«Η ελληνική αμυντική ικανότητα είναι ισχυρότατη και δεν συγκρίνεται ούτε κατά διάνοια με εκείνες χωρών όπου η Τουρκία πολέμησε τα τελευταία χρόνια. Πόσο ασφαλής μπορεί όμως να θεωρηθεί η ελληνική αποτροπή, όταν το σύστημα Ερντογάν υπερφίαλα την αψηφά, δείχνοντας έτοιμη να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική αναμέτρηση ως εργαλείο πολιτικής;» αναρωτιέται ο καθηγητής Γιάννης Βαληνάκης, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος με άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή», η επιλογή της «στρατηγικής υπομονής» είναι η πεπατημένη που ακολούθησαν οι περισσότερες μέχρι σήμερα ελληνικές κυβερνήσεις. «Στο ξεκίνημα της κρίσης υιοθετώ υψηλούς τόνους αποφασιστικότητας και εκμαιεύω διεθνείς καταδίκες, όμως η Τουρκία όχι μόνο δεν αποτρέπεται, αλλά κλιμακώνει. Εγκλωβίζομαι έτσι αναγκαστικά στο δίλημμα όπου έντεχνα με οδήγησε πάλι η Άγκυρα: κλιμάκωση ή αδράνεια/υποχώρηση. Η κλιμάκωση δεν είναι η πρώτη μου επιλογή και γίνεται ακόμη πιο δύσκολη γιατί –θεωρούμενη διαχρονικά αδιανόητη– ποτέ δεν ετοιμάστηκε στην πλήρη (κι όχι μόνο στην επιχειρησιακή) έκτασή της. Άρα, προκειμένου να αποφύγω το επικίνδυνο άγνωστο μιας ανεξέλεγκτης περιπέτειας, επιχειρώ άρον άρον ελιγμούς και βήματα υποχώρησης. «Ντύνω» επίσης επικοινωνιακά με διάφορους τρόπους την «τακτική» υποχώρηση για να γίνει πιο ανεκτή. Και τελικά κληροδοτώ με συνεχείς αναβολές τα ήδη δύσκολα υπό χειρότερους όρους στον επόμενο. Με τη στρατηγική αυτή αντιμετωπίστηκαν (με μικρές μόνο παραλλαγές) όλες σχεδόν οι μείζονες ελληνοτουρκικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών (βλ. αναλυτικά και το βιβλίο μου «Η Ελλάς των τεσσάρων θαλασσών», εκδ. Ι. Σιδέρη 2020)».
Και συνεχίζει: «Τι γίνεται όμως όταν ο Ερντογάν, διαισθανόμενος για πρώτη φορά ότι δεν έχει μπροστά του όλο τον χρόνο, πιέζεται και πιέζει ασφυκτικά για ”λύσεις”; Βιάζεται να δει τα πετράδια τού στέμματός του (Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο-Καραμπάχ, Αν. Μεσόγειο, Κυπριακό, Αιγαίο) στη θέση τους, για να συγκριθεί έτσι καλύτερα με τον Ατατούρκ ως ακόμη μεγαλύτερος ”πατέρας του έθνους”.
Από πλευράς μας, η διάρκεια, η ένταση και τα διακυβεύματα της τρέχουσας κρίσης υποτιμήθηκαν από την αρχή, και η βασική αυτή εκτίμηση δεν άλλαξε ακόμη. Επιπλέον, η αύξηση της τουρκικής πίεσης με όλα τα μέσα περιέργως συνοδεύεται από αντιστρόφως ανάλογη χαλάρωση της εθνικής (και δημόσιας) προσοχής – λες και πρόκειται για μια τρίτη χώρα που βάλλεται! Κι ο κορονοϊός δεν αρκεί ως εξήγηση. Βολικό είναι για πολλούς να προσποιούνται ότι η κρίση είναι παροδική και θα ξεφουσκώσει μόνη της χωρίς απώλειες. Με μικρο-διορθώσεις πορείας, χωρίς συνεχή αποτίμηση των εθνικών κερδοζημιών, χωρίς νέα στρατηγική. Κι ότι η ”λύση” είναι μία και «απλή»: διερευνητικές και Χάγη…
Με περισσή σπουδή και άκριτο ρομαντισμό σπεύδουμε έτσι υπό χειρότερες συνθήκες (”γκρίζες ζώνες”, ”γαλάζια πατρίδα”, λιβυκό μνημόνιο, κραυγές για αποστρατιωτικοποίηση κ.λπ.) και διαγράφοντας τα δικά μας κέρδη του μεσοδιαστήματος (π.χ. όρους και προαπαιτούμενα του διαλόγου κατοχυρωμένα σε ευρωπαϊκές αποφάσεις) στην αδιέξοδη πεπατημένη των διερευνητικών επαφών. Διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας ότι δεν θα δεχθούμε διεύρυνση της ατζέντας πέραν του μοναδικού θέματος που αναγνωρίζουμε ως διαφορά κι ότι θα αποκρούσουμε αποφασιστικά με το μαγικό σπαθί μας κάθε τουρκική παρεκτροπή. Κι ότι οι εταίροι και σύμμαχοί μας θα μας στηρίζουν πιέζοντας για γρήγορα αποτελέσματα – εμάς θα πιέζουν όμως να υποχωρήσουμε, όχι την Τουρκία: ”ποντάρουμε”, είπε κυνικά κι εύγλωττα ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών για να αποκρούσει τις πιέσεις για εμπάργκο όπλων, στην ταχεία ολοκλήρωση του διαλόγου…»
Ο κ. Βαληνάκης καταλήγει στο άρθρο του επισημαίνοντας πως «ο χρόνος είναι σύμμαχος και το μέλλον ευνοϊκότερο μόνο όταν προετοιμάζεις ”έξυπνα” ένα συνολικά καλύτερο συσχετισμό δυνάμεων. Για αυτό δεν έχουμε κανένα λόγο να βιαστούμε για νέες διμερείς διερευνητικές, τουλάχιστον μέχρι την Έκθεση Μπορέλ-Κομισιόν για την Τουρκία τον Μάρτιο που (με δικό μας ενεργό lobbying) θα θέσει ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο σχέσεων Ε.Ε. – Άγκυρας. Μας χρειάζεται άλλωστε σε κάθε περίπτωση στρατηγικός χρόνος για να ανακάμψουμε από κάθε άποψη, να προσδιορίσουμε τις θέσεις με τις οποίες θα προσέλθουμε στον διάλογο, αλλά και για να μετατρέψουμε αυτή τη φορά πραγματικά τον διάλογο από ελληνοτουρκικό σε ευρωτουρκικό. Διάλογος ναι, αλλά με προϋποθέσεις, κανόνες και ευρωπαϊκές εγγυήσεις!».