Μπορεί η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα να μην είναι ο σωτήρας της Ευρώπης, ωστόσο τα ζητήματα που θέτει προσφέρουν την ευκαιρία για νέες απαντήσεις, τονίζει ο γνωστός στο γερμανόφωνο κοινό Αυστριακός συγγραφέας Μίχαελ Άμον, ασκώντας δριμεία κριτική στη «δογματική ευρωπαϊκή πολιτική λιτότητας» σε σημερινό εκτενές άρθρο του στην αυστριακή συντηρητική εφημερίδα «Ντι Πρέσε» με τίτλο «Ας μην δίνουμε πλέον δεκάρα στο καθαρτήριο πυρ της λιτότητας».
Στην αρχή του άρθρου, παραλληλίζει τον θρησκευτικό δογματισμό με εκείνον του «εξτρεμισμού των αγορών, που λαθεμένα αποκαλείται νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος υπόσχεται τη λύτρωση από το χρέος ή τα χρέη, μόνον αφού κανείς πρωτύτερα έχει υποφέρει» και χαρακτηρίζει απαράδεκτες τις αντιδράσεις στην εξαγγελία της νέας κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα στην Ελλάδα, ότι σκοπεύει να τηρήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της και να απαλύνει τον πόνο.
Με αρκετή δόση ειρωνείας, ο συγγραφέας αναφέρει πως η θύελλα της οργής στον ευρωπαϊκό Τύπο και η αγανάκτηση των οργάνων της ΕΕ σε αυτή την «τρομερή βλασφημία» της κυβέρνησης Τσίπρα, οφείλεται στο ότι αυτή τόλμησε την επίθεση απέναντι σε μια από τις βασικότερες θεμελιώδεις αρχές της πίστης (σ.σ. δηλαδή στην περίπτωση αυτή, της κοινοτικής πολιτικής), τον εξοντωτικό περιορισμό, που συνοψίζεται στον θρησκευτικό όρο «λιτότητα» που υποτίθεται οδηγεί στη θεραπεία του ασθενούς.
Στη συνέχεια κάνει και άλλους παραλληλισμούς με την «εσχατολογία» της Καινής Διαθήκης και με την Καθολική Εκκλησία, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι ο αμαρτωλός άνθρωπος («πολύ υψηλό δημόσιο χρέος») θα πρέπει να περάσει από τις καθαρτήριες πηγές («πείνα, μείωση συντάξεων») του «καθαρτήριου πυρός της τρόικας» για να σώσει την ψυχή του και εξαγνισμένος («χωρίς χρέος») να φθάσει στον παράδεισο («ανάκαμψη»).
Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι η Άγγελα Μέρκελ, κόρη ενός πάστορα, απαιτεί επιτακτικά το «καθαρτήριο πυρ» που απορρίπτουν οι Προτεστάντες, σημειώνει ο συγγραφέας, για να συμπληρώσει ότι η πολιτική λιτότητας είναι το δόγμα της αίρεσης του Μάαστριχτ, που αποτελεί μια τετριμμένη βάση πέραν κάθε επιστημονικής γνώσης, καθώς τα κριτήρια ορίσθηκαν με πολιτική αυθαιρεσία, και από τότε ισχύει μια δογματική προσήλωση απέναντί τους.
Αυτός ο ορισμός τους συνιστά μια «βλακεία άνευ προηγουμένου» καθώς αποτελεί δωρεάν «οδηγίες χρήσης» για «τους κερδοσκόπους, που λαθεμένα αποκαλούνται “χρηματαγορές”», όταν αυτοί πρέπει να επιτεθούν στο νέο κοινό νόμισμα, παρατηρεί.
Σε άλλο σημείο του άρθρου, επικρίνοντας με δριμύτητα τις απαιτήσεις Ευρωπαίων πολιτικών που ζητούν από τον ΣΥΡΙΖΑ να άρει τις προεκλογικές του υποσχέσεις, όπως για παράδειγμα ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ που δήλωσε πως «δεν θα αλλάξουμε τα πάντα εξαιτίας ενός εκλογικού αποτελέσματος» ο συγγραφέας διερωτάται «άραγε πόσα εκλογικά αποτελέσματα χρειάζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση για να αλλάξει μια πολιτική που δεν γίνεται πλέον αποδεκτή από τον πληθυσμό».
Καταδικάζει στη συνέχεια το γεγονός ότι ο «κύριος Ντράγκι, αντί μιας πραγματικής ευρωπαϊκής κυβέρνησης, λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις στην ΕΚΤ -που στερείται κάθε δημοκρατικής νομιμοποίησης- χωρίς να υπάρχει δυνατότητα διόρθωσής τους από το εκλογικό σώμα» όπως επίσης και το γεγονός ότι ζητείται από την ελληνική κυβέρνηση ο σεβασμός των ευρωπαϊκών αξιών όταν πρόκειται για χρήματα, την ίδια στιγμή που είναι πολύ ήπια η κριτική απέναντι στον Ούγγρο πρωθυπουργό όταν πρόκειται για αξίες της Δημοκρατίας.
«Αλλά πού είναι οι ευρωπαϊκές αξίες όταν στην Ελλάδα επικρατεί 50% ανεργία των νέων («μια χαμένη γενιά, όπως επίσης και στην Ισπανία»), το ποσοστό των αυτοκτονιών έχει αυξηθεί κατά 35%, ένα εκατομμύριο Ελλήνων με εντολή της τρόικας δεν είναι πλέον ασφαλισμένοι, παιδιά λιποθυμούν από πείνα στα σχολεία, είναι όλα αυτά ευρωπαϊκές αξίες που πρέπει να υπερασπιστεί κάποιος;» διερωτάται ο Αυστριακός συγγραφέας.
Σε άλλο σημείο του άρθρου του, ο Μίχαελ Άμον επικρίνει τους ισχυρισμούς «σχεδόν όλων των Ευρωπαίων πολιτικών πως δεν είναι δυνατή μια διαγραφή ελληνικού χρέους, παρόλο που γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο, διότι η Ελλάδα θα πρέπει να έχει για πολλές δεκαετίες ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 10% για να υπάρχει φορολογική βάση για την αποπληρωμή των υπαρχόντων δανείων».
Προειδοποιεί, τέλος, πως ο ακολουθούμενος (έστω επιλεκτικός) «οικονομικός εξτρεμισμός» της ΕΕ ανοίγει τις πύλες για άλλες εξτρεμιστικές ιδέες και τονίζει (σ.σ. χλευάζοντας τους ισχυρισμούς για δήθεν ακραίες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ) ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά μια ήπια αρχική δόση και τόσο «”ριζοσπαστικά αριστερή” όσο το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αυστρίας τη δεκαετία του 1970», δηλαδή την εποχή του τότε ηγέτη του και ιστορικού καγκελάριου της Αυστρίας, Μπρούνο Κράισκι.