«Η Ελλάδα δεν έχει πια τεράστια δημόσια διοίκηση» τονίζει ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κυριάκος Μητσοτάκης, σε δηλώσεις του στην «Frankfurter Allegmeine Zeitung» και επισημαίνει ότι «η διοικητική μεταρρύθμιση πρέπει να είναι υπόθεση των Ελλήνων, να συνιστά ελληνική πρωτοβουλία και να βρίσκεται υπό ελληνικό έλεγχο».
«Η ανανέωση του προσωπικού θα διαρκέσει έως και δεκαπέντε χρόνια» είναι ο τίτλος της ανταπόκρισης, η οποία αναφέρεται στη προσπάθεια αναδιάρθρωσης της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. «Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει αναστολές να περιγράψει ανεπάρκειες του ελληνικού προγράμματος εξυγίανσης: “Τα περασμένα πέντε χρόνια ο αριθμός των εργαζομένων στην ελληνική διοίκηση μειώθηκε δραστικά. Ωστόσο το πρόβλημα της αποτελεσματικότητας δεν λύθηκε”» αναφέρει η εφημερίδα και σημειώνει ότι ο υπουργός «έχει λίγα κοινά με επαγγελματίες πολιτικούς που ανησυχούν για τη συναίνεση των ψηφοφόρων τους και μιλούν με ασάφειες», ενώ «αντιμετωπίζει τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης ως μια πρόκληση για έναν μάνατζερ, εντελώς διαφορετικά από ό,τι οι Έλληνες επαγγελματίες της πολιτικής».
Σε δηλώσεις του προς την εφημερίδα, ο κ. Μητσοτάκης αναφέρεται στην πρόοδο που έχει σημειωθεί ως τώρα, αλλά και στους επόμενους στόχους του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκε από 930.000 σε 680.000, ενώ το συνολικό κόστος της μισθοδοσίας περιορίστηκε από τα 24 στα 16 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ο κ. Μητσοτάκης τονίζει, πάντως, ότι το κέντρο βάρους είναι η δημιουργία ενός φιλόδοξου και μακροπρόθεσμου προγράμματος, που θα αφορά όλες τις πτυχές της διοίκησης και ότι η διοικητική μεταρρύθμιση πρέπει να είναι υπόθεση των Ελλήνων, να συνιστά ελληνική πρωτοβουλία και να βρίσκεται υπό ελληνικό έλεγχο, καθώς τέτοιες μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να γίνονται με εξαναγκασμό από τους δανειστές. Ζητά δε, να αντιληφθούν οι Έλληνες μια ανανεωμένη δημόσια διοίκηση ως προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο υπουργός σημειώνει ότι η ελληνική διοίκηση δεν έχει ακόμη καταστεί «φιλικότερη» για την οικονομία, αλλά διευκρινίζει ότι έχουν αλλάξει οι αντιλήψεις. «Αντιλαμβανόμαστε ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να προέρχεται πλέον από δημόσιες δαπάνες, που χρηματοδοτούνται με δάνεια. Η ανάπτυξη θα πρέπει να έρθει από ιδιωτικές επενδύσεις, που θα κάνουν χρήση ελληνικών προνομίων, κι αυτό το αντιλαμβάνεται η πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού» αναφέρει ο υπουργός, ενώ σε ό,τι αφορά τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνει: «Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταλαβαίνει πως η Ελλάδα θα πετύχει ανάπτυξη, αυτό συμβαίνει επειδή φαντασιώνεται ότι θα μας επαναφέρει σε έναν κόσμο απεριόριστων δανείων, στον οποίο θα μπορούν να εκπληρώνονται οι επιθυμίες κάθε ομάδας ενδιαφέροντος, με αυτή την περίεργη μορφή καπιταλισμού που είχαμε παλαιότερα. Προ πάντων οι Έλληνες, που αντέδρασαν με περισσότερο παραγωγικό τρόπο στην κρίση, αντιλαμβάνονται τώρα ότι η ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, του επιχειρείν και των ιδιωτικών επενδύσεων. Καθήκον μας είναι να διευκολύνουμε αυτές τις επενδύσεις».
Στις μέχρι τώρα επιτυχίες συγκαταλέγεται ένα νέο σύστημα ελέγχου των δημοσίων δαπανών με την ανάρτησή τους στο διαδίκτυο, επισημαίνει η εφημερίδα, ενώ ως σημαντικό πρόβλημα αναφέρει την αξιολόγηση των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Ο ίδιος ο υπουργός δηλώνει ότι η ανανέωση του προσωπικού θα διαρκέσει 10-15 χρόνια. «Το ζήτημα είναι να προσλαμβάνεται προσωπικό με οργανωμένες διαδικασίες, και μόνο εκείνα τα άτομα που χρειάζονται πραγματικά. Δε θα πρέπει να προσλαμβάνουμε ανειδίκευτο προσωπικό, εάν μπορούμε να αναθέτουμε τα σχετικά καθήκοντα, όπως τη φύλαξη αρχαιολογικών χώρων, σε ιδιωτικές εταιρίες» επισημαίνει, για να σχολιάσει ο συντάκτης ότι τέτοιες δηλώσεις εξακολουθούν να ακούγονται, «για παραδοσιακούς Έλληνες πολιτικούς, ως επίθεση στην πατροπαράδοτη επιρροή τους».