Την ενοχή του 36χρονου κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση πρότεινε η εισαγγελέας της έδρας στη δίκη για τη διπλή δολοφονία στη Μακρινίτσα Πηλίου τον Απρίλιο του 2021 με θύματα την 28χρονη εν διαστάσει σύζυγό του και τον 30χρονο αδερφό της.
Του ανταποκριτή μας από το larissanet στη Θεσσαλία
Η εισαγγελέας πρότεινε να απορριφθεί ο ισχυρισμός της υπεράσπισης του κατηγορουμένου για την εφαρμογή των άρθρων 34 και 36 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή του μειωμένου καταλογισμού και της διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης κατά τη στιγμή της δολοφονίας.
Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας με την κατάθεση του κατηγορουμένου, ο οποίος αναφέρθηκε αρχικά στα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε πριν από το αιματηρό περιστατικό, με τις «φωνές» που όπως ανέφερε άκουγε και την αίσθηση που είχε ότι τον παρακολουθούσαν. Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη σχέση του με τη σύζυγό του και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Παραδέχτηκε ότι τη χτύπησε μια φορά, όμως για το περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας που έγινε την 1η Απριλίου, τέσσερις μόλις μέρες πριν από τη δολοφονία, τόνισε πως δεν θυμάται τίποτα.
Για την επίμαχη μέρα της διπλής δολοφονίας ο 36χρονος κατέθεσε πως ήθελε να δει το παιδί του, το οποίο έμενε με τους παππούδες του και την εν διαστάσει σύζυγό του. Μόλις πήγε στο σπίτι και άκουσε τη λέξη για «ψυχίατρο» που ανέφερε η μητέρα της 28χρονης, τότε «θόλωσε», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
«Έσπασα το τζάμι και μπήκα μέσα», ανέφερε ο 36χρονος, ενώ για τη στιγμή της επίθεσης στην 28χρονη ανέφερε πως την «έσπρωξε» με τα χέρια του. Στη συνέχεια, κατέθεσε πως προσπάθησε να ανέβει στην καταπακτή που ήταν ο πεθερός του με το παιδί του και επειδή δεν μπόρεσε να μπει βγήκε στην αυλή.
Τότε, όπως κατέθεσε, αντίκρισε τον 30χρονο αδερφό της ο οποίος κρατούσε ένα ξύλο στο χέρι. «Τον έσπρωξα και αυτόν», κατέθεσε για την επίθεση σε βάρος του, η οποία έγινε επειδή όπως απάντησε στην πρόεδρο ένιωσε «ταραχή».
Να σημειωθεί πως στο σπίτι έμενε και η 86χρονη γιαγιά της οικογένειας. Μάλιστα, όταν η πρόεδρος ρώτησε τον κατηγορούμενο αν θα «έσπρωχνε» και εκείνη σε περίπτωση που την έβλεπε, ο τελευταίος απάντησε «μπορεί».
Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του για το επεισόδιο της 5ης Απριλίου, η πρόεδρος τον ρώτησε και για το μαχαίρι με το οποίο τραυμάτισε θανάσιμα τα δύο αδέρφια. Ο κατηγορούμενος, παρότι παραδέχτηκε ότι είχε φέρει μαζί του το μαχαίρι, για προστασία επειδή φοβόταν τον πεθερό του όπως είπε, δεν παραδέχτηκε ότι το κρατούσε τη στιγμή της επίθεσης.
Μετά την επίθεση είπε πως κάθισε σε ένα πεζούλι και στη συνέχεια έφυγε για το σπίτι της γιαγιάς του για να ακολουθήσει τελικά η σύλληψή του.
«Την αγαπούσατε τη γυναίκα σας;», ρώτησε η πρόεδρος.
«Ναι», απάντησε ο κατηγορούμενος
«Τη σκοτώσατε όμως».
«Δεν ήμουν ο εαυτός μου. Δεν ήξερα τι έκανα», ήταν κάποια από τα τελευταία λόγια του κατηγορουμένου πριν ολοκληρώσει την κατάθεσή του.
Ανέφερε επίσης πως ενδιαφέρεται για το παιδί του και επιδιώκει μέσω του δικηγόρου του να έχει επικοινωνία, είτε αυτός είτε η μητέρα του είτε η γιαγιά του.
«Δεν προκύπτουν στερεοί επιστημονικοί λόγοι»
Στην αγόρευσή της, η εισαγγελέας αρχικά εξήγησε τους νομικούς χαρακτηρισμούς για τους ενόρκους και στη συνέχεια αναφέρθηκε στα πραγματικά περιστατικά. Ανέφερε πως το 2018 το ζευγάρι απέκτησε ένα παιδί και στη συνέχεια παντρεύτηκαν. Το 2020 διέκοψαν τον γάμο τους και ο κατηγορούμενος θεωρούσε υπαίτιους για τα προβλήματα στη σχέση τους, τα πεθερικά του και τον αδερφό της.
Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 15 Ιανουαρίου του 2021, η εν διαστάσει πλέον σύζυγός του απευθύνθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Βόλου για την ακούσια νοσηλεία του και ακολούθησε μια σειρά εξετάσεων για τη διάγνωση της ψυχικής κατάστασης του κατηγορούμενου.
Ο κατηγορούμενος διαγνώστηκε όντως με μια ψυχική πάθηση και του συνταγογραφήθηκαν φάρμακα. Ωστόσο, επειδή δεν λάμβανε τη φαρμακευτική του αγωγή, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Βόλου στις 17 Μαρτίου πραγματοποίησε τη σχετική αίτηση για τη διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας του που ήταν προγραμματισμένη να γίνει μόλις λίγα 24ωρα πριν από τη διπλή δολοφονία στις 5 Απριλίου.
Η εισαγγελέας ανέφερε πως ο κατηγορούμενος είχε συναισθήματα θυμού και άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στην εν διαστάσει σύζυγό του, παρενοχλώντας τη στην εργασία της, ενώ της έστελνε και απειλητικά μηνύματα.
Ακολούθως, αναφέρθηκε στις ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες για τον κατηγορούμενο τόσο από τους ψυχιάτρους δικαστικούς πραγματογνώμονες όσο και από τον ψυχίατρο από την πλευρά της υποστηρίζουσας την κατηγορία. Όπως τόνισε, όλες οι πραγματογνωμοσύνες καταγράφουν το ψυχολογικό πρόβλημα του κατηγορουμένου, όμως καμία δεν αναφέρει ότι συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 34, δηλαδή του μειωμένου καταλογισμού.
«Δεν προκύπτουν στέρεοι επιστημονικοί λόγοι για τον μειωμένο καταλογισμό», ανέφερε η εισαγγελέας και επεσήμανε πως οι πραγματογνωμοσύνες συνεκτιμώνται και με τα άλλα πραγματικά περιστατικά τα οποία δείχνουν πως ο κατηγορούμενος ενήργησε με ψυχική ηρεμία.
Ανέφερε συγκεκριμένα τα χτυπήματα στα αδέρφια, το «καρτέρι θανάτου» που έστησε στον αδερφό της παθούσας και τον «αριστοτεχνικό» σχεδιασμό της διαφυγής του. Επεσήμανε παράλληλα και τις καταθέσεις των αστυνομικών που έκαναν λόγο για επαγγελματικό χειρισμό του οχήματός του κατά την καταδίωξή του.
Με βάση αυτά, η εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, όπως και πρωτοδίκως.
Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής και του συνηγόρου υπεράσπισης και αυτή τη στιγμή είναι σε εξέλιξη η διάσκεψη δικαστών και ενόρκων για την απόφαση περί ενοχής του κατηγορουμένου.