«Θα πεθάνω, θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη δεν θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου. Παλεύω τη θέλησή σου. Παλεύω τη δύναμή σου. Σε καταπαλεύω ολόκληρον». Έτσι προκαλούσε ο διανοούμενος Λιαντίνης τον Χάρο σε μια καταπρόσωπο μάχη, σκαρώνοντας το σχέδιο για την εξολόθρευσή του μπόλικα χρόνια πριν από την τελική αναμέτρηση. Το ημερολόγιο έγραφε 1η Ιουνίου 1998 και ο τόπος είναι η Σπάρτη, όταν μια λευκή BMW σταθμεύει στην οδό Λυκούργου. Ο οδηγός της μπαίνει στο ταξί που τον περιμένει εκεί κρατώντας έναν στρατιωτικό σάκο και δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στον ταξιτζή: «Στο καταφύγιο του Ταϋγέτου». Φτάνοντας στον προορισμό τους, ο επιβάτης πληρώνει τον ταξιτζή, αλλά δεν τον αφήνει να φύγει αμέσως: «Κάτσε να κάνουμε ένα τσιγάρο». Αφού καπνίσουν αμίλητοι στην ησυχία του βουνού, αποχαιρετίζονται: «Γεια σου, φίλε», λέει στον οδηγό ο άγνωστος άντρας. «Μισό λεπτό, πώς σας λένε;», αναρωτιέται ο ταξιτζής. «Λιαντίνη». Η είδηση της εξαφάνισης του καθηγητή της Φιλοσοφικής αρχίζει να απασχολεί ξαφνικά όχι μόνο τον Τύπο αλλά τις αστυνομικές αρχές. Ο πανεπιστημιακός είχε φύγει από το σπίτι του στην Κηφισιά και ταξίδεψε ως τη Σπάρτη με το αυτοκίνητό του για να αποτραβηχτεί στις ερημιές του Ταϋγέτου ώστε να πραγματώσει ένα σχέδιο που απεργαζόταν εδώ και χρόνια: να νικήσει τον θάνατο! Αυτή έμελλε να είναι πράγματι η τελευταία φορά που είδαν ζωντανό τον χαρισματικό καθηγητή που τόσο λάτρευαν οι φοιτητές αλλά απαξίωναν οι συνάδελφοί του. Ο Λιαντίνης είχε φύγει για το τελευταίο μοναχικό του ταξίδι και λίγο πριν αναχωρήσει για τον άλλο κόσμο άφησε ένα γράμμα στην κόρη του που τα εξηγούσε όλα. Αντισυμβατικός, ποιητικός και δωρικός σε όλα του, ο πανεπιστημιακός δάσκαλος ήταν πράγματι ένας άνθρωπος ασυνήθιστος, τον οποίο άλλοι λάτρευαν και άλλοι κοιτούσαν αποσβολωμένοι. Ο καθηγητής στη Φιλοσοφική του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας μιλούσε στα κατάμεστα αμφιθέατρα για το αρχαιοελληνικό ιδεώδες, την κρίση αξιών της σημερινής κοινωνίας, την ποίηση και τη φιλοσοφία, αλλά και το διαχρονικό πάθος του, τον θάνατο. Εραστής του αρχαιοελληνικού πνεύματος, άθρησκος και κατάφωρα γοητευμένος από τη φιλοσοφική έννοια του θανάτου, ήταν ένας άνθρωπος που δεν περνούσε στα σίγουρα απαρατήρητος: «Ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο κυρίαρχο», έλεγε στις περιβόητες διαλέξεις του, «ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της φιλοσοφίας. Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου. Ένα είναι βέβαιο και ασφαλές, απόλυτο, ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε». Ο Λιαντίνης ήταν βέβαια και ένας άνθρωπος ερωτευμένος με τη ζωή, κοινωνικός, δημοφιλής στους φοιτητές του και με φιλικές σχέσεις καρδιάς. Κανείς από το ευρύτερο περιβάλλον του δεν περίμενε να εξελιχθεί σε αυτόχειρα, αν και αυτός ο αυτόχειρας ήταν τελείως διαφορετικός: το δικό του απονενοημένο διάβημα ήταν ένα προμελετημένο σχέδιο αναχώρησης που είχε εκπονήσει αρκετά νωρίς στη ζωή του. Όπως είπε κατόπιν και η χήρα του, Νικολίτσα Γεωργοπούλου, ο στοχαστής προετοίμαζε την αυτοκτονία του εδώ και πολλά χρόνια και στο παρελθόν είχε συντάξει μάλιστα κι άλλα γράμματα αποχωρισμού στην κόρη του, τα οποία δεν της έδωσε ποτέ. Το πανελλήνιο έμαθε για τον τραγικό μεν, αλλά πρωτότυπο και διαλεκτικό καθηγητή μετά την περιβόητη εξαφάνισή του, όταν τα μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν εκτεταμένα με το θέμα και τα σωστικά συνεργεία χτένισαν τις απάτητες πλαγιές του Ταϋγέτου αναζητώντας τον. Τα συγγράμματά του έγιναν τώρα αντικείμενο μελέτης μιας υπόθεσης αυτοχειρίας, καθώς πολλοί άρχισαν να τα διαβάζουν με άλλο μάτι αναζητώντας απαντήσεις για τον άνθρωπο που κοίταξε αγέρωχα τον Χάρο στα μάτια. «Ο θάνατος είναι κυρίαρχος στον πλανήτη. Πλανητάρχης είναι ο θάνατος, κανείς άλλος. Αλλά και στο σύμπαν είναι ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί, άρα ο θάνατος είναι και συμπαντάρχης. Ολόκληρος ο πλανήτης είναι ένα σφαγείο κάθε στιγμή», έγραφε ο φωτισμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος αφήνοντας πίσω του έναν σωστό νεοελληνικό αστικό μύθο. Το γιατί αποφάσισε να δραπετεύσει από τον κόσμο των ζωντανών, κάνοντας λες όλη του τη ζωή ένα προπαρασκευαστικό στάδιο θανάτου, παραμένει ζήτημα ανοιχτό σε ποικίλες ερμηνείες…
Βιογραφία
Το πλούσιο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει εννιά πονήματα φιλοσοφικού και παιδαγωγικού στοχασμού και μια μεταφραστική προσπάθεια: «Έξυπνον Ενύπνιον» (για τον Ρίλκε), «Χάσμα σεισμού» (για τον Σολωμό, πραγματεία που τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1978), «Ίδε ο άνθρωπος» (μετάφραση στα ελληνικά του βιβλίου του Νίτσε), «Ο Νηφομανής» (για τον Σεφέρη), «Homo educandus» (εγχειρίδιο φιλοσοφίας της αγωγής), «Πολυχρόνιο» (για τη φιλοσοφία των στωικών), «Διδακτική» (παιδαγωγικό εγχειρίδιο), «Τα Ελληνικά» (για τη διδακτική των αρχαίων και νέων ελληνικών), «Γκέμμα» (το κατεξοχήν φιλοσοφικό του πόνημα) και η ποιητική συλλογή «Οι ώρες των άστρων» που εκδόθηκε μεταθανάτια.
«Ήταν για πρόσκληση στο γάμο μας που γένηκε στον αηδημήτρη του μυστρά -στη παληά μητρόπολη της στερνής αγωνίας και της στερνής ελπίδας- τη πρωτοχρονιά του 1973 σας είχαμε σιμά μας. Αυτή η κατά κόσμον απουσία σας ήταν το σημάδι για την αλήθεια της πράξης σας. –Lού, Δημήτριος»!
Οι στερνές ώρες και η επιστολή στην κόρη του
Τα αγάλματα στεφανώθηκαν πράγματι στις 3 Ιουνίου 1998. Το χρονικό του Λιαντίνη προς το τέλος περιλάμβανε μερικές ακόμα αποχαιρετιστήριες αποστολές σε λιγοστούς οικείους και φίλους. Στις 28 Απριλίου 1998 στέλνει γράμμα στον δίδυμο αδερφό του Φάνη, που ζει στον Καναδά, και το αινιγματικό ύφος της γραφής του προοιωνίζεται το τέλος: «Καλή αντάμωση στην Αγριακόνα. Στην πέτρα δηλαδή που ο Κολοκοτρώνης ακόνιζε το γιαταγάνι του. Όλα είναι φωτεινά και το μέλλον το γνωρίζω όπως οι αρχαίοι μάντηδες. Όλοι εμείς σας φιλούμε όλους εσάς».
Οι έρευνες και ο εντοπισμός των οστών του
Εφτά χρόνια αργότερα (Ιούλιος του 2005), κατά τις επιθυμίες του Λιαντίνη, ο ξάδελφός του Παναγιώτης Νικολακάκος οδήγησε την κόρη του Διοτίμα (και τον σύζυγό της) σε μια σπηλιά του Ταϋγέτου, όπου μέσα κειτόταν ο νεκρός πατέρας της. Μετά την ανεύρεση των απομειναριών του, οι ιατροδικαστικές εκθέσεις (DNA αλλά και οδοντιατρικός έλεγχος) επιβεβαίωσαν αυτό που ήξερε χωρίς αμφιβολίες ο Νικολακάκος: ο σκελετός ανήκε στον Λιαντίνη.
Ο Λιαντίνης είχε νικήσει τον θάνατο στην ιδιότυπη προσωπική του οδύσσεια, καθώς αυτός ήταν που επέλεξε τελικά το πώς και το πότε της αναχώρησής του: «Εάν ο θάνατος ενσκήπτει σαν γεγονός βίαιο και τραχύ (factum brutum) και αποσβολώνει την ανθρώπινη εμπειρία, τούτο δεν οφείλεται στη φύση του θανάτου, αλλά στη στάση του ανθρώπου. Δεν είναι βάναυσος ο θάνατος, αλλά ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται ο άνθρωπος τη ζωή είναι αδέξιος και σκαιός», γράφει ως κατακλείδα της ζωής του στο «Έξυπνον Ενύπνιον»… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr