«Η Ελλάδα πρωταγωνιστούσε και θα πρωταγωνιστεί στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη και για αυτό θα δουλέψουμε εντατικά και συστηματικά», επισημαίνει σε συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υπουργός Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης, με αφορμή τον σημερινό εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Τουρισμού που έχει θέμα: «Τουρισμός και Αγροτική Ανάπτυξη».
Στέλνοντας το δικό του μήνυμα μέσω του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Θεοχάρης εστιάζει στα επιτεύγματα της φετινής ιδιαίτερης χρονιάς για τον ελληνικό τουρισμό αναφέροντας τρεις στόχους κατάφερε να πετύχει φέτος.
«Πρώτον, η τουριστική αγορά έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα. Η χώρα μας ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους προορισμός για όσους επέλεξαν να ταξιδέψουν και να πάνε διακοπές. Για παράδειγμα η ΤUI ανακοίνωσε ότι ήταν ο πιο δημοφιλής προορισμός της. Δεύτερον, το brand και η καλή φήμη που διαμορφώθηκε κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, όχι μόνο διατηρήθηκε, αλλά και ενισχύθηκε κατά την τουριστική περίοδο. Η Ελλάδα προσέφερε στους επισκέπτες μοναδικές ταξιδιωτικές εμπειρίες παρέχοντάς τους ταυτόχρονα το αίσθημα της ασφάλειας που ήταν πολύ καθοριστικό εν μέσω μιας τέτοιας κρίσης. Ποιος δε θυμάται τους Βρετανούς τουρίστες να δηλώνουν ότι στην Ελλάδα αισθάνονται πιο ασφαλείς σε σχέση με τη χώρα τους; Τρίτον, είχαμε υποδειγματική εφαρμογή των υγειονομικών πρωτοκόλλων. Οι άνθρωποι του τουρισμού βοήθησαν πολύ ώστε η ασφάλεια που είχε τεθεί ως προτεραιότητα για επισκέπτες, εργαζόμενους και κατοίκους, να εξασφαλιστεί και όλοι όσοι ήρθαν στη χώρα μας επέστρεψαν στις πατρίδες τους υγιείς χωρίς μια στιγμή να αισθανθούν φόβο ή ανασφάλεια. Το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου διενεργήθηκαν πάνω από 4.000 τεστ στους εργαζομένους του τουρισμού με μόνο δύο δείγματα θετικά», σημείωσε.
Απαντώντας στην ερώτηση τι «γεύση» αφήνει η εφετινή τουριστική χρονιά στην πολιτική ηγεσία του τουρισμού, ο κ. Θεοχάρης υπογραμμίζει πως «νιώθουμε δικαίωση. Δεδομένων των συνθηκών και ότι ξεκινήσαμε από το μηδέν, με στόχο τον έναν τουρίστα και το ένα ευρώ, μπορώ σήμερα να πω ότι τα καταφέραμε. Και αυτό είναι η βάση μας για την επόμενη ημέρα, όταν θα έχει κοπάσει η υγειονομική καταιγίδα».
Σε ό,τι αφορά στις προκλήσεις της επόμενης χρονιάς ο κ. υπουργός ανέφερε, μεταξύ άλλων, την ανάκτηση του χαμένου εδάφους για τον ελληνικό τουρισμό από τις επιπτώσεις της πανδημίας. «Θα κινηθούμε σε δύο άξονες. Ο πρώτος είναι ο ουσιαστικός μετασχηματισμός της προβολής της χώρας. Υπάρχουν καμπάνιες που «τρέχουν» αυτή την περίοδο και ταυτόχρονα προετοιμαζόμαστε για το 2021. Λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις εξελίξεις με την πανδημία. Ο δεύτερος άξονας σχετίζεται με τον συνολικό χαρακτήρα και την ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος. Παραμένοντας πιστοί στον στρατηγικό σχεδιασμό για ουσιαστική βελτίωση των τουριστικών υπηρεσιών, έχουμε θέσει σε απόλυτη προτεραιότητα την εκτέλεση έργων όπως πχ η ποιοτική αναβάθμιση των τουριστικών καταλυμάτων με προδιαγραφές αειφορίας, προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και προσβασιμότητας, ο εκσυγχρονισμός εκατοντάδων τουριστικών λιμένων, η καλλιέργεια νέων μορφών τουρισμού κ.λπ. Ταυτόχρονα όμως επενδύουμε σε μια ουσιαστική, μεταρρυθμιστική τομή της επαγγελματικής εκπαίδευσης για τα μελλοντικά στελέχη, για τους Έλληνες εκείνους οι οποίοι θα υποδέχονται πρώτοι κάθε επισκέπτη ο οποίος φτάνει στην πατρίδα μας», εξηγεί.
«Το στοίχημα της επόμενης χρονιάς πρέπει να είναι η εστίαση στην ποιότητα. Με έργα από το Ταμείο Ανάκαμψης, σε σχέση με τη βιωσιμότητα, με τα ψηφιακά, με καταρτίσεις, με συνεχή προβολή της χώρας, με πρωτοβουλίες για υιοθέτηση κοινών ευρωπαϊκών πρωτοκόλλων, το 2021 μπορεί να είναι και θα είναι η απαρχής της επόμενης μέρας», συνεχίζει για να υποστηρίξει πως η Ελλάδα δεν πρέπει να έχει τόσο μεγάλη εξάρτηση από ένα είδος τουρισμού.
«Εννοώ το τουριστικό μοντέλο που επιδιώκει στενά την αύξηση των εισερχομένων τουριστών από το εξωτερικό και εξαντλείται στην αύξηση των αφίξεων. Στόχος μας είναι η διαφοροποίηση και η ποιοτική αναβάθμιση του προϊόντος που προσφέρει η πατρίδα μας. Τα διάφορα είδη θεματικού τουρισμού πχ ορειβατικός, καταδυτικός, τουρισμός υγείας και αποκατάστασης, γαστρονομικός μπορούν να προσελκύσουν πιο απαιτητικούς τουρίστες και οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να δαπανήσουν περισσότερα χρήματα. Και με αυτό τον τρόπο αφ΄ ενός αναδεικνύονται φυσικά πλεονεκτήματα, όπως τα ασύγκριτης ποιότητας αγροτικά προϊόντα μας και αφ’ ετέρου επιτυγχάνεται η επέκταση της τουριστικής περιόδου», εξηγεί.