Η καλλονή από τη Σουηδία που άφησε το στίγμα της στον βωβό κινηματογράφο έμελλε να περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και να γίνει αστέρι πρώτου μεγέθους.
Η Γκάρμπο σημάδεψε τόσο το βωβό σινεμά όσο και τον ομιλούντα κινηματογράφο με τις ιδιαίτερες ερμηνείες και το απαράμιλλο στιλ της.
Ο αισθησιασμός που απέπνεε και το μυστήριο που την περιέβαλε έκαναν τη 19χρονη σταρ να έχει στα πόδια της όλη την Αμερική και κατόπιν τον πλανήτη.
Κι όταν είδε τη λάμψη της να ξεθωριάζει, αποσύρθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα, καλύπτοντας τη ζωή της και πάλι με το περίφημο πέπλου μυστηρίου που είχε ήδη υφάνει για τη δημόσια περσόνα της.
Για μια σταρ τέτοιου μεγέθους, ο σκανδαλοθηρικός Τύπος δεν κατάφερε να ξετρυπώσει τίποτα ενδιαφέρον, αποτυγχάνοντας παταγωδώς να αποκαλύψει ποια ήταν πραγματικά η Γκρέτα Γκάρμπο, το κορυφαίο προπολεμικό κινηματογραφικό αστέρι…
Πρώτα χρόνια
Η Γκρέτα Γκάρμπο γεννιέται ως Greta Lovisa Gustafson στις 8 Σεπτεμβρίου 1905 στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Για τους γονείς της, Karl και Anna, που είχαν ήδη δύο παιδιά και πάλευαν να τα φέρουν βόλτα, ο ερχομός του τρίτου παιδιού δεν θεωρήθηκε ακριβώς ευλογία. Τα κακά οικονομικά της οικογένειας και η ανεργία που μάστιζε τον πατέρα, ανειδίκευτο εργάτη και σε κακή κατάσταση υγείας, έκαναν τη φαμίλια να στενάζει στη φτώχεια.
Σε ηλικία 13 ετών, η Γκρέτα εγκαταλείπει το σχολείο για να φροντίσει τον πατέρα της, ο οποίος ήταν πλέον πολύ άρρωστος: πέθανε δύο χρόνια αργότερα από νεφρική ανεπάρκεια. Η φτώχεια, οι κακουχίες και ο φόρος αίματος που πλήρωσε ο πατέρας της κάνουν το νεαρό κορίτσι να ορκιστεί πως θα τα καταφέρει καλύτερα στη ζωή, κουβαλώντας ωστόσο πάντα μαζί της τα δύσκολα παιδικά της χρόνια.
Πρώιμη κινηματογραφική καριέρα
Μετά τον θάνατο του πατέρα, ήταν ώρα να συνεισφέρει στην οικογένεια: η Γκρέτα βρίσκει δουλειά ως πωλήτρια σε πολυκατάστημα της Στοκχόλμης. Για να προωθήσει μάλιστα το πολυκατάστημα την ανδρική σειρά ρούχων του, αναγκάζει την Γκρέτα να πρωταγωνιστεί σε μια σειρά από σύντομα διαφημιστικά σποτάκια: το φυσικό ένστικτό της μπροστά από την κάμερα την κάνει σχετικά δημοφιλή και καταφέρνει πάντως να της εξασφαλίσει το πρώτο της ρολάκι στον κινηματογράφο: συμμετέχει στη βωβή κωμωδία του 1922 «Peter the Tramp» (1922).
Η ερμηνεία της και το πηγαίο ταλέντο που διέθετε της εξασφαλίζουν υποτροφία στην κορυφαία δραματική σχολή της Σουηδίας, το φημισμένο Royal Dramatic Theater. Η ίδια ωστόσο θα εγκαταλείψει τις σπουδές της μόλις έναν χρόνο αργότερα, όταν της πρόσφερε δουλειά ο Mauritz Stiller, ο κορυφαίος σκηνοθέτης της βωβής εποχής του σουηδικού σινεμά: θέλει τη νεαρή και άσημη ηθοποιό για πρωταγωνίστρια στη νέα του ταινία «The Legend of Gosta Berling» (1924)!
Η επιτυχία του φιλμ σε Σουηδία και Γερμανία καθιερώνει την Γκάρμπο ως ηθοποιό. Επιπλέον, μονιμοποιεί τη συνεργασία της με τον Stiller, που έμελλε να αλλάξει τόσο την καριέρα όσο και τη ζωή της. Ο Stiller αναλαμβάνει επιπροσθέτως την προγύμνασή της ως ηθοποιού, ενώ ο ίδιος την παρακινεί να αλλάξει το επίθετό της σε «Γκάρμπο».
Η επόμενη ταινία της Γκάρμπο, «Streets of Sorrow» (1925), στην οποία ενσαρκώνει μια ιερόδουλη, την κάνει κινηματογραφικό αστέρι στην Ευρώπη. Η ταινία τράβηξε επίσης την προσοχή του περίφημου χολιγουντιανού παραγωγού Louis Mayer της Metro-Goldwyn-Mayer (MGM), ο οποίος θέλησε να φέρει τον Stiller στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ο επιδεικτικός σκηνοθέτης δέχεται, μόνο όμως υπό τον όρο να φέρει και την Γκάρμπο στην Αμερική. Ο Mayer δέχεται απρόθυμα και υπογράφει συμβόλαιο για έναν χρόνο με την ευρωπαία σταρ…
Πρώιμη καριέρα στην Αμερική
Η 19χρονη Γκάρμπο φτάνει λοιπόν στον Νέο Κόσμο το 1925. Μαθημένη σε άλλα ήθη, δείχνει απρόθυμη να συνεργαστεί με τον Τύπο και να προβεί σε αποκαλύψεις για την προσωπική της ζωή, το μόνο πράγμα που λαχταρούσαν από κείνη οι σκανδαλοθηρικές φυλλάδες. Στην πρώτη της συνέντευξη μάλιστα σε αμερικανικό έδαφος απαντά απρόθυμα στον καταιγισμό ερωτήσεων από τους ρεπόρτερ: «Γεννήθηκα. Είχα μητέρα και πατέρα. Πήγα σχολείο. Τι σημασία έχει;».
Η πρώτη της αμερικανική ταινία, το «The Torrent» (1926), την αναπαριστά ως ισπανίδα χωρική που προσπαθεί απεγνωσμένα να γίνει αστέρι της όπερας.
Η προγραμματισμένη συνεργασία ωστόσο της Γκάρμπο με τον Stiller δεν πραγματοποιείται ποτέ στο Χόλιγουντ: ο Stiller δεν επιλέχθηκε ως σκηνοθέτης του «Torrent» και έπειτα από μια σειρά αψιμαχίες με τα στελέχη της MGM εγκατέλειψε το στούντιο για λογαριασμό της Paramount, όπου και εκεί βέβαια αντιμετώπισε προβλήματα με τους παραγωγούς. Το 1928 επέστρεψε αηδιασμένος στη Σουηδία και πέθανε έναν χρόνο αργότερα. Η τύχη της Γκάρμπο όμως έμελλε να αλλάξει.
Η ίδια αποδείχθηκε σταρ πρώτου μεγέθους! Οι επόμενες δύο ταινίες της, «The Temptress» (1926) και «Flesh and the Devil» (1926), έσπασαν τα ταμεία και την καθιέρωσαν τόσο στις ΗΠΑ όσο και τον κόσμο ολόκληρο. Η MGM έτριβε τα χέρια της, καθώς η Γκάρμπο είχε αποδειχτεί θησαυρός. Το στούντιο έφτασε μάλιστα να τη θεωρεί το μεγαλύτερο περιουσιακό του στοιχείο: οι 3 πρώτες ταινίες της ήταν υπεύθυνες για το 13% των κερδών της MGM κατά τη διάρκεια 1925-26!
Η Γκάρμπο βέβαια, με το μυαλό της συνεχώς στις παιδικές στερήσεις και τον οικονομικό μόχθο της οικογένειάς της, ήξερε ότι μπορούσε να πάρει περισσότερα: τσακώνεται με τον παραγωγό και απειλεί να επιστρέψει στη Σουηδία. Ως αποτέλεσμα των πιέσεών της, υπογράφει νέο συμβόλαιο-«μαμούθ» 270.000 δολαρίων ανά ταινία (ποσό ρεκόρ για την εποχή!), την ίδια ώρα που αποκτά τον -πρωτοφανή για το star system του καιρού- απόλυτο έλεγχο τόσο των ταινιών που θα πρωταγωνιστεί όσο και των ρόλων που θα ενσαρκώνει.
Η ίδια αποτελούσε βέβαια ένα νέο πρότυπο χολιγουντιανής σταρ: το πάθος, ο αισθησιασμός, το μυστήριο αλλά ακόμα και τα τρωτά της σημεία έβρισκαν πλατιά απήχηση όχι μόνο στο ανδρικό, αλλά και στο γυναικείο κοινό. Επιπρόσθετα, το μοναδικό στιλ της έμελλε να αλλάξει την πορεία της αμερικανικής μόδας, την ίδια ώρα που η απροθυμία της να δίνει συνεντεύξεις (έδωσε την τελευταία αμερικανική συνέντευξη το 1927) πυροδοτούσε ακόμη περισσότερο τη συλλογική υστερία και τη μανία του κόσμου να μάθει περισσότερα για τη μυστηριώδη αυτή σουηδή σταρ…
Καριέρα στον ήχο
Η έλευση του ήχου στον κινηματογράφο έφερε ένα τεράστιο δίλημμα στην MGM: την ώρα που ήταν ξεκάθαρο ποιο ήταν το μέλλον του σινεμά, τα μεγαλοστελέχη δίσταζαν ιδιαίτερα να αφήσουν το κοινό να ακούσει τη φωνή της Γκάρμπο: ανησυχούσαν ότι η μαγεία της θα έφθινε αν ο κόσμος άκουγε την προφορά και τη χαμηλή και τραχιά χροιά της φωνής της.
Η MGM ενέδωσε τελικά το 1930 και η Γκάρμπο έκανε το ηχητικό της ντεμπούτο στο σινεμά με την κινηματογραφική προσαρμογή του θεατρικού του Ευγένιου Ο’Νιλ «Anna Christie». Παρά τις ανησυχίες του στούντιο, το αστέρι της Γκάρμπο δεν έδυσε!
Το 1931, η Γκάρμπο συνεργάζεται με τον Κλαρκ Γκέιμπλ στο «Susan Lenox: Her Fall and Rise» και την επόμενη χρονιά πρωταγωνιστεί στο πλευρό του Melvyn Douglas στο «As You Desire Me».
Το 1932 περιλαμβάνεται στο all-star καστ του περίφημου «Grand Hotel», που κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, και το 1933 έρχεται ο πιο φιλόδοξος ρόλος της καριέρας της, ενσαρκώνοντας τη μυθιστορηματική βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας («Queen Christina»). Πολυάριθμα ακόμα φιλμ ευτύχησαν να έχουν τη μεθυστική Γκάρμπο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με αξιοσημείωτα τα «Anna Karenina» (1935), «Camille» (1936) και «Conquest» (1937).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 εντούτοις η μαγεία που ασκούσε στο κοινό φάνηκε να φθίνει, με τα εισιτήρια να μην είναι πια ανάλογα της φήμης της. Και με τις ΗΠΑ βουτηγμένες στη Μεγάλη Ύφεση του ’30, ο κοσμοπολίτικος αέρας της Γκάρμπο δεν ταίριαζε πλέον με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Όσο για την Ευρώπη, μια ήπειρο που γνώριζε επίσης εκπληκτική δόξα η Γκάρμπο, βάδιζε ολοταχώς για πόλεμο.
Σε μια τελευταία προσπάθεια να επανεφεύρει την καλλιτεχνική της περσόνα, η Γκάρμπο εμφανίζεται σε δυο κωμωδίες, τη «Ninotchka» (1939) και το «Two Faced Woman» (1941), καμιά ωστόσο δεν σημείωσε την πορεία που είχε συνηθίσει η σταρ το πάντα απαιτητικό χολιγουντιανό στούντιο. Έπειτα λοιπόν από μία ακόμα διαμάχη με τους παραγωγούς της MGM, η Γκάρμπο αποσύρεται μια για πάντα από την ηθοποιία…
Κατοπινά χρόνια
Μακριά από την αίγλη του Χόλιγουντ, η Γκάρμπο αποσύρθηκε σε έναν κόσμο που λίγοι είχαν το προνόμιο να έχουν πρόσβαση. Η σταρ, που μέτρησε πολυάριθμα φλογερά ειδύλλια με άντρες και τουλάχιστον ένα με γυναίκα, δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε και απέκτησε παιδιά.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος του Χόλιγουντ περιόδευε στη χώρα για τις ανάγκες της πολεμικής προπαγάνδας, η Γκάρμπο παρέμεινε σιωπηλή, γεγονός που θα την έβαζε στο στόχαστρο της κριτικής. Για τον υπόλοιπο μισό αιώνα της ζωής της, η Γκρέτα Γκάρμπο θα αποδεικνυόταν ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο.
Με τη συμβουλή φίλου, επένδυσε την περιουσία της σε γη και έργα τέχνης, καταλήγοντας στον θάνατό της να μετρά προσωπική περιουσία μεγαλύτερη από 55 εκατομμύρια δολάρια. Η ίδια θα εγκατέλειπε αργότερα την Καλιφόρνια για χάρη της Νέας Υόρκης, αποτραβηγμένη πάντα από κάθε δημόσια εκδήλωση. Οι σπάνιες εμφανίσεις της χαιρετιόνταν μάλιστα από τον σκανδαλοθηρικό Τύπο σαν θεάσεις εξωγήινων!
Οι άνθρωποι που μπορούσαν να την προσεγγίσουν στην τελευταία αυτή περίοδο της ζωής της ήταν κυριολεκτικά μετρημένοι. Ο στενός της κύκλος περιλάμβανε τον βρετανό φωτογράφο Cecil Beaton και τον επίσης Σουηδό Edgar Bergen.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Γκάρμπο εμφάνισε νεφρική ανεπάρκεια, κατάσταση που την ανάγκασε να κόψει τις βόλτες που απολάμβανε στην πόλη, αποκόπτοντάς τη ακόμα περισσότερο από τον έξω κόσμο. Η σπουδαία ηθοποιός πέθανε στις 15 Απριλίου 1990 σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr