίψη της στη θάλασσα».
Η κίνηση των κατηγορουμένων να πετάξουν στη θάλασσα την άτυχη Ελένη, οι προσπάθειες τους να καλύψουν στη συνέχεια τα ίχνη του εγκλήματος τους αλλά και το γεγονός ότι δεν πήγαν στην αστυνομία να καταγγείλουν τις πράξεις τους αποτελούν αδιάσειστα στοιχεία ότι οι δυο κατηγορούμενοι λειτούργησαν μαζί, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα. Η πολύκροτη δίκη διεξάγεται, κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, στην Αθήνα καθώς έγινε δεκτό το αίτημα του αρμόδιου εισαγγελέα να αλλάξει η έδρα και να μεταφερθεί ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας καθώς κρίθηκε πως «υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι διασάλευσης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, αν η υπόθεση δικαστεί στη Ρόδο».