Στιγμές αγωνίας περνούν οι οικογένειες και οι φίλοι των τριών ανδρών από τα Μάλια που δέχτηκαν πυροβολισμούς στο Γκάζι τα ξημερώματα του Σαββάτου.
Οι τρεις άνδρες που βρέθηκαν στο στόχαστρο του ψυχρού «πιστολέρο», νοσηλεύονται στο νοσοκομείο Γεννηματάς.
Ο 34χρονος Δημήτρης, που χθες υποβλήθηκε σε χειρουργείο, παραμένει διασωληνωμένος στη ΜΕΘ σε κρίσιμη αλλά σταθερή κατάσταση.
Ο αδερφός του 34χρονου, Γιάννης και ο 28χρονος φίλος τους, Φραγκίσκος, νοσηλεύονται στην Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας του νοσοκομείου, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή τους.
Τα υπόλοιπα άτομα της πολυμελούς παρέας που ήταν και αυτόπτες μάρτυρες του ασύλληπτου σκηνικού, έχουν επιστρέψει στα Μάλια, με το μυαλό τους να βρίσκεται συνεχώς στους φίλους τους και ειδικά στον 34χρονο Δημήτρη και την «μάχη» που δίνει.
Μέλος της παρέας των Κρητικών περιέγραψε στο STAR τις στιγμές τρόμου, υποστηρίζοντας ότι ο δράστης ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει. “Όπως τους είδα και όπως άκουσα τον έναν να μιλάει, δεν ήταν Έλληνες. Εγώ πιστεύω ότι ήταν ή Αλβανοί ή Ρωσοπόντιοι, Γεωργιανοί. Κάτι τέτοιο μου φάνηκαν”, ανέφερε.
Και περιέγραψε: «Ήθελε να σκοτώσει. Δηλαδή, ούτε καν έπαιξε να τραυματίσει, να παίξει έστω στο πόδι. Πήγε στο κεφάλι κατευθείαν. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να ήταν εκεί. Είναι θαύμα που ζουν τα παιδιά. Εμείς διασκεδάζαμε όμορφα και ωραία. Εκεί στο συμβάν, μαζευόμασταν να φύγουμε, γιατί πετούσαμε το πρωί. Εκείνη τη στιγμή, το ένα από τα παιδιά είπε ένα “ε”, αλλά δεν ήταν προς το μέρος τους. Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή, περνούσαν αυτοί με το αυτοκίνητο και νόμιζαν ότι φώναξε σε αυτούς.
Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο. Πήγαινε προς τη μεριά αυτού του παιδιού. Τους είπε το παιδί “δεν αναφέρθηκα σε εσάς, όλα καλά”. Μετά πήγαν ο (…) με τον (…) πιο κοντά σε αυτούς. Εκεί, μετά, δεν ξέρω αν ειπώθηκε κάτι. Ο ένας από τους δύο χτύπησε τον (…) και μετά οι άλλοι δύο του επιτέθηκαν. Μετά, έβγαλε το πιστόλι κι άρχισε και πυροβολούσε.Το πρώτο πράγμα που έκανα με το που είδα τους άλλους κάτω, ήταν να δω την πινακίδα. Μετά αυτοί πήραν το αμάξι και εξαφανίστηκαν. Έστριψαν δεξιά και έφυγαν.
Αν κάναμε δύο βήματα ακόμα, μπορεί να πυροβολούσαν και εμάς. Και δεν ήμασταν μόνο εμείς. Ήταν και άλλος κόσμος που έφευγε. Τριάντα με σαράντα άτομα ήταν σίγουρα έξω».