Έπειτα από καταγγελία που περιήλθε στην Υπηρεσία Οικονομικής Αστυνομίας και Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, έγινε ο επιτόπιος έλεγχος στον οίκο ευγηρίας «Άγιος Χαράλαμπος» της οικογένειας Γιακουμάτου, όπως προκύπτει από έγγραφο που διαβιβάστηκε στη Βουλή από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, Νίκο Δένδια.
Ο κ. Δένδιας σπεύδει εξάλλου, να επισημάνει ότι η εφαρμογή της νομοθεσίας και η εκτέλεση των παραγγελιών των αρμόδιων εισαγγελικών και δικαστικών Αρχών δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά αποτελεί δέσμια αρμοδιότητα αυτής.
Το έγγραφο διαβιβάστηκε μετά από ερώτηση που είχαν καταθέσει δύο βουλευτίνες των ΑΝ.ΕΛ., η Χρυσούλα Γιαταγάνα και Μαρίνα Χρυσοβελώνη, οι οποίες ζητούσαν να ενημερωθούν αν υπάρχουν παρακρατικοί μηχανισμοί για τη συκοφάντηση πολιτικών. Οι βουλευτίνες επικαλούνται δηλώσεις του κ. Γιακουμάτου, με τις οποίες κατήγγειλε μεθόδευση της διαδικασίας προκειμένου να επιτευχθεί ο δημόσιος διασυρμός μελών της οικογένειάς του, «προσχεδιασμένη δίωξη» με στόχο την πολιτική του εξόντωση και «βρώμικο κατασκεύασμα».
Ο κ. Δένδιας εξηγεί ότι μετά την ανώνυμη καταγγελία σχετικά με τη διάπραξη παραβάσεων της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας, έγινε επιτόπιος έλεγχος στη συγκεκριμένη επιχείρηση προς διερεύνηση της βασιμότητας των καταγγελλομένων και εκδηλώθηκαν οι προβλεπόμενες από την ισχύουσα νομοθεσία δικονομικές και διοικητικές ενέργειες. Περαιτέρω, ο εισαγγελέας παρήγγειλε την εφαρμογή της προβλεπόμενης από τον Ποινικό Κώδικα διαδικασίας, καθότι τα φορολογικά αδικήματα χαρακτηρίζονται ως διαρκή. Σε εκτέλεση της εν λόγω παραγγελίας, συνελήφθησαν τέσσερα άτομα, τα οποία μετά της κατ’ αυτών σχηματισθείσας δικογραφίας οδηγήθηκαν, συνοδεία αστυνομικών, στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και στη συνέχεια, παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του αρμοδίου αυτοφώρου δικαστηρίου.
«Η εφαρμογή της νομοθεσίας και η εκτέλεση των παραγγελιών των αρμοδίων εισαγγελικών και δικαστικών Αρχών δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά αποτελεί δέσμια αρμοδιότητα αυτής, όπως άλλωστε επιτάσσει η ισχύουσα συναφής νομοθεσία» τονίζει, στην απάντησή του, ο κ. Δένδιας.
Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη σπεύδει ταυτόχρονα να επισημάνει ότι «οι αστυνομικοί, όταν καταγγέλλεται σε αυτούς η τέλεση αξιόποινης πράξης οφείλουν να προβαίνουν σε όλες τις, κατά περίπτωση, προβλεπόμενες από τις σχετικές δικονομικές διατάξεις, ενέργειες», και ακόμη ότι στις περιπτώσεις αυτές το εν λόγω προσωπικό ενημερώνει τον αρμόδιο εισαγγελέα και ενεργεί υπό τη διεύθυνση και εποπτεία του, στον οποίο ανήκει η αποκλειστική αρμοδιότητα ελέγχου της ορθότητας ή μη των ενεργειών των προανακριτικών υπαλλήλων και η διαπίστωση τυχόν πλημμελειών ή και παρατυπιών κατά την προανακριτική διαδικασία. «Επομένως, όποιος διατείνεται ότι κατέχει οιοδήποτε συναφές στοιχείο, πέραν του νομικού έχει και ηθικό καθήκον, να το καταθέσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή» αναφέρει ο κ. Δένδιας και υπογραμμίζει ότι τόσο η ποινική- δικονομική διαδικασία, όσο και οι συνταγματικώς θεσπισθείσες αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, υπαγορεύουν τη μη ανάμειξη της πολιτικής ηγεσίας, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, στην εξέλιξη της υπόθεσης.