Ένα «γουέστερν» διαδραματίζεται καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας. Οι παλαιές αστικές γειτονιές που κάποτε αποτελούσαν την καρδιά της πόλης και της ζωής της, σήμερα μοιάζουν σαν μια γάγγραινα στο σώμα της ίδιας της κοινωνίας.
Ένας μετανάστης που φοβάται να κυκλοφορήσει στο Κέντρο, μια γυναίκα-θύμα ληστείας μέσο στο ίδιο της το σπίτι, η αδερφή ενός δολοφονημένου καταστηματάρχη, και ένας «νοικοκυραίος» της Χρυσής Αυγής, μιλούν στην εφημερίδα «Το Βήμα», για όσα έγιναν αίτια συγκρούσεων σε κλίμα εμφυλίου.
Ο Γιάννης Βουλδής, ένα από τα παλαιότερα μέλη της Χρυσής Αυγής, τονίζει: «Το Κέντρο έχει γεμίσει με ανθρώπους που έχουν τη βία στο DNA τους καθώς προέρχονται από χώρες απολίτιστες. Οι περισσότεροι από αυτούς έφυγαν από τις χώρες τους γιατί τους κυνηγούσαν για εγκλήματα που είχαν κάνει εκεί ή γιατί άλλη φυλή από αυτήν στην οποία ανήκουν πήρε το πάνω χέρι».
Ο 51χρονος Μοχάμεντ Σαούντι ήρθε από την Αίγυπτο στην Ελλάδα πριν από πέντε χρόνια. Τον πρώτο χρόνο εργάστηκε ως ξυλουργός. Λίγα 24ώρα μετά τη δολοφονία του 44χρονου Μανώλη Καντάρη και τη βία κατά των μεταναστών που ακολούθησε, ο ίδιος αναφέρει: «Το Κέντρο της Αθήνας είναι μια περιοχή που αποφεύγω, ειδικά τις βραδινές ώρες. Ο δικός μου φόβος είναι διπλός: φοβάμαι και την εγκληματικότητα, και τους ΄΄αγανακτισμένους΄΄ που μόλις δουν μελαμψό αγριεύουν».
Η Ουρανία Κατσικέα έπεσε θύμα ληστείας μέσα στο σπίτι της στον Άγιο Παντελεήμονα, όταν δυο ληστές πιθανόν αφγανικής καταγωγής, εισέβαλαν διαδοχικά στο σπίτι της και αφού την κτύπησαν της άρπαξαν 300 ευρώ αλλά και κοσμήματα. Όπως αφηγείται η γυναίκα, προσπάθησε να του πει ότι δεν έχει πολύτιμα αντικείμενα στο σπίτι της, και εκείνος της φώναζε να του δώσει ο,τι είχε , γιατί η τύχη της ήταν προδιαγεγραμμένη και μόλις τελείωνε θα την σκότωνε.
Στις 29 Μαρτίου 2010 η Σουλτάνα Κλειτσάκη ενημερώθηκε ότι ο αδερφός της δολοφονήθηκε, την ώρα που εργαζόταν στο πρακτορείο Προ-Πο του στα Πατήσια.
«Τον πυροβόλησαν από πίσω, προτού τον ληστέψουν. Δεν υπήρχαν καν χρήματα στο ταμείο», διηγείται. «Σκεφτείτε ότι αυτός ήταν που ανησυχούσε για μένα, επειδή κρατούσα το μαγαζί τις βραδινές ώρες…» θυμάται και βουρκώνει. Όσο μίσος νιώθει για τους δράστες, εξίσου μεγάλη είναι και η απέχθειά της για το κράτος.
«Λίγο καιρό αργότερα οι δράστες συνελήφθησαν. Ήταν μια σπείρα νεαρών Αλβανών. Το παρανοϊκό είναι ότι κάποιοι εξ αυτών βγήκαν με άδεια στο διάστημα της προφυλάκισης τους, ξαναέκαναν εγκλήματα και συνελήφθησαν ξανά. Τι κράτος είναι αυτό;»