Για 24 χρόνια και οκτώ μήνες ο φάκελος της δικογραφίας του παρέμενε στο αρχείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης με την ένδειξη «φυγόδικος».
Ο 48χρονος σήμερα οικοδόμος από την Αλβανία κατηγορείτο ότι στις αρχές του 1999 δολοφόνησε έναν 19χρονο ομοεθνή του, σε αγροτική περιοχή της Σίνδου. Αμέσως μετά το έγκλημα ο δράστης διέφυγε στην πατρίδα του και δεν κατέστη εφικτό να συλληφθεί από τις ελληνικές αστυνομικές αρχές. Ώσπου τον περασμένο Απρίλιο συνελήφθη με διεθνές ένταλμα στον Μαυροβούνιο που τον εξέδωσε στην χώρα μας.
Τρεις μήνες πριν από την παραγραφή του εγκλήματος, λόγω συμπλήρωσης 25ετίας, στάθηκε για πρώτη φορά ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης, ομολογώντας την πράξη του. Το Κακουργιοδικείο της Θεσσαλονίκης ομόφωνα τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και τον καταδίκασε σε 15ετή κάθειρξη- ποινή όμως την οποία φαίνεται πως έχει ήδη εκτίσει στις φυλακές της πατρίδας του.
Η υπόθεση που μοιάζει με σενάριο αστυνομικο-δικαστικού δράματος εκκινεί στις 31 Ιανουαρίου του 1999. Εκείνη την ημέρα, ο 24χρόνος τότε κατηγορούμενος, εργαζόμενος σε κτηνοτροφική μονάδα στη Σίνδο, δολοφονεί τον 19χρονο ομοεθνή του, εργάτη γης στην περιοχή, χτυπώντας τον με μαχαίρι στον πνεύμονα. Αφορμή φαίνεται πως στάθηκε ένας διαπληκτισμός που προηγήθηκε ένα 24ωρο νωρίτερα, για ασήμαντο – μάλλον – λόγο.
«Του κατάφερε μία μαχαιριά στον πνεύμονα με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει θανάσιμα», αναφέρεται στο διαβιβαστικό της Αστυνομίας προς την Εισαγγελία της Θεσσαλονίκης, έγγραφο δακτυλογραφημένο σε γραφομηχανή που χρησιμοποιούσε η ΕΛ.ΑΣ. την εποχή εκείνη και το οποίο βρίσκεται στη δικογραφία. Η ίδια δικογραφία περιλαμβάνει καταθέσεις ομοεθνών τους που εξετάστηκαν ως αυτόπτες μάρτυρες και ανέφεραν λίγο – πολύ το ίδιο πράγμα: «Καθόμασταν πέντε με έξι άτομα σε έναν στάβλο και συζητούσαμε. Κάποια στιγμή το θύμα έφυγε για να αγοράσει τσιγάρα και ο κατηγορούμενος τον ακολούθησε με το μοτοποδήλατό του. Ακούστηκαν φωνές και καυγάς. Βγήκαμε έξω και πλησιάσαμε να δούμε. Σε απόσταση 50 μέτρων τους είδαμε να παλεύουν. Πλησιάζοντας σε μικρότερη απόσταση είδαμε τον δράστη να κρατάει ένα μαχαίρι και να φεύγει με το μοτοποδήλατο. Το θύμα επέστρεψε στο στάβλο όπου όμως έπεσε στο έδαφος και ξεψύχησε λίγο αργότερα. Είχε προηγηθεί καβγάς μεταξύ τους, επειδή ο δράστης έβρισε την μητέρα του θύματος». Αμφισβητώντας τα πραγματικά περιστατικά, όχι όμως τον διαπληκτισμό που προηγήθηκε ούτε τη δολοφονία, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου θα υποστηρίξει χρόνια αργότερα πως όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στο περιεχόμενό τους, αφού οι εξεταζόμενοι συνδέονταν συγγενικά με τον θανόντα και μεταξύ αυτών ήταν ο αδελφός του.
Η διαφυγή, η σύλληψη και η καταδίκη από αλβανικό δικαστήριο
Μετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας ο 48χρονος κατηγορούμενος επιστρέφει στην Αλβανία, όπου συνεχίζει τη ζωή του αποκτώντας στο μεταξύ τέσσερα παιδιά. Η ζωή του φαίνεται να κυλάει ήρεμα, μέχρι που το 2013, η αδελφή του 19χρονου θύματος υποβάλει μήνυση εναντίον του στις αλβανικές αρχές για τον φόνο που είχε διαπράξει στην Ελλάδα. Ακολουθεί η σύλληψή και η παραπομπή του σε δίκη ενώπιον αλβανικού δικαστηρίου. Να σημειωθεί εδώ ότι η δικαιοσύνη της γειτονικής χώρας έχει δικαιοδοσία να κρίνει την υπόθεση, καθώς αυτή αφορά υπηκόους της, ακόμη κι αν το έγκλημα διαπράχθηκε σε άλλη χώρα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο 48χρονος καταδικάζεται από το Κακουργιοδικείο των Τιράνων σε πρόσκαιρη κάθειρξη 15 ετών, με το δικαστήριο να ορίζει πραγματικό χρόνο έκτισης κατ΄ ελάχιστον τα 10 χρόνια. Εκτίοντας τα 3/5 της ποινής στη φυλακή στα οποία συνυπολογίζονται ευεργετικά οι μέρες εργασίας («μεροκάματα»), ο δράστης αποφυλακίζεται το 2021.
Αγνοώντας ότι η παραπάνω απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο για την ελληνική δικαιοσύνη – καθώς η Αλβανία δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και συνεπώς η χώρα μας διατηρεί το δικαίωμα να τον κρίνει για το ίδιο έγκλημα, ο 48χρονος συλλαμβάνεται τον περασμένο Απρίλιο στο Μαυροβούνιο σε εκτέλεση του ελληνικού – διεθνούς – εντάλματος. Εκδίδεται στην χώρα μας όπου παραμένει υπό κράτηση μέχρι να διεξαχθεί η δίκη του. Το διακύβευμα για τον ίδιο είναι το ύψος της ποινής, διότι μία ενδεχόμενη καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη θα τον οδηγούσε πάλι στην φυλακή για την έκτιση του υπολειπόμενου χρόνου κράτησης, συνυπολογιζόμενου του χρόνου που εξέτισε στην Αλβανία για την εκεί ποινή.
Ανατρέχοντας πίσω στο μακρινό 1999, οι μάρτυρες που προσήλθαν στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, κλήθηκαν να καταθέσουν όσα γνωρίζουν για την υπόθεση. Μία διαδικασία που αποδείχθηκε δύσκολη, όπως φάνηκε από τις καταθέσεις τους. «Έχουν περάσει είκοσι τέσσερα χρόνια, δεν θυμάμαι ούτε γιατί ήρθα εδώ πέρα» ανέφερε ο 65χρονος ιδιοκτήτης του στάβλου όπου έγινε το φονικό. Το μόνο που ήταν σε θέση να ανακαλέσει στην μνήμη ήταν τα λόγια που του μετέφερε αυτόπτης μάρτυρας που μίλησε για «καρτέρι» επιβεβαιώνοντας τον «διαπληκτισμό θύτη και θύματος». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η κατάθεση αστυνομικού – συνταξιούχου πλέον – που συμμετείχε στις τότε έρευνες. «Δεν είμαι σε θέση να θυμηθώ κάτι μετά από τόσα χρόνια» είπε και κάλεσε το δικαστήριο να διαβάσει την κατάθεσή του. Το ίδιο συνέβη με τις καταθέσεις που είχαν δώσει οι αυτόπτες μάρτυρες, τις οποίες επιχείρησε να αντικρούσει ο κατηγορούμενος.
«Το θύμα ήταν αδελφικός μου φίλος, ζητώ συγνώμη»
Ανεβαίνοντας στο βήμα για να απολογηθεί, ο μικρόσωμος, γκριζομάλλης πλέον, 48χρονος, εξέθεσε την δική του οπτική για το φονικό επεισόδιο, υποστηρίζοντας ότι δέχθηκε πρώτα επίθεση με ξύλινο κοντάρι, τύπου ρόπαλο. «Το έχω κάνει και πρώτα απ’ όλα ζήτω συγνώμη από την οικογένεια του θύματος και το δικαστήριό σας. Ήρθα να δουλέψω στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή, δούλεψα για τρεις μήνες σε μια στάνη με πρόβατα. Τον Μπ. (θύμα) τον είχαν σαν αδελφό μου» είπε με δάκρυα στα μάτια και συνέχισε: «Το προηγούμενο βράδυ ο ξάδελφός του μάς κέρασε επειδή είχε αρραβωνιαστεί. Εκεί που πίναμε κάποιος του είπε ότι εγώ τον έβρισα. Εγώ δεν γνώριζα ότι το είχε μάθει. Την ημέρα του φόνου, πήγα να πιούμε καφέ όλη η παρέα στον στάβλο. Όταν πήγα ο Μπ. δεν μου μιλούσε, τον ρώτησα το λόγο αλλά δεν απάντησε. Είπε ότι θα πάει να πάρει τσιγάρα. Ανέβηκα στη μηχανή και ξεκίνησα να φύγω. Στα 50 μέτρα με χτύπησαν με ρόπαλο, ήταν νύχτα δεν είδα ποιοι ήταν. Έπεσα κάτω και για δέκα λεπτά ήμουν χωρίς τις αισθήσεις μου. Πίστευα ότι με χτύπησαν για να με κλέψουν. Όταν συνήλθα δέχθηκα νέα επίθεση. Δεν κατάλαβα σε ποιον επιτέθηκα. Το μαχαίρι το χρησιμοποιούσα στη δουλειά μου. Ήμουν αποφασισμένος να πάω στην Αστυνομία αλλά όταν έμαθα ότι τον δολοφόνησα φοβήθηκα και δεν πήγα. Ήταν καλό παιδί, δεν ήθελα να τον σκοτώσω».
Ένοχος χωρίς ελαφρυντικά, συνυπολογισμός της ποινής στην Αλβανία
Στο δικαστήριο δεν υπήρχε νομικός παραστάτης από την πλευρά του 19χρονου προς υποστήριξη της κατηγορίας, ούτε κάποιο συγγενικό του πρόσωπο, παρά μόνο η σύζυγος του κατηγορούμενου. Η υπεράσπισή του μίλησε για έγκλημα που τελέστηκε εν βρασμώ ψυχικής ορμής και υπέρβαση των ορίων της νόμιμης άμυνας, ισχυρισμοί που δεν έγιναν όμως δεκτοί από το δικαστήριο, όπως και το αίτημα να αναγνωριστούν στον εντολέα του ελαφρυντικά. Το δικαστήριο ομόφωνα (με ψήφους επτά – μηδέν) έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία με πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και του επέβαλε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης δεκαπέντε ετών, παρά την πρόταση της εισαγγελέως της έδρας να του επιβληθεί η μέγιστη των ποινών, δηλαδή αυτή της ισόβιας κάθειρξης.
Στο άκουσμα της ποινής ο καταδικασθείς ένιωσε ανακούφιση. Όπως εξήγησε ο δικηγόρος του, Θανάσης Αλεξόπουλος, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, λαμβάνοντας υπόψιν την ποινή που εξέτισε στην αλλοδαπή, η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης οδηγεί τον 48χρονο εκτός φυλακής. Προς αυτή την κατεύθυνση επικαλέστηκε το άρθρο 10 του Ποινικού Κώδικα που αφορά τον υπολογισμό των ποινών που εκτίθηκαν στην αλλοδαπή. «Η ποινή που εκτίθηκε ολικά ή μερικά στην αλλοδαπή, αν επακολουθήσει καταδίκη στην ημεδαπή για την ίδια πράξη, αφαιρείται από την ποινή που επέβαλαν τα ελληνικά δικαστήρια», αναφέρεται στο συγκεκριμένο άρθρο. Σε αυτές τις συνθήκες, σημειώνει ο κ. Αλεξόπουλος, «ο εντολέας μου πληροί τις προϋποθέσεις να υποβάλει αίτημα για υφ’ όρον απόλυση».
Προς το παρόν πάντως ο 48χρονος επέστρεψε στα κρατητήρια, με την ελπίδα ότι σύντομα θα βρεθεί σε καθεστώς ελευθερίας, αφήνοντας οριστικά πίσω το παρελθόν του.