Ξεκινώντας τις δημόσιες εμφανίσεις του από την τρυφερή ηλικία των 6 ετών, η πρωτόγνωρη αυτή ιδιοφυΐα της μουσικής μπορούσε να παίξει πάμπολλα όργανα και να συνθέσει ακόμα περισσότερα: από σονάτες και συμφωνίες μέχρι κονσέρτα και όπερες. Ως ένας από τους παραγωγικότερους και εμβληματικότερους μουσουργούς όλων των εποχών, ο Αυστριακός απογείωσε τον βιεννέζικο κλασικισμό σφραγίζοντας με τις ουράνιες μελωδίες του τη μουσική δωματίου, τη συμφωνική και την εκκλησιαστική μουσική, αφήνοντας παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα περισσότερα από 600 αριστουργηματικά έργα. Ο Μότσαρτ έβλεπε πάντα τον κόσμο μέσα από το πρίσμα των συναισθημάτων του και αυτά ακριβώς επιστράτευσε ως κύρια πηγή της δημιουργίας του. Λέγεται συχνά πως κανείς άλλος δεν κατάφερε να αγκαλιάσει τη μουσική τόσο ολόπλευρα όπως ο Μότσαρτ, κανένας δεν μπόρεσε να την απογειώσει στην τελειότητα αλλά και την έκταση της αυστριακής μεγαλοφυΐας. Η χάρη και η κομψότητα της μουσικής του, αλλά και οι καινοτομίες που εισήγαγε στη σύνθεση, έκαναν τους συγχρόνους του να διαμαρτύρονται για το πολύπλοκο και εξαιρετικά εξεζητημένο ύφος των δημιουργιών του, κάτι που αποδεικνύει το νεωτεριστικό και κομμάτι ασυνήθιστο στη μουσική του. Ως άνθρωπος της εποχής του και άνθρωπος παθιασμένος καθώς ήταν, ακολούθησε με τις συνθέσεις του την επανάσταση των κοινωνικών φρονημάτων και των αντιλήψεων που σημάδεψαν τον καιρό του, διαφυλάσσοντας σταθερά την προσωπική του ελευθερία. Κι αν σε όλους τους καλλιτέχνες αντανακλάται λίγο-πολύ η προσωπική ζωή στο έργο τους, ο Μότσαρτ μετέτρεψε την τέχνη του σε διαυγές απεικόνισμα της προσωπικότητας και των ιδανικών του. Μεγαλύτερος από την εποχή του και ενδεχομένως από κάθε εποχή, ο θρύλος του γιγαντώθηκε με τον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία 35 ετών και τα σενάρια για τον χαμό του. Μέχρι σήμερα, γιατροί, ιστορικοί, μουσικολόγοι, ερευνητές, δημοσιογράφοι και μελετητές έχουν εικάσει 118 αιτίες θανάτου, συντελώντας στη διαχρονική παραφροσύνη για το πώς πέθανε ο Μότσαρτ. Δηλητηριάστηκε τελικά από τον σφοδρό αντίπαλό του, τον συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι; Πέθανε από νεφρική ανεπάρκεια, ρευματικό πυρετό ή παρασιτική μόλυνση; Οι 136 ιστορικές αναφορές που σχετίζονται με τον θάνατο του κορυφαίου συνθέτη αντί να ξεδιαλύνουν το μυστήριο, το γιγαντώνουν…
Πρώτα χρόνια
Φέρελπις νεαρός συνθέτης
Επιστρέφοντας στο Σάλτσμπουργκ τον Μάρτιο του 1773, ο νέος αρχιεπίσκοπος της πόλης τον τοποθετεί στη βασιλική ορχήστρα, εξασφαλίζοντας στο παιδί έναν καλό μισθό. Ο Μότσαρτ εργάζεται πυρετωδώς και δοκιμάζεται σε διαφορετικά μουσικά είδη, από συμφωνίες και κουαρτέτα μέχρι σονάτες και σερενάτες. Γράφει μερικές όπερες ακόμα και αυξάνει τη δεξιοτεχνία του στο βιολί, αν και από το 1776 θα στραφεί στο πιάνο. Το 1777, σε ηλικία 21 ετών, γράφει το πρώιμο αριστούργημα Κονσέρτο Νο 9… Παρά την επιτυχία του και την αναγνώριση, ο ίδιος ένιωθε ασφυκτικά στο τυπολατρικό και καταπιεστικό πρωτόκολλο του Σάλτσμπουργκ, καθώς ήταν φιλόδοξος και πίστευε ότι χαραμίζεται στην αυλή του μικρού βασιλείου. Κι έτσι τον Αύγουστο του 1777, με τη μητέρα του στο πλευρό του, ταξιδεύει σε Μανχάιμ, Παρίσι και Μόναχο, καθώς οι θέσεις που του προτάθηκαν αποδείχτηκαν λίγες για τον ολοένα και ανερχόμενο μουσικό.
Η εποχή της Βιέννης
Κι έτσι τον Μάρτιο του 1781 καλείται στη Βιέννη για τη στέψη του Ιωσήφ Β’ στον αυστριακό θρόνο, όταν και αποφασίζει να παραμείνει εκεί. Τώρα ιδιώτευε ως μουσικός και συνθέτης, παραδίδοντας ταυτόχρονα μαθήματα σε παιδιά. Καρδιοκατακτητής καθώς ήταν, το καλοκαίρι του 1781 άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη ότι ήταν έτοιμος να ζητήσει το χέρι της μικρότερης κόρης φιλικής οικογένειας από το Μανχάιμ, της 19χρονης Κονστάντζα. Ο μπερμπάντης Βόλφγκανγκ συνδεόταν ερωτικά με τη μεγαλύτερη αδερφή και σοπράνο Αλοΐσια εδώ και χρόνια, αν και η άρνηση του πατέρα του να τους δώσει την ευχή του είχε καταλήξει στο άδοξο τέλος του ειδυλλίου και την παντρειά της Αλοΐσια με κάποιον άλλον. Τον Αύγουστο του 1782, ο Μότσαρτ παντρεύτηκε τη μικρότερη αδερφή και απέκτησαν έξι παιδιά, αν και μόλις δύο θα έφταναν στην ενηλικίωση.
Πανευρωπαϊκή φήμη
Κατοπινά χρόνια
Τώρα ο Μότσαρτ ταξίδευε σε Λειψία, Βερολίνο, Φρανκφούρτη και άλλες γερμανικές πόλεις ελπίζοντας να αναβιώσει τα παλιά μεγαλεία και να αλλάξει την κακή οικονομική του κατάσταση. Δεν κατάφερε τίποτα από τα δύο. Όπως το έλεγε και ο ίδιος, βίωνε πια «μαύρες σκέψεις και βαθιά κατάθλιψη». Οι ιστορικοί πιθανολογούν ότι ενδέχεται να έπασχε από διπολική διαταραχή, γεγονός που μπορεί να εξηγεί τη συχνή εναλλαγή των περιόδων απραξίας και πυρετώδους δημιουργικότητας. Μεταξύ 1790-1791, ο Μότσαρτ πέρασε μια ακραία παραγωγική περίοδο αποδίδοντας μια σειρά από τα σπουδαιότερα έργα του, όπως η όπερα «Μαγικός Αυλός» αλλά και τα τελευταία κονσέρτα του για πιάνο και κλαρινέτο.
Την ίδια εποχή αρχίζει να γράφει και το περιβόητο «Ρέκβιεμ», το οποίο έμεινε ημιτελές. Κατάφερε να ξανακερδίσει τμήμα της φήμης του επαναλαμβάνοντας την εκτέλεση παλιότερων επιτυχιών του και ανάσανε οικονομικά, καθώς πλούσιοι μαικήνες από Ουγγαρία και Ολλανδία τον πλήρωναν πια αδρά για ένα νέο του έργο. Ένα κάλο μέρος των χρεών του ξεπληρώθηκε αυτή τη διετία. Τώρα όμως η σωματική και η ψυχική του υγεία είχαν αρχίσει να φθίνουν. Παρά ταύτα, τον Σεπτέμβριο του 1791 βρέθηκε στην Πράγα για την πρεμιέρα της νέας του όπερας, που παρουσιάστηκε κατά τη στέψη του Λεοπόλδου Β’ ως βασιλιά της Βοημίας, και λίγο αργότερα ήταν ο μαέστρος στο ανέβασμα του «Μαγικού Αυλού» στην Πράγα. Μέχρι τον Νοέμβριο όμως είχε χτυπηθεί από βαριά αρρώστια και τώρα ήταν κατάκοιτος.
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 1791, σε ηλικία 35 ετών. Η αιτία του θανάτου του παραμένει αντικείμενο διαμάχης, καθώς η μεταθανάτια διάγνωση ήταν στην εποχή του στα σπάργανα. Στο πιστοποιητικό του θανάτου του αναγράφεται σοβαρός πυρετός και εξανθήματα στο δέρμα, κάτι που πυροδότησε πλήθος σεναρίων για την αιτία του χαμού του. Αναφέρεται επίσης ότι στην κηδεία του πήγε λίγος κόσμος και ενταφιάστηκε τελικά σε κοινό τάφο χωρίς επιγραφή, κατά τις συνήθειες της αριστοκρατικής Βιέννης για τους μη ευγενείς.