Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Βουλή με την καταψήφιση της πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης και τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, προβάλλουν αμερικανικά ΜΜΕ.
Ενδεικτική είναι η ανταπόκριση στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Μπλούμπεργκ, στην οποία επισημαίνεται ότι ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς μπόρεσε να ξεπεράσει το εμπόδιο που έθετε η ψήφος εμπιστοσύνης την οποία ζήτησε ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης –την ίδια στιγμή που η κυβέρνησή του συνεχίζει τις συνομιλίες με τους πιστωτές της χώρας.
Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι ο Αλέξης Τσίπρας έκανε την πρόταση μομφής με αφορμή την έφοδο των δυνάμεων των ΜΑΤ στο κτίριο της ΕΡΤ στις 7 Νοεμβρίου, οι οποίες απομάκρυναν τους εργαζόμενους που είχαν καταλάβει την έδρα του ραδιοτηλεοπτικού φορέα μετά την απόλυσή τους.
Τόσο στο συγκεκριμένο δημοσίευμα, όσο και σε άλλα, προβάλλεται η αναφορά του πρωθυπουργού ότι «ο κ. Τσίπρας παίζει επικίνδυνα παιχνίδια με τη χρονική στιγμή την οποία επέλεξε για την πρόταση μομφής. Πρόκειται για μια στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές μας, αλλά ωστόσο είναι μια στιγμή όπου για πρώτη φορά η κυβέρνηση βρίσκεται σε ισχυρή θέση καθώς επιτυγχάνει τους στόχους που έθεσε».
Επίσης, σημειώνεται ότι στις 5 Νοεμβρίου, ο επίτροπος της ΕΕ για οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις, Όλι Ρεν, εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα εκπληρώσει τους δημοσιονομικούς της στόχους, ενώ η χώρα αρχίζει εκ νέου τις συνομιλίες με την τρόικα έπειτα από διακοπή πέντε εβδομάδων.
Από την πλευρά του, σύμφωνα με το πρακτορείο, ο υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσε σε βουλευτές κατά το χθεσινό διάλογο στη Βουλή, ότι η Ελλάδα «ακολουθεί πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο στοχεύει στο να καταστήσει βιώσιμα, σε σταθερή βάση, τα δημόσια οικονομικά της χώρας».
Στο μεταξύ, σε άρθρο στη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» υπογραμμίζεται η ανάγκη εντατικοποίησης των μέτρων ώστε να δημιουργηθεί μια αξιόπιστη τραπεζική ένωση εντός ευρωζώνης, ώστε, μεταξύ άλλων, να εφαρμοστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των κρατών-μελών. Όπως επισημαίνεται, πρόβλημα δεν συνιστούν τα γερμανικά πλεονάσματα, αλλά το γεγονός ότι η πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις είναι ανομοιογενής, καθώς χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα έχουν προβεί σε σημαντικές αλλαγές, ενώ άλλες, όπως η Ιταλία, απέτυχαν στις προσπάθειες για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ή της παραγωγικότητας από την έναρξη της κρίσης.
Ειδικότερα, όσον αφορά την Ελλάδα, υποστηρίζεται ότι η νομισματική ένωση έχει εξέλθει από την ύφεση και προβάλλεται ως επιχείρημα το ότι η Ισπανία και η Πορτογαλία σημειώνουν ανάπτυξη, ενώ η ελληνική κυβέρνηση αναμένει επιστροφή στην ανάπτυξη το 2014.
Επίσης, σημειώνεται ότι εντός ευρωζώνης, η μείωση του εργατικού κόστους είναι ένας από τους κυριότερους τρόπους για να ανακτήσει μια οικονομία την ανταγωνιστικότητά της. Ωστόσο, όπως τονίζεται, θα ήταν ανησυχητικό εάν οι μισθοί έπεφταν ενώ αυξάνονταν οι τιμές -φαινόμενο που ισχύει σήμερα στην Ελλάδα-, καθώς αυτό θα καταδείκνυε έλλειψη ελαστικότητας στις αγορές και αυξανόμενη βαρύτητα του χρέους του ιδιωτικού τομέα.