«Διανύουμε την εποχή των προκλήσεων, που θέτουν σε αμφισβήτηση τον τρόπο ζωής μας, αξίες και ιδανικά που μέχρι πρότινος θεωρούνταν δεδομένα» υπογράμμισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου κατά τον αποψινό χαιρετισμό της στην έναρξη του Συνεδρίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα που διοργανώνει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ).
Όπως σημείωσε «η οικονομική και η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση, η πανδημία, η κλιματική αλλαγή, αλλά και η άνοδος του λαϊκισμού, συγκροτούν μια επισφαλή συνθήκη για τα δικαιώματα και τα κεκτημένα μας».
Υπογράμμισε, επίσης, ότι στις κρίσεις, ο εθνικός δικαστής βρίσκεται αντιμέτωπος με κομβικά ζητήματα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως συνέβη κατεξοχήν την περίοδο της πανδημίας, με τα περιοριστικά μέτρα που έλαβε ο νομοθέτης και η διοίκηση, προκειμένου να διαφυλάξει την ανθρώπινη ζωή και τη δημόσια υγεία.
«Στις υποθέσεις αυτές, αναδεικνύεται και μεταλλάσσεται ο ρόλος του δικαστή, ο οποίος αναλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης στη διαχείριση εξαιρετικών καταστάσεων. Παράλληλα, εντείνονται και οι προσδοκίες των πολιτών από τη δικαιοσύνη», πρόσθεσε η Πρόεδρος, σύμφωνα με το ΑΠΕ ΜΠΕ.
Παράλληλα υπενθύμισε ότι στο φιλελεύθερο και δημοκρατικό μας πολίτευμα, η προστασία των δικαιωμάτων είναι μια από τις βασικές αποστολές του δικαστή. Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι «η ανεξάρτητη και αμερόληπτη δικαιοσύνη αποτελεί πυλώνα του Κράτους Δικαίου, τη μείζονα θεσμική εγγύηση επίλυσης των διαφορών μας και αποτροπής της αυθαιρεσίας της εξουσίας. Η υπεροχή του Συντάγματος δεν έχει μόνο τυπική εμβέλεια. Αποτυπώνει, ουσιαστικά και συμβολικά, τη θεμελιακή συναίνεσή μας στην κατοχύρωση και ισχύ των δικαιωμάτων μας».
Υποστήριξε, ακόμη, ότι ο δικαστής κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του, διαθέτει μια σειρά από μεθοδολογικά και δογματικά εργαλεία, με σημαντικότερο, την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι «στο ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, με τον συγκεκριμένο και παρεμπίπτοντα χαρακτήρα του, ο δικαστικός συλλογισμός οφείλει να λαμβάνει υπόψη το πραγματολογικό και νομικό πλαίσιο. Δεν αναπτύσσεται εν κενώ, αλλά εντάσσεται συστηματικά σε ένα γενικότερο πλέγμα κανόνων και πραγματικών δεδομένων».
Ακολούθως επισήμανε ότι, την ίδια στιγμή, ενυπάρχει ο κίνδυνος η δικαστική λειτουργία να αυτοαναγορευθεί σε τελικό αποφασιστικό όργανο και συνδιαμορφωτή των πολιτικών αποφάσεων. Ωστόσο, παρατήρησε ότι «δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του δικαστή να ασκεί πολιτική. Πρέπει να αποστασιοποιείται από τις καθαρά προσωπικές του αντιλήψεις και πεποιθήσεις και να επιδεικνύει ήθος και δικαστική αυτοδέσμευση. Ο σεβασμός στη διάκριση των λειτουργιών, όπως και η δικαστική ενσυναίσθηση, επιβάλλουν, ταυτόχρονα με την προστασία των δικαιωμάτων, την αναγνώριση της διακριτικής ευχέρειας της πολιτικής εξουσίας».
Μάλιστα, σημείωσε ότι «στα σύγχρονα πεδία της υψηλής διακινδύνευσης των δικαιωμάτων, όπου αναπτύσσεται μια σύνθετη σχέση με το δημόσιο και το γενικό συμφέρον, όπως στο παράδειγμα της πανδημίας ή της κλιματικής αλλαγής, η σχέση δικαστή και νομοθέτη συναρτάται με σύνθετες σταθμίσεις, που απαιτούν αφενός τη νομική ακριβολογία, αφετέρου τη θεσμική ισορροπία».
Τέλος, υπογράμμισε ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων δεν είναι, ωστόσο, το μοναδικό στοίχημα για τον δικαστή. «Η ίδια η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης, στην κατεύθυνση της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης απονομής της, συνιστά την πλέον κρίσιμη παράμετρο για την ικανοποίηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος των πολιτών, του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και τον βασικό δείκτη της ποιότητας του νομικού μας πολιτισμού. Η επίτευξη αυτού του στόχου δεν έγκειται αποκλειστικά στην πολιτική βούληση, αλλά και στην οικειοποίησή του και προώθηση από όλους όσους υπηρετούν το δίκαιο», κατέληξε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.