«Οι πάστορες λένε πως διδάσκουν την αγαθοεργία. Αυτό είναι φυσικό, ζουν με δωρεές! Όλοι οι επαίτες διδάσκουν ότι ο υπόλοιπος κόσμος πρέπει να τους δίνει πράγματα», συνήθιζε να κηρύττει καυστικά ο φλογερός αγνωστικιστής των ΗΠΑ, ο γνωστότερος ίσως Αμερικανός που αγνοεί πια όλος ο υπόλοιπος πλανήτης. Είναι σαφές πως οι ιστορικοί δεν του χαρίστηκαν και τον απάλειψαν από τις αναφορές τους, καθώς ο Ίνγκερσολ προκαλούσε πολύ τα χρηστά ήθη της εποχής του ως άλλη αλογόμυγα που ήθελε να ξυπνήσει την κοινωνία από τον μακάριο λήθαργό της. Ο πιο δραστήριος άθεος του 19ου αιώνα σε ολόκληρη τη Δύση και αναμφίβολα ο μεγαλύτερος πολιτικός ομιλητής του καιρού έκανε πολλά και διάφορα στη ζωή του, τα τεράστια ακροατήριά του φαινόταν ωστόσο να επιλέγουν τη θρησκευτική δυσπιστία του ως το χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του που έβρισκαν ακαταμάχητο. Άλλοι τον έλεγαν βλάσφημο και άλλοι άπιστο, ενώ υπήρχαν και κάποιοι που τον αποκαλούσαν «Μεγάλο Αγνωστικιστή» και κρέμονταν από τα χείλη του. Εκείνος πάλι πολέμησε με τις δυνάμεις των Βορείων στον Εμφύλιο Πόλεμο των ΗΠΑ, μετατράπηκε σε δικηγόρο των ισχυρών αλλά και του απλού κόσμου, κατέληξε συνειδητοποιημένος Ρεπουμπλικανός και ρήτορας φυσικά, με κάθε διάλεξή του να του εξασφαλίζει χρυσές απολαβές. Και ήταν βέβαια, σύμφωνα με όλες τις πηγές, ένας ιδιαιτέρως καλός άνθρωπος. Κι όλα αυτά τα έκανε χωρίς να πιστέψει ποτέ στον Θεό, κάτι που στην εποχή του μόνο συνηθισμένο δεν ήταν. Όπως δεν ήταν και η άτεγκτη κριτική που εκτόξευε κατά της οργανωμένης θρησκείας αλλά και κάθε μορφής πίστης: «Ο γυμνός αγριάνθρωπος που λατρεύει έναν ξύλινο θεό είναι το θρησκευτικό ανάλογο του τηβεννοφόρου παπά που γονατίζει μπροστά στο είδωλο της Παρθένου. Ο φτωχός Αφρικανός που κουβαλάει ρίζες και φλοιούς για να προστατευτεί από κακά πνεύματα είναι στο ίδιο διανοητικό επίπεδο με εκείνον που ραίνει το σώμα του με ‘‘αγιασμό’’», έλεγε δημοσίως και γινόταν κακός χαμός. Στον Ίνγκερσολ πιστώνεται σήμερα η εγκαθίδρυση της δυτικής κριτικής απέναντι στη θρησκεία αλλά και η κοινωνική επικράτηση του επιστημονικού ρασιοναλισμού σε εποχές που κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου δεδομένο. Πνευματώδης και ιδιαιτέρως ικανός ρήτορας, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να αποκαλύψει τη θρησκευτική προκατάληψη και να κάνει την κοινωνία του προοδευτικότερη. Πολυμαθής και διανοούμενος, υπερασπίστηκε σθεναρά την ελευθερία της σκέψης, τον ουμανισμό, τον κοσμικισμό, τον ορθό λόγο και τα δικαιώματα των γυναικών, ασκώντας έντονη κριτική στην τυφλή πίστη και τη θρησκεία: «Η άγνοιά μας είναι ο Θεός, αυτό που ξέρουμε είναι η επιστήμη», συνήθιζε να κλείνει τις ομιλίες του. Μέσα σε όλα, ο γενικός εισαγγελέας του Ιλινόις, Ρόμπερτ Ίνγκερσολ, ήταν γιος πάστορα, αν και δεν φάνηκε διατεθειμένος να χαριστεί στην πίστη λόγω των οικογενειακών δεσμών με τη θρησκεία. Και ήταν μάλιστα η βιτριολική κριτική του στον θεσμό της οργανωμένης πίστης που θα του στερούσε ανώτερα πολιτειακά αξιώματα. Η θέση του γενικού εισαγγελέα ήταν το ανώτερο που μπορούσε να φτάσει, παρά το γεγονός ότι ήταν δραστήριος πολιτικά και ένα από τα πιο προβεβλημένα μέλη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Όταν μάλιστα το κόμμα θέλησε να τον κατεβάσει υποψήφιο κυβερνήτη στην πολιτεία του, του ζήτησε μια χάρη, να κόψει αυτά τα ανατρεπτικά κατά του Θεού. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά και πήγε για άλλα, φροντίζοντας πάντως να υπενθυμίσει σε όλους ότι η απόκρυψη πληροφοριών από το κοινό είναι πράξη ανήθικη! Με ατάκες προκλητικές όπως «η Καθολική Εκκλησία μάς διδάσκει ότι μπορούμε να κάνουμε τον Θεό ευτυχισμένο με το να δυστυχήσουμε εμείς» ή το άλλο «Αν δεν άρεσε στους ιερείς το πρόβειο κρέας, οι αμνοί δεν θα θυσιάζονταν ποτέ στον Θεό», ο Ίνγκερσολ ήταν το κόκκινο πανί των συντηρητικών κύκλων αλλά και του Τύπου, που λάτρευε να τον κατακεραυνώνει. Αυτός βέβαια ήταν απλώς ένας στοχαστής του καιρού του που ήθελε να ξεριζώσει τη δεισιδαιμονία και να φυτέψει στη θέση της τον σπόρο της ριζικής αμφιβολίας, του επιστημονικού πνεύματος και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. «Στη φύση δεν υπάρχουν ούτε ανταμοιβές ούτε τιμωρίες. Υπάρχουν απλώς συνέπειες», έλεγε «απαλά», ενώ όταν ήθελε να τα πει «χοντρά» κατέληγε σε κάτι σκέψεις σαν αυτές: «Αν ένας άνθρωπος ακολουθούσε σήμερα τις διδασκαλίες της Παλαιάς Διαθήκης, θα ήταν εγκληματίας. Αν ακολουθούσε αυστηρά τις διδασκαλίες της Καινής Διαθήκης, θα ήταν παράφρονας»…
Πρώτα χρόνια
Ο Ρόμπερτ «Μπομπ» Γκριν Ίνγκερσολ γεννιέται στις 11 Αυγούστου 1833 σε προάστιο της Νέας Υόρκης ως γιος ενός θεοσεβούμενου μεν, προοδευτικότατου δε πρεσβυτεριανού πάστορα. Ο ευσεβής Τζον Ίνγκερσολ μιλούσε στο ποίμνιό του για την κατάργηση της δουλείας, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δεινά της γυναίκας και την ανεκτικότητα στις απόψεις των άλλων, κάτι που του έφερε πολλές περιπέτειες στη ζωή του. Η οικογένεια αναγκάστηκε να αλλάξει συχνά τόπο, καθώς οι ενορίτες καταφέρονταν συχνά κατά του αιδεσιμότατου Ίνγκερσολ, οι φιλελεύθερες και ριζοσπαστικές ιδέες του οποίου δημιούργησαν αρκετά προβλήματα στους συντηρητικούς Αμερικανούς. Κάποια στιγμή μάλιστα του αφαίρεσαν το δικαίωμα να κηρύττει, σε μια εν πολλοίς άδικη και μεροληπτική δίκη στο Οχάιο, την οποία παρακολούθησε ο εννιάχρονος Μπομπ και επηρεάστηκε αρνητικά από την κατάφωρη θρησκοληψία. Δεν θα του έπαιρνε πολύ να απορρίψει τον χριστιανισμό και την ίδια την πίστη αργότερα. Η οικογένεια περνά από το Ουισκόνσιν και εγκαθίσταται τελικά στο Ιλινόις, όπου θα πέθαινε λίγο αργότερα ο φωτισμένος πάστορας. Ο Ρόμπερτ σπουδάζει νομικά και το 1853 θα βρεθεί να διδάσκει σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης στο Ιλινόις. Το 1854 ανοίγει ένα νομικό γραφείο με τον αδερφό του, η οικογενειακή φήμη τούς ακολουθεί όμως, καθώς ο κόσμος έβρισκε ενοχλητικό ότι τα δυο αδέρφια μιλούσαν υπέρ της κατάργησης της δουλείας και κατά του χριστιανισμού βεβαίως. Κι έτσι εγκαταλείπει τη μάχιμη δικηγορία για να υπηρετήσει σε δημόσια υπηρεσία της κομητείας, ως βοηθός ληξίαρχου δηλαδή. Πλάι στα καθήκοντά του ως κρατικός λειτουργός, συνέχισε να μαθητεύει στη δικηγορία δίπλα σε δικαστές και κάποια στιγμή ξανάνοιξαν τη δικηγορική φίρμα με τον αδερφό του. Το 1862 παντρεύεται και αποκτά σύντομα δύο κόρες…
Ο βετεράνος του αμερικανικού εμφυλίου με τις ανατρεπτικές απόψεις
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος, έφτιαξε ένα εθελοντικό σώμα ιππικού στο Ιλινόις, ανέλαβε τη διοίκησή του και ρίχτηκε με τα μούτρα στη μάχη. Κάποια στιγμή έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια της Συνομοσπονδίας, τον άφησαν όμως ελεύθερο τον Δεκέμβριο του 1862 με την υπόσχεση πως δεν θα ξανάπιανε όπλο στα χέρια του. Όπως και έκανε δηλαδή, όταν τον Ιούνιο του 1863 παραιτήθηκε επισήμως από τα μαχητικά του καθήκοντα. Μεταπολεμικά, ανήλθε στη θέση του γενικού εισαγγελέα του Ιλινόις, όντας προβεβλημένο μέλος των Ρεπουμπλικανών. Εξαιτίας του δημόσιου κατηγορώ του περί θρησκείας, κρατήθηκε μακριά από οποιαδήποτε πολιτική διεκδίκηση, παρέμεινε πάντως δραστήριος πολιτικά καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του. Υποστήριξε μάλιστα με τον ίδιο παθιασμένο τρόπο που έκανε τα πάντα τον προεδρικό υποψήφιο του κόμματος το 1876. Εκείνη η ομιλία του έγινε μάλιστα το πρότυπο των πολιτικών λόγων των ΗΠΑ και τη δανείστηκε ακόμα και ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ το 1924! Οι ριζοσπαστικές ιδέες του για τη θρησκεία, τη δουλεία, τη γυναικεία χειραφέτηση και του επιστημονικού πνεύματος τού στέρησαν ακόμα και μεγαλύτερη καριέρα στα νομικά, πόσο μάλλον οποιαδήποτε πολιτική φιλοδοξία. Οι Ρεπουμπλικανοί ήταν έτοιμοι πάντως να τον υποστηρίξουν για κυβερνήτη του Ιλινόις φτάνει να έθαβε μέσα του αυτά τα εξτρεμιστικά περί θρησκείας. Εκείνος όχι μόνο αρνήθηκε να σταματήσει να μιλά κατά της οργανωμένης πίστης αλλά στην επόμενη κιόλας δημόσια ομιλία του είπε χαρακτηριστικά: «Η θρησκεία δεν υποστηρίζει κανέναν. Πρέπει να υποστηριχθεί. Δεν παράγει στάρι και δημητριακά, δεν οργώνει τη γη. Είναι ένας αιώνιος ζητιάνος. Ζει από την εργασία των άλλων και έχει μετά την αυθάδεια να υποστηρίζει ότι προστατεύει τον δωρητή». Ως μάχιμος δικηγόρος που ήταν σε όλη του την καριέρα, αναμείχθηκε σε αρκετές πολύκροτες δίκες του καιρού του. Αστέρι της δικηγορίας έγινε όταν κατάφερε να υπερασπιστεί και να αθωώσει τους πελάτες του που είχαν εμπλακεί στη δίνη του κυκλώνα του μεγαλύτερου πολιτικού σκανδάλου της εποχής. Γνωστός έγινε επίσης και επειδή έσπευδε να αναλαμβάνει δίκες κατά πολιτών που κατηγορούνταν για βλασφημία. Παρά το γεγονός ότι δεν κατάφερνε πάντα να τους αθωώνει, η σθεναρή υπεράσπισή του και ιδίως οι πύρινοι λόγοι του μέσα στη δικαστική αίθουσα κατάφεραν σταδιακά να απαξιώσουν τους νόμους κατά της βλασφημίας και πολλοί λίγοι κατηγορούνταν και ακόμα λιγότεροι καταδικάζονταν για το εν λόγω αδίκημα μετά το πέρασμα του Ίνγκερσολ από τα δικαστήρια. Η μεγαλύτερη φήμη του είχε ωστόσο να κάνει με τη ρητορική, ένα προσφιλές χόμπι της εποχής που δεν ήταν παρά μια μορφή δημόσιας διασκέδασης. Ο Ίνγκερσολ μιλούσε για τα πάντα, από τον Σέξπιρ μέχρι και μεγάλα κοινωνικά γεγονότα, τα αγαπημένα του θέματα όμως (και αγαπημένα του κόσμου, αναγκαστικά) ήταν περί αγνωστικισμού αλλά και θεσμού της οικογένειας, κάτι που σεβόταν απόλυτα. Συχνά μάλιστα τα έμπλεκε αυτά τα δυο: «Γιατί να επιτρέψω στον Θεό που έπνιξε τα παιδιά του να μου πει πώς να αναθρέψω τα δικά μου;», αναρωτιόταν και επικρατούσε πανζουρλισμός! Δεν διάβαζε μάλιστα ποτέ, καθώς αποστήθιζε πάντα τις μακρόσυρτες ομιλίες του, που κρατούσαν ακόμα και τρεις ώρες. Όπως μας παραδίδεται, το ακροατήριό του δεν βαριόταν ποτέ, καθώς ο Ίνγκερσολ είχε τον τρόπο του να μαγνητίζει το κοινό και να μην το αφήνει να αποκοιμιέται. Και πώς να αποκοιμηθεί άλλωστε όταν άκουγε τον δικηγόρο να κατακεραυνώνει τον χριστιανισμό; «Ο χριστιανισμός δεν ήρθε με μια πλημμυρίδα μεγάλης χαράς, αλλά με ένα μήνυμα αιώνιας θλίψης. Ήρθε με την απειλή της αιώνιας τιμωρίας στα χείλη του. Εννοούσε πόλεμο στη γη και μια αιώνια καταδίκη στη μέλλουσα ζωή». Παρά το γεγονός ότι συντηρητικοί κύκλοι, φιλήσυχοι πολίτες και ο πανταχού παρόντας Τύπος τον είχαν στοχοποιήσει όσο λίγους, η κοινωνική απήχησή του ανέβαινε εκθετικά. Αστέρι της ρητορικής πια, στον κολοφώνα της δόξας του τα ακροατήριά του κρέμονταν σαν τσαμπιά για να τον ακούσουν και πλήρωναν ακόμα και 1 δολάριο εισιτήριο, ποσό τεράστιο για την εποχή. Πνευματώδης και στοχαστής καθώς ήταν, κανείς δεν ξέφευγε από το στόχαστρό του. Η ομιλία του «Οι μεγάλοι άπιστοι» γνώρισε τις δικές της δόξες. Εκεί μας λέει ο ευρυμαθής νομικός πως ο χριστιανικός μύθος της Κόλασης αντιπροσωπεύει «όλη την κακία, όλη την εκδίκηση, όλο τον εγωισμό, όλη τη σκληρότητα, όλο το μίσος και όλη την αχρειότητα για την οποία είναι ικανή η καρδιά του ανθρώπου». Ένας φανατικός θιασώτης των λόγων του ήταν ο σπουδαίος αμερικανός ποιητής Γουόλτ Γουίτμαν, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να επαινεί την ευθυκρισία και την καθαρή σκέψη του Ίνγκερσολ. Ιδιαίτερα όταν ο πολιτικός στοχαστής διαμήνυε πως «Ο πολιτισμός του ανθρώπου έχει αυξηθεί στον ίδιο ακριβώς βαθμό που έχει ελαττωθεί η θρησκευτική δύναμη. Η διανοητική πρόοδος του ανθρώπου εξαρτάται από το πόσο συχνά μπορεί αυτός να ανταλλάσσει μια παλιά δεισιδαιμονία με μια νέα αλήθεια». Το κοινό έβρισκε πάντως ακαταμάχητους τους εύπεπτους αφορισμούς του, ειδικά όταν ισχυριζόταν πως «Τα χέρια που βοηθούν είναι καλύτερα από τα χείλη που προσεύχονται» ή πως «Η άγνοιά μας είναι ο Θεός, αυτό που ξέρουμε είναι η επιστήμη». Αυτός πάντως, πίσω από τις προσεκτικά διαλεγμένες και εξόχως καυστικές κορόνες του, ήθελε να μιλήσει για ίσα ανθρώπινα δικαιώματα, για αλλαγή της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, για καθολική ψήφο σε όλους αλλά και για την οριστική επικράτηση του ορθού λόγου ως ρυθμιστικό άρθρο πίστης του κόσμου. «Για πολλούς αιώνες», έλεγε, «το σπαθί και ο σταυρός ήταν σύμμαχοι. Μαζί επιτέθηκαν στα δικαιώματα του ανθρώπου και πάντα υπερασπίζονταν ο ένας τον άλλον». Αλλά και «Όσο η γυναίκα θεωρεί τη Βίβλο σαν τη χάρτα των δικαιωμάτων της, τόσο θα είναι σκλάβος του άντρα. Η Βίβλος δεν γράφτηκε από γυναίκα. Μέσα στις σελίδες της δεν υπάρχει τίποτα άλλο από ταπείνωση και ντροπή για το φύλο της». Ο Ρόμπερτ Ίνγκερσολ πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 21 Ιουλίου 1899, σε ηλικία 66 ετών. Αμέσως μετά τον θάνατό του, ο γαμπρός του μάζεψε όσους λόγους του μπόρεσε να βρει και τους εξέδωσε: οι 12 τόμοι των «Dresden Editions» ήταν η μεγάλη παρακαταθήκη του στις επόμενες γενιές και ο άξονας αναφοράς των Αμερικανών που ήθελαν να έρθουν σε επαφή με το ανήσυχο πνεύμα του. Παρά ταύτα, η ιστορία του αμερικανικού πνεύματος φάνηκε να ξεχνά βολικά αυτή την ενοχλητική αλογόμυγα της κοινωνίας, η οποία περιέπεσε σε αφάνεια. Μόνο πρόσφατα, στις αρχές του 21ου αιώνα δηλαδή, θυμήθηκαν ξανά στη χώρα του τον άνθρωπο που καλούσε ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα για διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους αλλά και για πλήρη εκκοσμίκευση των δυτικών κοινωνιών. Εκείνη τη στεντόρεια φωνή που κραύγαζε άλλοτε πως «Τίποτα άλλο εκτός της αλήθειας δεν είναι αθάνατο»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr