Τις δικές του απόψεις στο θέμα της Συνταγματικής Αναθεώρησης κατέθεσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Εθνικής Συνδιάσκεψης της ΟΝΝΕΔ, που γίνεται στα Καμένα Βούρλα. Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, αναφερόμενος στην ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, την εκλογή του απευθείας από το λαό, την μείωση του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος και την καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ βουλευτή και υπουργού, είπε πως «υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις γύρω από τα ζητήματα που έχει θέσει ο υπουργός Δικαιοσύνης», ενώ κάλεσε τα μέλη της ΟΝΝΕΔ που ήταν παρόντα στην ομιλία του, να καταθέσουν και οι ίδιοι τις απόψεις τους.
Ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε εξαιρετικό το γεγονός ότι η Ν.Δ. «ανοίγει τη συζήτηση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση με ιδιαίτερα εκτεταμένη ατζέντα θεμάτων» όπως χαρακτηριστικά είπε, σημειώνοντας παράλληλα ότι η επιτροπή που θα συσταθεί και θα λειτουργήσει στη βουλή τον Σεπτέμβριο θα προσδιορίσει τα άρθρα τα οποία θα προωθηθούν στο πλαίσιο της Συνταγματικής Αναθεώρησης.
«Υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις, γύρω από τα ζητήματα που έχει θέσει ο υπουργός Δικαιοσύνης και μάλιστα και εντός της ΝΔ» είπε χαρακτηριστικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Υπάρχει ένα ερώτημα για το οποίο θα με ενδιέφερε να ακούσω και τις δικές σας απόψεις, απόψεις δηλαδή νέων ανθρώπων» τόνισε απευθυνόμενος στα μέλη της ΟΝΝΕΔ και υπογράμμισε ότι «θα ήταν ωφέλιμο να κατατεθούν απόψεις για το αν πρέπει να υπάρχει ή να μην υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτή και υπουργού σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα».
Αναφερόμενος στην πρόταση του κ. Αθανασίου για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας είπε «θα πρέπει να απαντήσουμε αν η ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα είναι συμβατή με τους κανόνες του κοινοβουλευτισμού» και συμπλήρωσε πως «αυτά τα ερωτήματα τίθενται και μάλιστα τοποθετούν και τον αντίλογο στις προτάσεις που εμείς οι ίδιοι έχουμε κάνει…».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ακόμα ότι υπάρχουν και θετικά στοιχεία στα οποία, όπως είπε, «συμφωνούν όλοι». Στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα της χρονικής διάρκειας της κοινοβουλευτικής θητείας όπως επίσης και στο θέμα της αποσύνδεσης των εθνικών εκλογών από την εκλογή του προέδρου της δημοκρατίας.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη συνδιάσκεψη της ΟΝΝΕΔ τόνισε ιδιαίτερα ότι «έχει ταλαιπωρηθεί ο τόπος με την εκλογολογία που παρεμβαίνει στον πολιτικό διάλογο μετά από κάθε εκλογή», τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν «επιτρέπει στις κυβερνήσεις να έχουν μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο προγραμματισμό».
Μάλιστα έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον εκλογικό κύκλο λέγοντας ότι μια επέκτασή του πέραν της τετραετίας θα πρέπει να αποτελέσει σημείο πολιτικού διαλόγου.
Ακόμη θεώρησε αναγκαία την τροποποίηση του άρθρου 86 του συντάγματος που αναφέρεται στο θέμα της ευθύνης υπουργών και υπενθύμισε ότι το 2006 είχε αναλάβει μια πρωτοβουλία για την τροποποίησή του η οποία δεν βρήκε ανταπόκριση. «Κανένα από τα δύο κόμματα δεν είχε θέσει στην ατζέντα της αναθεώρησης το άρθρου 86», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και συμπλήρωσε πως «τότε ήταν ακόμα η εποχή της μεγάλης ευημερίας και δεν υπήρχε ο σημερινός βαθμός αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος. Είχα προβληματιστεί γιατί πάντα με απασχολούσε αυτή διάκριση, αυτή η διακριτική μεταχείριση των υπουργών σε σχέση με τους απλούς πολίτες» όπως είπε χαρακτηριστικά και υπενθύμισε ότι έστειλε επιστολή στους βουλευτές για να προσυπογράψουν και να συγκεντρωθούν οι 50 υπογραφές που είναι απαραίτητες από το σύνταγμα. «Δυστυχώς μόλις 11 συνάδελφοι βουλευτές τότε είχαν υπογράψει το σχετικό αίτημα» κατέληξε.
Επίσης υπενθύμισε ότι υπάρχουν και θέματα που μπορούν να ρυθμιστούν από τον κοινό νομοθέτη και ως τέτοια χαρακτήρισε το τρίπτυχο που αφορά τον εκλογικό νόμο, το πολιτικό χρήμα και τη λειτουργία των κομμάτων. Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των κομμάτων είπε πως δεν υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τους, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο, ενώ επανέλαβε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του την ανάγκη για μικρότερες εκλογικές περιφέρειες. Μάλιστα προσδιόρισε ότι «αυτό είναι συνυφασμένο και με το πολιτικό χρήμα και με τις νέες ευκαιρίες που θα πρέπει να δίδονται σε νέους ανθρώπους».
Απαντώντας, τέλος, σε σχετικές ερωτήσεις επανέλαβε την ανάγκη αξιολόγησης συνολικά το δημόσιο τομέα και έδειξε ανοιχτός στο διάλογο έτσι ώστε οι Γενικοί Γραμματείς των υπουργείων να σταματήσουν να είναι μετακλητοί και ουσιαστικά να αποτελούν την κορυφαία εξέλιξη της διοικητικής ιεραρχίας, οι οποίοι «μαζί με τους γενικούς διευθυντές θα αναλάβουν τη λειτουργία του δημόσιου τομέα συνολικότερα ακόμα και σε περιόδους πολιτικής κρίσης…» όπως είπε.