Ζωντανός θρύλος σήμερα του αμερικανικού κινηματογράφου και φτασμένος σκηνοθέτης και παραγωγός, δεν είναι και πολλά αυτά που δεν έχει κάνει στην περιπετειώδη ζωή του ο πολύπειρος καλλιτέχνης. Λίγοι ξέρουν, για παράδειγμα, ότι ήταν ο ιθύνων νους πίσω από το Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Κινηματογράφου του Sundance εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980, του σπουδαιότερου σήμερα φεστιβάλ για ταινίες εκτός επίσημου δικτύου παραγωγής και διανομής. Γέννημα θρέμμα Καλιφορνέζος, ο ξανθομάλλης Ρόμπερτ Ρέντφορντ πρωταγωνίστησε σε κλασικά φιλμ και άφησε γερή παρακαταθήκη αξέχαστες ερμηνείες, πείθοντας και τους πιο κακόπιστους πως δεν ήταν μόνο ο ανεπανάληπτος αντίκτυπός του στο γυναικείο κοινό που τον έφτασε στην κορυφή του παγκόσμιου σινεμά. Ο Ρέντφορντ έχει διανύσει τεράστια διαδρομή στην καριέρα του από κείνες τις πρώτες ταινίες που εμφανιζόταν ως ωραίος και μοιραίος, δικαιώνοντας την προσήλωσή του στην τέχνη και το πάντα ανήσυχο πνεύμα του. Έτσι κάνει και σήμερα, μια ανάσα πριν από τα 80 χρόνια της ζωής του, παραμένοντας δραστήριος και ενεργός τόσο ως δημιουργός όσο και ως ακτιβιστής, που είναι και ο σημαντικότερος ρόλος που έπαιξε ποτέ στη ζωή του…
Πρώτα χρόνια
Ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ Τζούνιορ γεννιέται στις 18 Αυγούστου 1936 σε πολυπολιτισμική γειτονιά της Σάντα Μόνικα ως γιος του γαλατά της συνοικίας. Ο πατέρας του έγινε κάποια στιγμή λογιστής σε πετρελαϊκή και άρχισε τώρα να προσφέρει μια πιο άνετη ζωή στην οικογένειά του, που είχε αγγλο-σκοτσέζικη καταγωγή. Η μητέρα του του εμφύσησε από μικρό την αγάπη της για τη λογοτεχνία και το σινεμά, αν και ο Ρόμπερτ δεν είχε μυαλό για τίποτα άλλο παρά για σπορ. Ταλέντο στον στίβο, το τένις και το ράγκμπι, αφιερώνει εκεί όλο του τον χρόνο, αν και σύντομα θα καταλάβει τον αντίκτυπό του στα κορίτσια, ξεκινώντας τις ερωτικές περιπέτειες από πολύ νωρίς. Διαπρέπει λοιπόν στα αθλήματα και τις γυναίκες, πατώνει όμως οπουδήποτε αλλού: «Στην πραγματικότητα, απέτυχα σε οτιδήποτε κι αν έκανα. Δούλεψα σε σούπερ μάρκετ και απολύθηκα. Μετά ο πατέρας μου μου βρήκε δουλειά στην πετρελαϊκή, απολύθηκα και πάλι», θα πει το 1980 σε συνέντευξή του. Έφηβος ακόμα, είχε κάποιες ατυχείς συναντήσεις με τον νόμο, καθώς με την παρέα του έκλεβαν τα τάσια των αυτοκινήτων και συνήθιζαν να εισβάλουν σε πολυτελή σπίτια για να απολαμβάνουν τις πισίνες τους. Έτσι πέρασε τα σχολικά του χρόνια και αποφοίτησε το 1954, αν και την επόμενη χρονιά θα έχανε τη μητέρα του, κάτι που τον βύθισε στο πένθος…
Μποέμ καλλιτεχνική ζωή στην Ευρώπη και πρώτες δουλειές
Ο Ρόμπερτ κέρδισε υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο ως ταλέντο του μπέιζμπολ, αν και εκεί δεν θα διακρινόταν για τα αθλητικά του χαρίσματα. Αντιθέτως, «έγινα ο αλκοολικός του πανεπιστημίου και τα κατέστρεψα όλα», θα παραδεχτεί δημοσίως το 1998. Εγκαταλείπει έτσι την πανεπιστημιακή ζωή για να βρεθεί στην Ευρώπη και να γίνει ζωγράφος. Ο καιρός που πέρασε στην Ευρώπη (Φλωρεντία και Παρίσι κυρίως) και τα εκτεταμένα ταξίδια του στον κόσμο θα του ανοίξουν όμως τα μάτια, διευρύνοντας τους ορίζοντές του. Ζώντας πια ως μποέμ καλλιτέχνης, ήρθε σε επαφή με την τέχνη και τον πολιτισμό, αλλά και με πολιτικοποιημένους συνομηλίκους του που τον ανάγκασαν να ανδρωθεί. Τώρα έμενε στο Παρίσι και «ζούσαμε σε ένα κοινόβιο, όπου μου την έλεγαν γιατί ήμουν Αμερικανός. Δεν είχα ιδέα τότε», είπε το 2007, για να συνεχίσει: «Με ρωτούσαν για τον Πόλεμο στην Αλγερία, που ήταν μεγάλο πράγμα στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1950, και ρεζιλευόμουν. Ντρεπόμουν που δεν είχα ιδέα για την πολιτική της χώρας μου. Όταν επέστρεψα στην Αμερική ενάμιση χρόνο αργότερα, επικεντρώθηκα στον πολιτισμό και την πολιτική της χώρας μου». Όντως, το εξεγερμένο νιάτο επιστρέφει στις ΗΠΑ άλλος άνθρωπος, βάζοντας σκοπό να αλλάξει τη ζωή του. Την ίδια εποχή (1958) γνωρίζει τη Lola Van Wagenan στο Λος Άντζελες και παντρεύονται σχεδόν αμέσως, υποδεχόμενοι σύντομα τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Τώρα θέλει να γίνει ηθοποιός και θα βρεθεί από τη σχολή καλών τεχνών που φοιτούσε να σπουδάζει στην περίφημη δραματική American Academy of Dramatic Arts της Νέας Υόρκης, εγκαταλείποντας τη ζωγραφική για χάρη της υποκριτικής. Άλλη μια προσωπική τραγωδία θα λάβει χώρα αυτή την περίοδο, καθώς ο Ρέντφορντ θα χάσει τον πέντε μηνών γιο του από παιδική ασθένεια. Συντετριμμένος, προσηλώνεται στην ηθοποιία ψάχνοντας παρηγοριά. Το 1959 θα κάνει το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ, που θα τον λατρέψει και θα του εξασφαλίζει πια δουλειά σε κάθε θεατρική σεζόν. Το 1963 θα κάνει την πρώτη του μεγάλη θεατρική επιτυχία, βάζοντας γερές βάσεις για τη μακροημέρευσή του στο σανίδι. Την ίδια εποχή θα ξεκινήσει και τις εμφανίσεις στην αμερικανική τηλεόραση, με τον ίδιο βαθμό επιτυχίας, κι έτσι η μεταπήδησή του στο μεγάλο πανί ήταν απλώς θέμα χρόνου. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο θα έρθει το 1962, στην ταινία «War Hunt», αν και η καριέρα του δεν θα απογειωνόταν πριν από το 1967, όταν θα μεταφερθεί στο μεγάλο πανί η θεατρική του επιτυχία με την Τζέιν Φόντα «Ξυπόλητοι στο Πάρκο». Ο πιο φωτογενής ηθοποιός της Αμερικής είχε μόλις γεννηθεί!
Δύο χρόνια μετά, θα γράψει κινηματογραφική ιστορία στο γουέστερν «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (1969), δίπλα στον Πολ Νιούμαν, με το δίδυμο να αποδεικνύεται ανεπανάληπτο και να συνδέεται έκτοτε με βαθιά φιλία. Ο ωραίος μπορούσε να παίξει και όλοι το έβλεπαν τώρα αυτό… Στην προσπάθειά του μάλιστα να μην τυποποιηθεί στον ρόλο του ζεν πρεμιέ, απορρίπτει πολλές δουλειές (όπως τον «Πρωτάρη» και το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»!) και αναζητεί πιο απαιτητικές ερμηνείες, μακριά από το αναντίρρητο σεξαπίλ του. Αφού έπαιξε στο αθλητικό δράμα «Downhill Racer» και το γουέστερν «Tell Them Willie Boy Is Here», αμφότερα του 1969, θα αφήσει άλλη μια αξέχαστη ερμηνεία στον «Υποψήφιο» του 1972, τη σκοτεινή και σατιρική ματιά στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Όσο η καριέρα του απογειωνόταν, ο ίδιος έψαχνε να αποτραβηχτεί ακόμα περισσότερο από τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό ήταν που τον έφερε στη Γιούτα στη δεκαετία του 1960 αγοράζοντας μια μικρή έκταση, η οποία θα μεγάλωνε προοδευτικά στα επόμενα χρόνια. Η αγάπη του για τη γη και την καλλιέργειά της θα τον κάνει περιβαλλοντικά ευαίσθητο και σύντομα θα μετατραπεί σε ακτιβιστή της οικολογίας. Τη δεκαετία του 1970, για παράδειγμα, λάμβανε απειλές για τη ζωή του με το τσουβάλι καθώς αντιτασσόταν σε πολλά κατασκευαστικά σχέδια στη Γιούτα που ήθελαν να εξαφανίσουν στρέμματα δάσους. Η μεγάλη του χρονιά ήρθε το 1973, όταν χτύπησε με δυο κλασικά πλέον φιλμ: το «The Way We Were» και το «The Sting»! Στην ταινία του Σίντνεϊ Πόλακ, παίζει δίπλα στην Μπάρμπρα Στρέιζαντ και αφήνει εποχή, ενώ στο «The Sting» ξανασυνεργάζεται με τον Πολ Νιούμαν και αποσπά την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Την επόμενη χρονιά θα παίξει άλλον έναν μεγάλο ρόλο δίπλα στη Μία Φάροου στον «Μεγάλο Γκάτσμπι» και το 1975 θα έρθει η σειρά της καλύτερης ίσως ταινίας του, του κατασκοπικού «Τρεις Μέρες του Κόνδορα», έναν ρόλο που θα επαναλάβει το 1976 στο «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου». Τώρα είναι ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ…
Η ώρα του Όσκαρ και οι επιλεγμένες δουλειές του μέλλοντος
Αφού άγγιξε την κορυφή της αμερικανικής υποκριτικής, ήταν ώρα τώρα για τον Ρέντφορντ να αφήσει τη σφραγίδα του και σε ένα ακόμα μετερίζι. Το 1980 κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη για το «Ordinary People» θέλοντας να αποδείξει ότι είναι πολλά περισσότερα από κινηματογραφικό ίνδαλμα. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο απέσπασε Όσκαρ και πια ήταν άφταστος!
Με τις περγαμηνές στο πλευρό του, ο Ρέντφορντ γίνεται ο κινητήριος μοχλός πίσω από την ίδρυση του Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Κινηματογράφου του Sundance και του αντίστοιχου ιδρύματος, που διοργανώνεται στο κτήμα του στη Γιούτα. Το σπουδαιότερο σήμερα φεστιβάλ ανεξάρτητων δημιουργών έβγαλε πολλά φιντάνια του χώρου και μεγάλες ταινίες, που όλες χρωστούν στον Ρέντφορντ κάτι από την επιτυχία τους. Από τη δεκαετία του 1980 και με τις τόσες ακόμα δραστηριότητες στη φαρέτρα του, οι εμφανίσεις του στο σινεμά έγιναν πιο επιλεκτικές. Έπαιξε στο αθλητικό δράμα «The Natural» το 1984 και στο ρομάντζο «Out of Africa» το 1985, ενώ το 1988 κάθισε και πάλι στην καρέκλα του σκηνοθέτη για τις ανάγκες του «The Milagro Beanfield War». Αφού σκηνοθέτησε μερικές ακόμα ταινίες, για τις οποίες αποσπούσε σταθερά καλές κριτικές, το 1994 ήταν η ώρα του «Quiz Show», που του εξασφάλισε κι άλλες υποψηφιότητες για Όσκαρ, ενώ το 1998 θα σκηνοθετήσει, πρωταγωνιστήσει και κρατήσει τον ρόλο του παραγωγού στο «The Horse Whisperer». Από το 2000, τόσο οι σκηνοθετικές όσο και οι υποκριτικές του δουλειές έγιναν ακόμα πιο μετρημένες και καλοϋπολογισμένες, όπως το πολιτικό δράμα του 2007 «Lions for Lambs», το οποίο σκηνοθέτησε κιόλας. Μερικές ταινίες αργότερα, μας χάρισε άλλη μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία στο εντυπωσιακό «All Is Lost» του 2013 και την επόμενη χρονιά δεν δίστασε να εμφανιστεί στο σύμπαν της Marvel Comics και το «Captain America: The Winter Soldier»!
Και βέβαια συνεχίζει δυναμικά…
Προσωπική ζωή
Ο Ρέντφορντ έχει βραβευτεί εκτεταμένα τόσο ως ηθοποιός όσο και ως σκηνοθέτης, κερδίζοντας επάξια μια θέση στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα όχι μόνο για τη δουλειά του, αλλά και για τις ευκαιρίες που προσφέρει σε νέους και ανεξάρτητους καλλιτέχνες να αναδειχτούν μέσω του σημαντικότατου σήμερα φεστιβάλ της Γιούτα. Η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου αναγνώρισε ήδη από το 2001 τη συνεισφορά του στην έβδομη τέχνη βραβεύοντάς τον για τις υπηρεσίες του και την «έμπνευση που αποτελεί για τους ανεξάρτητους και οραματιστές δημιουργούς του κόσμου». Στην προσωπική του ζωή, σήμερα είναι παντρεμένος για δεύτερη φορά με τη γερμανίδα ζωγράφο Sibylle Szaggars, με την οποία συζούσε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ο πρώτος του γάμος με τη Lola έληξε το 1985. Μαζί απέκτησαν τα τέσσερα παιδιά του Ρέντφορντ… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr