Ως η ενσάρκωση του σοβαρού και μετρημένου παιδιού που κάθε οικογένεια θα ονειρευόταν για γαμπρό της, ο Βουλγαρίδης εμφανίστηκε σαν κομήτης στη δεκαετία του 1960 ως ένας από τους πιο πολλά υποσχόμενους ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου. Με το χαρακτηριστικό ευγενικό παρουσιαστικό και την αισθαντική φωνή του, οι έλληνες δημιουργοί είχαν βρει τον ευαίσθητο και ευάλωτο νεαρό για να δώσει υπόσταση στα κοινωνικά δράματα της εποχής. Ως το όμορφο και σεμνό παιδί της διπλανής πόρτας, ο Βουλγαρίδης πρόλαβε με τα 10 φιλμ του να μείνει στην κινηματογραφική ιστορία του τόπου μας ως μια από τις πλέον γνώριμες και οικείες μορφές του ασπρόμαυρου πανιού. Τον θυμόμαστε όλοι στον «Νόμο 4000», το «Δόλωμα», τον «Εγωισμό» και τον «Κατήφορο» ως τον τρυφερό νεαρό να πάει κόντρα στο κύμα των έξαλλων νιάτων. Όχι βέβαια πως ο ίδιος έμεινε εκεί, στην αναγκαστική τυποποίηση του ελληνικού σινεμά δηλαδή, καθώς την επόμενη δεκαετία θα παρουσιάσει το αξέχαστο τηλεοπτικό «Λούνα Παρκ», μια θέση που κράτησε από το 1974-1980 ζώντας μια δεύτερη τηλεοπτική ζωή. Παρά την αξιόλογη όμως πορεία του στο σανίδι και το πανί, ο συνεσταλμένος κινηματογραφικά Βουλγαρίδης δεν συνέχισε με την ίδια δυναμική στα κατοπινά χρόνια. Κι αυτό γιατί εκείνος δεν το θέλησε. Τελικά αποτραβήχτηκε από τη showbiz ζώντας πια μακριά από τα φώτα των προβολέων που τόσο τον είχαν αγαπήσει. Κι αν για 15 χρόνια προκαλούσε σαματά με την παρουσία του ως ένας από τους μεγάλους σταρ του καιρού του, τα χρόνια πέρασαν, ο κινηματογράφος πήρε την κάτω βόλτα και όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει τουλάχιστον άδοξα για τον ίδιο. Ή νομοτελειακά, όπως πιθανότατα πήρε ο ίδιος το τέλος της καριέρας του. Όταν τον ρώτησαν πολύ παλιότερα πώς είχε βιώσει το τέλος της καριέρας του, εκείνος αποκρίθηκε: «Είναι η ζωή του ηθοποιού πάνω σε μια ρόδα που συνεχώς κυλάει και που θες δεν θες τη νιώθεις. Μια πάνω, μια κάτω». Μόνο που τελικά καμιά συννεφιά δεν τον απογοήτευσε, παίρνοντας τη ζωή όπως ερχόταν…
Πρώτα χρόνια
Ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης γεννιέται στις 4 Αυγούστου 1942 στην Αθήνα. Για τα παιδικά του χρόνια ή την οικογενειακή του κατάσταση δεν είναι και πολλά γνωστά, κι έτσι τον ξαναβρίσκουμε νεαρότατο το 1960 να παίρνει μέρος στην αισθηματική κωμωδία «Νύχτες στο Μιραμάρε» του Ορέστη Λάσκου…
Καριέρα σαν κομήτης
Το ντεμπούτο του ήταν κάτι παραπάνω από δυναμικό κι έτσι την επόμενη χρονιά θα τον ανακαλύψει ο Γιάννης Δαλιανίδης κάνοντάς τον αμέσως πρωταγωνιστή! Αναφερόμαστε στο αλησμόνητο κοινωνικό δράμα της Φίνος Φιλμ «Ο Κατήφορος» (1961), που θα κάνει αμέσως αστέρια πρώτου μεγέθους τόσο τον Κούρκουλο, τον Βουτσά και τον Βουλγαρίδη όσο και τη Ζωή Λάσκαρη. Ήταν εξάλλου η μεγαλύτερη κινηματογραφική επιτυχία της χρονιάς. Ο ίδιος ο Βουλγαρίδης θυμόταν από τα γυρίσματα: «Μπαίνω για πρώτη φορά σε πλατό και αντιμετωπίζω τους εκατοντάδες προβολείς και τα τόσα άτομα του συνεργείου. Δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Ο Γιάννης Δαλιανίδης με αγκάλιασε και μου έβγαλε όλα τα ‘‘κρατήματα’’. Αυτό ήταν ένα από τα πολλά χαρίσματά του». Με τον αέρα του πρωταγωνιστή, του καλοσυνάτου ερωτοχτυπημένου νεαρού Πέτρου, ο Βουλγαρίδης συνεχίζει την προσωπική επιτυχία στην αξέχαστη δραματική ταινία «Νόμος 4000» (1962) του Δαλιανίδη. Ο επιμελής μαθητής που ενσαρκώνει (Γιώργος Αναγνώστου), ερωτευμένος με την κόρη του αυστηρού καθηγητή, και πάλι τη Ζωή Λάσκαρη, εκτινάσσει στα ύψη τη δημοτικότητά του και τον καθιερώνει στις συνειδήσεις του κοινού ως το καλό παιδί της διπλανής πόρτας.
Ο Βουλγαρίδης ανακαλούσε σε παλιότερη συνέντευξή του για την ταινία: «Θυμάμαι ότι τις παραμονές του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μας ‘‘έκοψαν’’ γιατί είχαμε την τολμηρή -για τότε- σκηνή της γκαρσονιέρας με τη Λάσκαρη». Με τις δυο αυτές τρομακτικές επιτυχίες στην πλάτη του, την ίδια χρονιά θα πάρει μέρος στο ανεπανάληπτο «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1962), πάλι του Δαλιανίδη, ενσαρκώνοντας έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο γι’ αυτόν. Για την ερμηνεία του στο φιλμ, ο ίδιος θυμόταν πως «δεν ήξερα να οδηγώ και μοιάζω ‘‘σπαστικός’’ στο τιμόνι». Οι προσωπικοί θρίαμβοι συνεχίστηκαν το 1964 με δύο ακόμα ταινίες, τόσο το αισθηματικό δράμα «Εγωισμός» του Δαλιανίδη, πλάι ξανά στη Ζωή Λάσκαρη, όσο και με το περιβόητο «Δόλωμα» του Σακελλάριου, όπου μετατρέπεται σε παιχνιδάκι της Αλίκης Βουγιουκλάκη πριν ερωτευτούν παράφορα.
Το «Δόλωμα» ήταν η δεύτερη εμπορικότερη ταινία της χρονιάς (από τα 93 φιλμ του 1964!), με περισσότερα από μισό εκατομμύριο εισιτήρια στο ενεργητικό της, κάνοντας τον Βουλγαρίδη έναν από τους μεγάλους αστέρες του πανιού. Εκείνος θυμάται για την ταινία: «Το μόνο που μπορώ να πω με όλη μου την καρδιά είναι η εκπληκτική -και απρόβλεπτη σε σχέση με τα όσα γράφονταν τότε- συνεργασία μου με την Αλίκη Βουγιουκλάκη». Το 1966 θα πρωταγωνιστήσει σε άλλο ένα φιλμ, το μελόδραμα του Κώστα Λυχναρά «Κλεμμένη Αγάπη», δίπλα στην Κατερίνα Βασιλάκου, όπου ερμηνεύει τον στρατιώτη Μιχάλη που αφήνει γυναίκα και παιδί για τον Πόλεμο της Κορέας. Τρία χρόνια αργότερα θα έρθει το «Νυφοπάζαρο» (1969), η κοινωνική περιπέτεια του Κώστα Ασημακόπουλου, που θα φέρει στο ίδιο καράβι τον Αλεξανδράκη, τον Φέρτη και τον Βουλγαρίδη να ονειρεύονται τις γυναίκες της ζωής τους. Η τελευταία του ταινία θα έρθει νωρίς-νωρίς, το «Ταγκό 2001» (1973) του Κώστα Καραγιάννη, όπου ενσαρκώνει έναν κόντρα ρόλο, ένα πλουσιόπαιδο με σεξουαλική ανικανότητα που μετατρέπεται σε θύμα στα χέρια αετονύχηδων. Ταυτοχρόνως, έχει ήδη διαγράψει μια αξιόλογη πορεία και στο θέατρο, συνεργαζόμενος με πολλούς θιάσους και ιερά τέρατα του σανιδιού. Η τελευταία του δουλειά στο θέατρο θα έρθει επίσης το 1972, στην παράσταση «Καμπαρέ», όταν και θα ανακαλύψει ένα νέο μέσο για τη μετέπειτα πορεία του, την τηλεόραση. Μέχρι τότε είχε δέκα ταινίες (12 τις θυμάται ο ίδιος) και δεκάδες παραστάσεις στο ενεργητικό του, όταν και όλα αυτά θα έπαιρναν τέλος. Τέλος γιατί έτσι το θέλησε ο ίδιος, μην έχοντας καμιά όρεξη να κάνει εκπτώσεις στην τέχνη που τόσο σεμνά υπηρετούσε. Ας ακούσουμε τον ίδιο πως τα θυμόταν το 1974: «Όσο ήμουν μικρός δεν υπήρξαν συννεφιές. Πολλές ταινίες, μεγάλοι, ωραίοι ρόλοι. Με τον καιρό όμως μπήκα στο κύκλωμα συνειδητά και τότε έμαθα τι πάει να πει αγώνας. Γιατί όσο κι αν πλασάρουν οι παραγωγοί τον σταρ, αν το κοινό δεν τον δεχτεί πάει χαμένος. Εγώ πήγα στην επιθεώρηση τον καιρό που δεν ήξερα να πάρω τα πόδια μου. Ώρες ατέλειωτες έπαιρνα μαθήματα χορού. Ώρες ατέλειωτες μαθήματα ορθοφωνίας και τραγουδιού. Αγάπησα την επιθεώρηση γιατί την έψαξα πολύ και γιατί τη σεβάστηκα. Ανεβάσαμε πριν δύο χρόνια το ‘‘Καμπαρέ’’, μια θαυμάσια μουσικοχορευτική παράσταση. Όταν αυτή κατέβηκε και τη διαδέχτηκε μια αμφιβόλου ποιότητας και γούστου επιθεώρηση, δεν δίστασα να αποσυρθώ. Δεν δίστασα να μείνω άνεργος … Είναι πιο τίμιο να πάω να δουλέψω στα μπουζούκια από το να βγω στη σκηνή και να πω ασυναρτησίες, ανοησίες. Να κοροϊδέψω τον κόσμο». Ο Βουλγαρίδης ωστόσο δεν θα χανόταν, καθώς την ίδια χρονιά θα πάρει μέρος στο δημοφιλές σίριαλ της ΥΕΝΕΔ «Στησιχόρου 73», όπου ενσάρκωνε τον Κρίτωνα στα 52 επεισόδια των δύο κύκλων. Μια δεύτερη τηλεοπτική καριέρα θα ξαναζούσε στο ανεπανάληπτο «Λούνα Παρκ», όπου πήρε μέρος από το 1974-1980 κρατώντας τον ρόλο του παρουσιαστή της εκπομπής. Αρχικά τη θέση είχε ο Τέρενς Κουίκ, ο οποίος έδωσε σύντομα τα σκήπτρα της παρουσίασης στον ιδιαιτέρως αγαπητό Βουλγαρίδη. Μόνο το 1980 θα αποχωρούσε εκείνος από το «Λούνα Παρκ», στέφοντας παρουσιάστρια την Ισμήνη Καλέση (1980-1981).
Η τελευταία του τηλεοπτική συμμετοχή θα έρθει χρόνια αργότερα, στη «Λάμψη» του Φώσκολου (1991). Πλέον όμως είχε αποσυρθεί ολότελα από το θέαμα και ζούσε μια ήρεμη ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Παραμένοντας και νιώθοντας πάντα ηθοποιός, καθώς όπως είχε γίνει λίγο παλιότερα γνωστό είναι ένας από τους ελάχιστους που συνεχίζουν να πληρώνουν ανελλιπώς τις εισφορές τους στο Ταμείο Αλληλοβοήθειας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, παρά την επιλογή του να αποτραβηχτεί από σανίδι και πλατό. Όταν τον ρώτησαν αν παρακολουθεί τις αξέχαστες κινηματογραφικές του επιτυχίες όταν παίζονται στην τηλεόραση, εκείνος απάντησε χωρίς υπεκφυγές: «Όχι. Εξακριβώνω μόνο αν όντως παίζονται»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr