Την έκδοση του τσετσένου κρατούμενου στις φυλακές Κομοτηνής Χαμουτάεβ Ασλάν Λεμάεβιτς στη Ρωσία, τον οποίο εκζητεί για τρομοκρατία, αποφάσισε το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου.
Ειδικότερα, το τελευταίο δεκαήμερο του περασμένου Δεκεμβρίου η Γενική Εισαγγελία της Ρωσικής Ομοσπονδίας ζήτησε από το υπουργείο Δικαιοσύνης την έκδοση του Χαμουτάεβ Ασλάν Λεμάεβιτς στις δικαστικές αρχές της Ρωσίας.
Ο εκζητούμενος γεννήθηκε στο Λεβομπερέζνογιε της περιοχής Ναούρσκι της αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Τσετσενίας και Ινγκουσετίας. Σε βάρος του έχει εκδοθεί (10.5.2012) από το δικαστήριο Λεφόρτοβσκι της Μόσχας ένταλμα προσωρινής κράτησης. Το ένταλμα εκδόθηκε καθώς σε βάρος του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη. Η δίωξη ασκήθηκε καθώς τον Ιούλιο του 2010 ο Χαμουτάεβ Ασλάν Λεμάεβιτς εγκαταστάθηκε στη Δημοκρατία της Ινγκουσετίας με σκοπό – όπως αναφέρει η αρεοπαγίτικη απόφαση – να συμμετάσχει σε τρομοκρατικές επιχειρήσεις εναντίον των μονάδων των Ομοσπονδιακών δυνάμεων στην πλευρά των Παράνομων Ένοπλων Οργανώσεων (ΠΕΟ).
Σύμφωνα πάντα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, με δική του πρωτοβουλία ο Χαμουτάεβ Ασλάν Λεμάεβιτς έγινε μέλος της παράνομης ένοπλης οργάνωσης ΠΕΟ, η οποία ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2007 από τον Ομάροβ Ντόκα Χαμάτοβιτς.
Τον Σεπτέμβριο του 2010 διορίστηκε «αμίρ» της ομάδας η οποία πραγματοποιούσε τρομοκρατικές επιχειρήσεις κοντά στο χωριό ‘Αλι – Γιούρτ της Ναζράνοβσκι της Ινγκουσετίας και στην ευρύτερη περιοχή του χωριού Ντάττιχ της Σούνζενσκι.
Συγκεκριμένα, ήταν επικεφαλής ένοπλης ομάδας 17 ατόμων και χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Αμπντουλλά», ενώ ήταν επικεφαλής σε όλες τις μεγάλες τρομοκρατικές επιχειρήσεις εναντίον των Ομοσπονδιακών δυνάμεων της Ινγκουσετίας. Επίσης, έβρισκε τα όπλα και τα μέσα για τις τρομοκρατικές επιθέσεις και διάλεγε τους εκτελεστές του.
Ο Χαμουτάεβ Ασλάν Λεμάεβιτς, ως μέλος της επίμαχης οργάνωσης, διέπραξε το αδίκημα της ίδρυσης ένοπλης οργάνωσης, της παράνομης απόκτησης, φύλαξης και κατοχής όπλων και πυρομαχικών. Τα αδικήματα αυτά, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, προβλέπουν ποινές κάθειρξης επτά, πέντε και οκτώ ετών, αντίστοιχα.
Οι πράξεις όμως αυτές και κατά την ελληνική νομοθεσία είναι αξιόποινες και συνιστούν τα αδικήματα της τρομοκρατικής πράξης και της διακεκριμένης περίπτωσης οπλοχρησίας, με προβλεπόμενες ποινές κάθειρξης μέχρι 10 ετών.
Οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι για τις πράξεις που εκζητείται ο Χαμουτάεβ Ασλάν Λεμάεβιτς είναι επιτρεπτή η έκδοσή του σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση εκδόσεως (Ν. 4165/1961), τη διημερή Σύμβαση Δικαστικής Αρωγής Ελλάδος και της άλλοτε Ενώσεως Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 437).
Το γεγονός ότι ο εκζητούμενος έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας στο Βέλγιο και του έχει χορηγηθεί άδεια παραμονής, δηλαδή του αναγνωρίστηκε η ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα, δεν απαγορεύει την έκδοσή του από τη Σύμβαση της Γενεύης, αποφάνθηκαν οι αρεοπαγίτες.
Και αυτό γιατί δεν προέκυψε ότι η έκδοσή του αποβλέπει στη δίωξή του για πολιτικές πεποιθήσεις (πολιτικά φρονήματα) ή την καταγωγή του (Τσετσένος), ή ότι απειλείται η ζωή, ή η ελευθερία του λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, ή λόγω της καταγωγής του.
Ο ίδιος ο Χαμουτάεβ Ασλάν Λεμάεβιτς υποστηρίζει ότι η δίωξη του είναι προσχηματική και στην πραγματικότητα διώκεται για τα πολιτικά του φρονήματα και κυρίως λόγω της καταγωγής του (Τσετσένος) και ότι θα υποστεί βασανισμούς εξαιτίας ακριβώς αυτών των πεποιθήσεών του, ενώ θα διωχθεί από τις ρωσικές αρχές για πράξη διαφορετική από εκείνες για τις οποίες ζητείται η έκδοσή του.
Όμως, οι δικαστές αναφέρουν ότι αντίθετα προέκυψε ότι η έκδοσή του ζητείται για να δικαστεί για αξιόποινες πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου και δεν είναι προσχηματική, δηλαδή δεν υποβλήθηκε με σκοπό να διωχτεί για τα πολιτικά του φρονήματα ή την καταγωγή του.