Η ραπτομηχανή συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σπουδαιότερες εφευρέσεις του 19ου αιώνα, καθώς απλοποίησε τη διαδικασία παραγωγής ενδυμάτων φέρνοντας τη μήνη των απανταχού ραφτών. Την ώρα που μια σειρά από προσπάθειες για μια λειτουργική ραπτομηχανή στέφθηκαν από μεγαλύτερη ως μικρότερη επιτυχία, ήταν ο πολυμήχανος εφευρέτης που θα την έκανε αποτελεσματική, γεννώντας στην πορεία μια αυτοκρατορία που θα τον έκανε βαθύπλουτο. Ο Σίνγκερ δεν εφηύρε τη ραπτομηχανή με τη στενή έννοια του όρου, καθώς διάφορες απόπειρες είχαν εμφανιστεί σε Γαλλία, Αγγλία και ΗΠΑ ήδη από τον 18ο αιώνα. Ο δαιμόνιος Αμερικανός πεταντάρισε την πρώτη πρακτική εκδοχή της στις 12 Αυγούστου 1851 δίνοντας στην ομώνυμη ραπτομηχανή τη μορφή με την οποία την ξέρουμε σήμερα: εισήγαγε τον κάθετο κινούμενο βελονοφόρο, την οριζόντια κινούμενη σαΐτα, την οριζόντια πλάκα για την τοποθέτηση του υφάσματος, το ποδαράκι στερέωσης του υφάσματος, το σύστημα αυτόματης προώθησης του υφάσματος και τους ρυθμιστές τάσης των κλωστών, μηχανισμοί που επέτρεψαν την ομαλή και γρήγορη λειτουργία της ραπτομηχανής . Απλά απλά, η ραπτομηχανή του Σίνγκερ δούλευε και ήταν αξιόπιστη! Ο Ισαάκ Μέριτ Σίνγκερ δεν ήταν όμως ένας εσωστρεφής εφευρέτης κλεισμένος στο εργαστήριό του, αλλά ένας δυναμικός άνθρωπος που θα μετατρεπόταν σε αδίστακτο κροίσο. Επιδόθηκε σε λυσσαλέες δικαστικές μάχες για την πατρότητα της εφεύρεσής του, την προώθησε με όλο του το είναι, εφάρμοσε τεχνικές γραμμής παραγωγής για τη μαζικότητα της κατασκευής της και σκάρωσε ακόμα και το γνώριμο σήμερα σύστημα δόσεων για την απόκτησή της, αλλάζοντας έτσι τις καταναλωτικές συνήθειες Αμερικής και Δύσης τελικά. Κι όλα αυτά από ένα παιδί που το έσκασε από το σπίτι του στα 12 για να γνωρίσει τον κόσμο, σκαρώνοντας εφευρέσεις μόνο και μόνο για να μπορεί να χρηματοδοτεί τον περιοδεύοντα θίασό του!
Πρώτα χρόνια
Ο Ισαάκ Μέριτ Σίνγκερ γεννιέται στις 27 Οκτωβρίου 1811 στη Νέα Υόρκη μέσα σε οικογένεια γερμανών εμιγκρέδων. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα και το σχολείο είδος πολυτελείας. Το ψηλόλιγνο και ξανθό αγόρι που μπορούσε δεν μπορούσε να γράψει το όνομά του ήθελε όμως να γίνει ηθοποιός από πολύ μικρός. Οι γονείς δεν ήθελαν όμως να ακούσουν λέξη, γι’ αυτό και στα 12 του το έσκασε από το σπίτι για να ακολουθήσει περιοδεύοντα θίασο που είχε εμφανιστεί στη γειτονιά του! Έτσι θα περάσει τα επόμενα 20 χρόνια, ως επίδοξος ηθοποιός και χειρώνακτας φυσικά, μιας και το θέατρο δεν απέδιδε και αναγκαζόταν να επιστρέφει συχνά-πυκνά στη βιοπάλη, δουλεύοντας ως μηχανουργός, μαραγκός και ό,τι άλλο έπεφτε στα χέρια του. Κάποια στιγμή μαθήτευσε δίπλα σε μηχανουργούς και έδειξε την κλίση του στα μηχανικά, αν και η λόξα του θεάτρου δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με αυτό που είχε πραγματική ροπή! Τώρα ήταν εξάλλου, πέρα από ηθοποιός, και θιασάρχης, οπότε δεν είχε χρόνο για οτιδήποτε άλλο. Σκέφτηκε ωστόσο κάποια στιγμή ότι οι πατέντες και η εμπορική τους εκμετάλλευση θα ήταν ένας καλός τρόπος να βγάζει λεφτά και τα χέρια του έπιαναν, οπότε γιατί όχι; Ο θίασός του εξάλλου, οι «Merritt Players», δεν απέδιδε οικονομικά και ήταν σε μεγάλη ανάγκη για μετρητό. Κι έτσι το 1839 κατοχυρώνει την πρώτη του πατέντα την ώρα που εμφανιζόταν σε θέατρο στο Ιλινόις, ένα καινοτόμο γεωτρύπανο, το οποίο πουλά αμέσως στην κρατική κατασκευαστική των ΗΠΑ που άνοιγε διώρυγες και παίρνει στο χέρι 2.000 δολάρια! Τα επόμενα πέντε χρόνια θα τα περάσει ως θιασάρχης, καθώς τα κέρδη από την εφεύρεσή του του επέτρεψαν να συνεχίσει το υποκριτικό του όραμα. Όταν σώθηκαν τα λεφτά και αναγκάστηκε να επιστρέψει για άλλη μια φορά στη βιοπάλη, καθώς μέχρι τότε είχε γυναίκα, μια συνάδελφο ηθοποιό, και τουλάχιστον 15 παιδιά (τα μισά εκτός γάμου!), σκάρωσε άλλη μια εφεύρεση, αυτή τη φορά μια «μηχανή για σκάλισμα ξύλου και σίδηρου» το 1849. Τώρα δεν είχε φράγκο στην τσέπη και έπρεπε να εγκαταλείψει οριστικά το όνειρο του ηθοποιού…
Η γέννηση της ραπτομηχανής Σίνγκερ
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη και με τα φτερά του κομμένα, γύρισε στο μηχανουργείο που μαθήτευε παλιά προσπαθώντας παράλληλα να πουλήσει τη νέα του πατέντα. Ήταν πια στα 38 του (1949) και τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά, μιας και η νέα του πατέντα έσκασε κάποια στιγμή και το πρωτότυπο καταστράφηκε, όπως και το όνειρο για τη μονάδα παραγωγής της εφεύρεσής του. Λεφτά να ταΐσει τη σύζυγο και τα 8 νόμιμα παιδιά του δεν είχε, μετακόμισε λοιπόν στη Βοστόνη το 1850 ψάχνοντας μια νέα καριέρα στην εκτυπωτικό κλάδο που ανθούσε στην πόλη. Βρήκε δουλειά σε μηχανουργείο της Βοστόνης και κάποια στιγμή το 1851 του έφεραν μια ραπτομηχανή να επισκευάσει (μια Lerow & Blodgett). Ήταν άλλη μια εκδοχή της ραπτομηχανής του αμερικανού εφευρέτη Elias Howe, που βασιζόταν στα ίδια πρότυπα με τη ραπτομηχανή του Walter Hunt, η οποία είχε εμφανιστεί στις ΗΠΑ το 1845, αν και δεν γνώρισε ποτέ επιτυχία, εκτός ίσως από τις διαδηλώσεις των ραφτών που την ήθελαν έργο του σατανά! Η ραπτομηχανή του Howe λειτουργούσε με δύο κλωστές και μια βελόνα που είχε την τρύπα κοντά στη μύτη και δεν ήταν καθόλου πρακτική, την ίδια στιγμή που ο εφευρέτης της είχε ήδη μετακομίσει στην Αγγλία και πούλησε την πατέντα του σε βρετανό βιομήχανο. Επιστροφή όμως στον Σίνγκερ, ο οποίος μαγεύτηκε από την ιδέα του μηχανοποιημένου ραψίματος και μέσα σε 11 μέρες είχε στα χέρια του τη ραπτομηχανή όπως την ξέρουμε σήμερα! Αφού κατοχύρωσε την εφεύρεσή του τον Αύγουστο του 1851, πίστεψε ότι είχε στα χέρια του χρυσάφι, γι’ αυτό και παράτησε το υπαλληλίκι για να ιδρύσει τη δική του εταιρία και να ρίξει στην αγορά την καλύτερη εφεύρεσή του. Η I.M. Singer & Company συστήθηκε με τη βοήθεια δύο επενδυτών (Zieber και Phelps) και ο Σίνγκερ βγήκε για άλλη μια φορά στον δρόμο, τώρα όμως για να παρουσιάσει τη ραπτομηχανή του στα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ. Ο καινοτόμος μηχανισμός του Σίνγκερ, το «ζιγκ ζαγκ» στο ράψιμο και η κίνηση με τα πόδια, επέτρεπε στη ραπτομηχανή του να ράβει με απίστευτη ταχύτητα και σταθερότητα (900 ραφές το λεπτό!), την ίδια ώρα που ήταν και εξαιρετικά αξιόπιστη ως συσκευή. Οι μηχανές του άρχισαν να πωλούνται σαν τρελές σχεδόν από την πρώτη στιγμή, κάτι που έφερε τον Elias Howe και άλλους εφευρέτες στο κατόπι του…
Ο Πόλεμος της Ραπτομηχανής και η άνοδος του Σίνγκερ στον βιομηχανικό θρόνο
Οι τροποποιήσεις που είχε εισάγει ο Σίνγκερ βασίζονταν στη ραπτομηχανή του Howe, κάτι που πυροδότησε πολύκροτες νομικές μάχες για την πατρότητα της ραπτομηχανής μεταξύ εφευρετών, κατασκευαστών και κατόχων πατεντών! Παρά το γεγονός ότι υποχρεώθηκε τελικά να πληρώσει το 1854 δικαιώματα στον Howe, κάτι που τον μετέτρεψε επίσης σε πολύ πλούσιο άνθρωπο, ο Σίνγκερ ξεπήδησε ως ο απόλυτος κυρίαρχος της αγοράς. Και βέβαια αποδείχτηκε ανεπανάληπτος επιχειρηματίας και διαφημιστής: πλέον στρατιές από γυναίκες προσλήφθηκαν για να επιδεικνύουν τη συσκευή και να κλείνουν τα κακόβουλα στόματα που ισχυρίζονταν ότι οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν με τίποτα να τη χρησιμοποιήσουν! Την ίδια ώρα, ο Σίνγκερ κατέληξε στο καινοτόμο σύστημα πληρωμής με δόσεις, κάνοντας τις ενώσεις καταναλωτών να διερωτούνται στη δεκαετία του 1850 πώς ήταν δυνατόν να επιλέγει ο αγοραστής να πληρώνει 100 δολάρια σε μηνιαίες δόσεις των 5 δολαρίων αντί για τα 50 δολάρια που άξιζε η ραπτομηχανή, πόσο μάλλον αυτοί που είχαν τη δυνατότητα να αποπληρώσουν το ποσό αμέσως σε μετρητό! Ο Σίνγκερ ήταν τώρα ένας αδίστακτος επιχειρηματίας που δεν ήθελε να μοιράζεται τα κέρδη του, πετώντας τελικά έξω τους δύο συνεταίρους του. Μέχρι το 1860, η Singer ήταν ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ραπτομηχανών στον κόσμο και ο εφευρέτης της είχε ήδη κατοχυρώσει άλλες 12 πατέντες με δραστικές βελτιώσεις της μηχανής του (και άλλες 10 ευρεσιτεχνίες η φίρμα του). Την ίδια ώρα, η τμηματική καταβολή των δόσεων θα δημιουργούσε ένα νέο καταναλωτικό πρότυπο που σύντομα θα έβρισκε πολλούς μιμητές, αλλάζοντας έτσι τα αγοραστικά ήθη Αμερικής και Ευρώπης. Το 1863 ο Σίνγκερ άλλαξε την επωνυμία της φίρμας του σε Singer Manufacturing Company, για να απαλλαγεί από τα νομικά τερτίπια των δικαστικών μαχών, και αποσύρθηκε στο κτήμα του στην Αγγλία ως κροίσος της βιομηχανίας. Το εργοστάσιό του στη Νέα Υόρκη έβγαζε τώρα χιλιάδες ραπτομηχανές από την πρωτοποριακή γραμμή παραγωγής του, κάτι που έριξε το κόστος της συσκευής στα 10 δολάρια, βρίσκοντας έτσι απήχηση σε ακόμα μεγαλύτερο κοινό. Μόλις έναν χρόνο αργότερα, τα κέρδη επέτρεψαν τη δημιουργία τριών ακόμη βιομηχανικών μονάδων στη Νέα Υόρκη! Το πρώτο υπερατλαντικό εργοστάσιο του Σίνγκερ άνοιξε στη Γλασκόβη της Σκοτίας το 1867 και ο εφευρέτης ήταν τώρα ένας ζάμπλουτος και ακραία επιδεικτικός τύπος, με την έκλυτη προσωπική ζωή του να αποδίδει τουλάχιστον 24 παιδιά, τα περισσότερα καρποί παράνομων και εφήμερων ενώσεων με τις τόσες ερωμένες του. Κυκλοφορούσε τώρα με μια μεγαλοπρεπή άμαξα που έσερναν 9 άλογα (σε δικό του σχεδιασμό) και είχε χώρο για ορχήστρα και 30 επιβάτες! Ο πρώτος του γάμος έφτασε σύντομα στο τέλος του και πλέον διατηρούσε πολλές ερωμένες σε ΗΠΑ και Αγγλία, σπιτώνοντας μάλιστα πολλές από αυτές, οι οποίες του χάρισαν ακόμα περισσότερα παιδιά. Αυτός ήταν ο λόγος που το έσκασε για την Αγγλία, οι καυγάδες των ερωμένων του, οι μάχες για την αναγνώριση των παιδιών του και ο Τύπος που καραδοκούσε, καθώς ήταν ένας από τους πιο πετυχημένους βιομήχανους του κόσμου. Το 1863 παντρεύτηκε τη γαλλίδα οικονόμο του, η οποία του χάρισε άλλα πέντε παιδιά, και αποσύρθηκε στο κτήμα του στην Αγγλία, φέρνοντας μάλιστα εκεί πολλά από τα 24 συνολικά παιδιά του. Τα 13 εκατ. δολάρια της προσωπικής του περιουσίας έγιναν φυσικά μήλο του έριδος για τα παιδιά του, που επιδόθηκαν σε χρόνιες νομικές μάχες για την κληρονομιά. Στο κτήμα του στην Αγγλία άφησε την τελευταία του πνοή στις 23 Ιουλίου 1875 ο Σίνγκερ, σε ηλικία 64 ετών, όχι βέβαια προτού επιτρέψει στις νοικοκυρές να ράβουν μόνες τους τα ρούχα τους, χωρίς να έχουν πια ανάγκη τους ράφτες… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr