Μια «άγνωστη» απόπειρα αυτοκτονίας της Ανθής, το 2012 και τις υποψίες του για σχέσεις με πρώην σύντροφό της με τον οποίο φέρεται να ανέπτυξε διαδικτυακή και τηλεφωνική συνομιλία, επικαλείται ο 40χρονος συζυγοκτόνος Τάσος Τ. στην απολογία που έδωσε στον ανακριτή Κοζάνης το περασμένο Σάββατο. Με αυτό τον τρόπο επιχειρεί να δώσει ελαφρυντικά στην αποτρόπαια πράξη του, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά πως η σύζυγός του επισκεπτόταν ψυχολόγο, πιθανόν εξαιτίας επιλόχειας κατάθλιψης, και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή χωρίς να αποδίδει «ίχνος» ευθύνης στον εαυτό του για την ψυχολογική αστάθεια της συζύγου του, την οποία επικαλείται.
Όπως γράφει ο Ελεύθερος Τύπος, ο συζυγοκτόνος ισχυρίζεται στην απολογία του πως από το 2008, με τη γέννηση του πρώτου παιδιού τους και πιο έντονα μετά τη γέννηση των διδύμων το 2010, άλλαξε η συμπεριφορά της συζύγου του. «Αρχισε να γίνεται πιο απόμακρη, να κλείνεται στον εαυτό της και κάποιες φορές φαινόταν σαν να χάνεται στις σκέψεις της. Για το λόγο δε, αυτό με προτροπή μου επισκεπτόταν και ειδικό γιατρό (ψυχολόγο), ο οποίος της συνέστησε φαρμακευτική αγωγή. Η ως άνω κατάσταση συνεχιζόταν και στις συνομιλίες μας αλλά και στις συνεχείς ερωτήσεις μου τι την ενοχλούσε, στην αρχή δεν απάντησε, αλλά μετά μου ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί τη ζωή στο Βελβεντό, ότι δεν με ήθελε πλέον και ότι ήθελε να χωρίσουμε και να πάρει τα παιδιά μας μαζί της. Εγώ, παρ’ όλες τις προσπάθειές μου, δεν μπορούσα να κατανοήσω τη στάση της αυτή και άρχισα να αισθάνομαι ανήμπορος να τη συνεφέρω και να μπορέσω να διατηρήσω τη σχέση μας και την οικογένειά μας» ανέφερε στην απολογία του.
Στη συνέχεια της απολογίας του υποστηρίζει πως «τα προβλήματα της συζύγου κορυφώθηκαν όταν έκανε απόπειρα αυτοκτονίας το έτος 2012, οπότε συνειδητοποίησα ότι η κατάστασή της έχει φθάσει στο απροχώρητο. Παράλληλα με αυτή την αλλαγή στη συμπεριφορά της και την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε, διαπίστωσα ότι είχε το τελευταίο χρονικό διάστημα, που υπερέβαινε το έτος, με δική της πρωτοβουλία, συχνή συνομιλία, διαδικτυακή και τηλεφωνική, με έναν πρώην σύντροφό της. Οταν το ανακάλυψα, έχασα κυριολεκτικά τη γη κάτω από τα πόδια μου. Προσπάθησα όμως μέχρι την ύστατη στιγμή να τη συνεφέρω αλλά προφανώς δεν τα κατάφερα».
Για το βράδυ του πνιγμού της συζύγου του και τις προσπάθειές του να καλύψει το φρικτό έγκλημά του, ο 40χρονος λέει στην απολογία του: «Το Σάββατο 9/1/2016 το βράδυ όταν επέστρεψα από μία εκδήλωση, πέρασα πρώτα από το δωμάτιο των παιδιών μας και τα είδα ότι κοιμούνταν. Επειτα πήγα στο υπνοδωμάτιό μας όπου βρισκόταν η σύζυγός μου. Μου είπε με έντονο και αποφασιστικό ύφος ότι θέλει να φύγει και να πάρει και τα παιδιά μαζί της. Της είπα ότι ακόμη είμαι ερωτευμένος μαζί της και της ζήτησα για χάρη των παιδιών να προσπαθήσουμε δίδοντας μια ευκαιρία ακόμη στη σχέση μας. Αυτή ήταν ανένδοτη και έξαλλη. Αρχίσαμε να μαλώνουμε, στην αρχή λεκτικά». Στη συνέχεια περιγράφει πως ο καβγάς τους μετατράπηκε σε συμπλοκή που κατέληξε στο έγκλημα επειδή ήταν πιο δυνατός: «Οταν της ανέφερα, όμως, το γεγονός ότι γνώριζα τις συνομιλίες που είχε με τον πρώην της σύντροφο, εκείνη εκνευρίστηκε, φώναζε ακόμη περισσότερο και αρχίσαμε να χτυπάμε ο ένας τον άλλον. Το ερωτικό μου πάθος για τη σύζυγό μου, μαζί με την υπόνοια ότι μπορούσε να ποθεί άλλον άνδρα και ότι θα έπαιρνε μαζί της τα παιδιά μας, μου θόλωσαν το μυαλό. Επειδή είμαι δυνατότερος, πάνω στην πάλη κατάφερα να την πιάσω από το λαιμό με το ένα χέρι και με το άλλο της κρατούσα το στόμα, πιέζοντάς τη δυνατά. Δυστυχώς για όλους μας, δεν σταμάτησα έγκαιρα το στραγγαλισμό, με αποτέλεσμα να πέσει νεκρή. Εμεινα σχεδόν ακίνητος, για λίγα λεπτά δεν είχα συναίσθηση του τι έκανα. Ηταν πλέον αργά, είχα σκοτώσει τη σύζυγό μου».