«Έπρεπε να δώσουμε τεχνογνωσία στο “Αθήνα 2004” ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό έπρεπε να γίνει μέχρι τον Αύγουστο του 2002 και η συμφωνία για τη παραγγελία του τηλεπικοινωνιακού υλικού υπεγράφη τον Ιούλιο. Ήταν πολύ λίγος ο χρόνος. Γι’ αυτό και η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν ζήτησε ανταγωνιστική προσφορά».
Με αυτά τα λόγια ο πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΟΤΕ Ελευθέριος Αντωνακόπουλος εξήγησε, καταθέτοντας στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων όπου εκδικάζεται η υπόθεση της Siemens, τους λόγους για τους οποίους υπεγράφησαν και εκτελούντο οι συμβάσεις για την ψηφιοποίηση του δικτύου.
Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας, ο οποίος βρέθηκε στο «τιμόνι» του ΟΤΕ από το Μάρτιο 2002 έως τον Μάιο 2004, η Siemens επελέγη καθώς «υπάρχει το ζήτημα της συμβατότητας των συστημάτων. Δεν είμαι τεχνικός, αλλά τότε οι αρμόδιες υπηρεσίες μου το είχαν εξηγήσει. Το 95% του δικτύου ήταν Siemens και Ιντρακόμ» (…) «Εάν ο ΟΤΕ ήθελε να έχει καλή εταιρεία, έπρεπε να παρέχει καλές υπηρεσίες και να έχει καλούς προμηθευτές».
«Μέχρι το 2007 δεν υπήρχε κανένας θόρυβος γύρω από τη Siemens και τον ΟΤΕ. Η συμφωνία πήγαινε καλά. Το 2007, άνοιξε το “κουτί της Πανδώρας”. Ένιωσα θλίψη όταν άκουσα ότι υπήρχαν “μαύρα ταμεία” και δόθηκαν μίζες» είπε στους δικαστές ο κ. Αντωνακόπουλος και όταν κλήθηκε να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα αν ζημιώθηκε ο ΟΤΕ τόνισε:
«Αν υποθέσουμε ότι δόθηκαν τα ποσά και αν είχαν συμπεριληφθεί ( σ.σ. οι μίζες) στην τιμή μπορεί να πει κανείς υποθετικά ότι υπέστη ζημία ο ΟΤΕ. Λέω υποθετικά γιατί πρέπει να εξεταστούν διάφορες πτυχές και θα πρέπει να αποδειχθεί και η δωροδοκία». Την ίδια ώρα ο μάρτυρας συμπλήρωσε πως «ωφελήθηκε ο ΟΤΕ από την υπογραφή της σύμβασης με τη Siemens, ενώ ωφελήθηκε και το κράτος γιατί με την αύξηση των εσόδων έπαιρνε καλύτερα μερίσματα από τις μετοχές».