Ανθρώπινος, με διάθεση αυτοκριτικής και προβληματισμένος για την επόμενη ημέρα εμφανίστηκε χθες ο πρωθυπουργός στην προσπάθειά του να εξηγήσει, γιατί οδηγήθηκε στην απόφαση για γενικευμένη καραντίνα τριών εβδομάδων αρχικά και επανεκτίμηση της υγειονομικής κατάστασης στη συνέχεια. Έχοντας στο πλευρό του τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, επανέλαβε αρκετές φορές ότι τα επιστημονικά δεδομένα είναι αδιαπραγμάτευτα και εξήγησε ότι : «δεν μπορώ να αναλάβω την ευθύνη να θέσω σε κίνδυνο τις ζωές των συμπολιτών μας».
Παραδέχθηκε ότι βρέθηκε προ ενός κρίσιμου διλήμματος, του να περιμένει τα αποτελέσματα των μέτρων που είχαν τεθεί σε ισχύ την Τρίτη ή να προχωρήσει σε πανεθνικό lockdown. Και ανέλυσε γιατί επίλεξε το δεύτερο, επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για μια πολιτική επιλογή που έλαβε, με γνώμονα την εκθετική αύξηση των κρουσμάτων των τελευταίων πέντε ημερών. «Αν συνεχίζαμε με αυτό το ρυθμό θα έπρεπε να υποδεχθούμε στα νοσοκομεία μας μέσα στις επόμενες 10 ημέρες παραπάνω από 1.000 συμπολίτες μας. Και από τους οποίους θα έπρεπε -με βάση τα στατιστικά- οι 150 τουλάχιστον να οδηγηθούν σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Αυτό το κύμα, λοιπόν, πρέπει να το ανακόψουμε» σημείωσε ο ίδιος.
Πιο… κανονικός Δεκέμβριος
Ένα μεγάλο ζητούμενο είναι πως θα εφαρμοστεί αυτό το «άνοιξε- κλείσε» και τι αντίκτυπο θα έχει στους πολίτες, τόσο ψυχολογικό όσο και οικονομικό. Τα όρια αντοχής δείχνουν να μειώνονται και η «συνταγή» που θα ακολουθήσει ο πρωθυπουργός απαιτεί το ζύγισμα πολλών παραγόντων. Γιατί όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης «εφόσον εφαρμοστούν τα νέα σκληρά μέτρα θα μπορέσουμε να πνίξουμε και αυτό το δεύτερο κύμα, για να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας έναν σχετικά πιο κανονικό Δεκέμβριο και κάτι το οποίο θα μοιάζει με γιορτές άλλων ετών, προφανώς πάλι με αυξημένους περιορισμούς. Αλλά η ανάγκη να λειτουργήσει η αγορά τον Δεκέμβριο είναι ένας από τους λόγους που επιλέγουμε να πάρουμε τα μέτρα αυτά τώρα». Πάντως, οι ειδικοί εκτιμούν ότι η έξοδος από το lockdown απαιτεί: πτώση του αριθμού των νέων μολύνσεων κάτω από 1000 αλλά και το κυριότερο, μείωση του αριθμού πάνω από 50% των εισαγωγών στα νοσοκομεία, το οποίο αυτόματα μειώνει τις εισαγωγές στις ΜΕΘ.
Οικονομικές εφεδρείες και στήριξη αδύναμων
Ο πρωθυπουργός αναλογιζόμενος την οικονομική αιμορραγία της αγοράς μετά τα πολλαπλά χτυπήματα των τελευταίων μηνών, επιχείρησε να δώσει στους πολίτες ένα αίσθημα ασφάλειας, εξηγώντας ότι υπάρχει ένα «σωσίβιο» 37 δισεκατομμυρίων, το οποίο και θα μοιράσει στους αδύναμους οικονομικά πολίτες, για να μπορέσουν να ανασάνουν και να μην σωθούν μεν από την απειλή του κορονοϊού, «πνιγούν» δε από τα χρέη.
Γι’ αυτό και αναφέρθηκε στο έκτακτο εφάπαξ επίδομα των 800 ευρώ για όσους εργαζόμενους βγαίνουν σε αναστολή το Νοέμβριο, στην επέκταση των επιδομάτων ανεργίας για 2 μήνες αλλά και στην εφάπαξ οικονομική ενίσχυση των 400 ευρώ σε 130.000 μη επιδοτούμενους ανέργους.
Άλλο πολιτική, άλλο επιστήμη και ιατρικά δεδομένα
Για μία ακόμη φορά ο πρωθυπουργός έκανε έκκληση, η όποια κριτική ή αμφισβήτηση να στοχεύει στις πολιτικές επιλογές της Κυβέρνησης και όχι στα επιστημονικά – επιδημιολογικά δεδομένα. Ξεκαθάρισε ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι καθαρά πολιτικές και σε καμία περίπτωση δεν αφορούν τους ειδικούς.
«Εμείς αναλαμβάνουμε στο ακέραιο την ευθύνη των αποφάσεών μας και λογοδοτούμε για αυτές» είπε χαρακτηριστικά, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ότι έχει σταθμίσει τις επιλογές του και ξεκαθαρίζοντας ότι η όποια στοχοποίηση σε επιστήμονες είναι άκαιρη, αντιπαραγωγική και το μόνο που εξυπηρετεί είναι κομματικές σκοπιμότητες.
Με διάθεση αυτοκριτικής
Ο συνολικός εφησυχασμός ότι μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας τέλειωσε και ο «εφιάλτης» αλλά και η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων στη Θεσσαλονίκη κατά παραδοχή του πρωθυπουργού αποτέλεσαν σφάλματα στην κυβερνητική στρατηγική.
«Εμείς παίρνουμε τις αποφάσεις. Κι εμείς χρεωνόμαστε -πιστωνόμαστε την επιτυχία ή την αποτυχία των πολιτικών τις οποίες εφαρμόζουμε» σημείωσε χαρακτηριστικά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραδέχτηκε λάθη στην πορεία της πανδημίας, τα οποία αναγνωρίζει και σπεύδει να τα διορθώσει, ωστόσο όπως τόνισε:
« Είναι ένας πόλεμος, είναι η μεγάλη μάχη της γενιάς μας. Είναι η μεγαλύτερη κρίση δημόσιας υγείας τα τελευταία 100 χρόνια. Αυτό αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή και θα δώσουμε αυτή τη μάχη και θα την κερδίσουμε».