«Αστήρικτες και βεβιασμένες καταγγελίες και δη στα ευρωπαϊκά όργανα, όχι μόνο δεν βοηθούν το επενδυτικό κλίμα – η βελτίωση του οποίου είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης – αλλά τραυματίζουν και το κύρος της χώρας». Αυτό υπογραμμίζει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Ανάπτυξης, με αφορμή την από 13 Μαρτίου 2013 ερώτηση του ευρωβουλευτή Κρίτωνα Αρσένη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με θέμα: «Σκιές διαπλοκής στο Υπουργείο Ανάπτυξης».
Το υπουργείο υπογραμμίζει:
«Πρώτον, η απόφαση περί ένταξης επενδυτικών προτάσεων στις διαδικασίες του ν. 3894/10 αφορά αποκλειστικά το σχηματισμό γνώμης επί της “στρατηγικότητας” της επένδυσης και δεν εξετάζει ζητήματα τα οποία στη συνέχεια θα τύχουν εξέτασης ουσίας από τις αρμόδιες κατά νόμο για την αδειοδοτική διαδικασία Υπηρεσίες της Διοίκησης, όπως π.χ. η περιβαλλοντική αδειοδότηση.
Δεύτερον, τα ζητήματα αυτά κείνται σαφώς εκτός των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Ελέγχου Συντήρησης Έργων (Δ.Ε.Σ.Ε.) και θα κριθούν από τα αρμόδια αδειοδοτικά όργανα, τα οποία ουδείς υποκαθιστά, τηρουμένης κάθε συνταγματικής αρχής και κάθε έννοιας προασπίσεως του δημοσίου συμφέροντος. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, οι αναφερόμενες υπηρεσίες του υπουργείου δεν είναι αρμόδιες για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, ούτε επομένως για την παροχή πληροφοριών σχετικά με το περιβάλλον (όπως αυτές ορίζονται στη Σύμβαση του Aarhus και στην Οδηγία 2003/4) για τις περιπτώσεις των εντασσομένων στο Ν. 3894/2010 επενδυτικών σχεδίων.
Τρίτον, σε κάθε περίπτωση, από τα επικαλούμενα από τον ευρωβουλευτή νομικά κείμενα προκύπτει σαφώς ότι το δικαίωμα στην περιβαλλοντική πληροφόρηση δεν υπερισχύει του εμπιστευτικού χαρακτήρα εμπορικών και βιομηχανικών πληροφοριών που προστατεύεται βάσει του νόμου, προκειμένου να προστατεύεται νόμιμο οικονομικό συμφέρον, ούτε βεβαίως του εμπιστευτικού χαρακτήρα των προσωπικών δεδομένων ή/και αρχείων που αφορούν φυσικό πρόσωπο όταν το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει συναινέσει στη δημοσιοποίηση των πληροφοριών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις κείμενες διατάξεις.
Επιπρόσθετα, το δικαίωμα πρόσβασης σε διοικητικά έγγραφα δεν είναι απόλυτο, αλλά περιορίζεται, ιδίως, από την ανάγκη διαφύλαξης του επιχειρηματικού απορρήτου των στοιχείων επιχειρήσεων, προσδίδοντας, δε, έμφαση στο ότι το επιχειρηματικό απόρρητο τυγχάνει προστασίας και από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε επίπεδο γενικής αρχής αυτού, όπως έχει αναγνωρίσει επανειλημμένα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 1986).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Διοίκηση συμμορφώθηκε απόλυτα με τις σχετικές επιταγές της Ελληνικής Δικαιοσύνης σχετικά με το αίτημα πρόσβασης και οι ενέργειες της βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με την κείμενη εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Τέταρτον, όσον αφορά τις απολύτως ανακριβείς αιτιάσεις περί “σκιών διαπλοκής”, επισημαίνεται ότι βάσει του υπ΄αριθμ. 245/18-9-2012 Πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της “Επενδύστε στην Ελλάδα ΑΕ” προκύπτει σαφώς ότι το αναφερόμενο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου όχι μόνο δεν συμμετείχε στη διαδικασία έγκρισης της εν λόγω εισήγησης, αλλά ούτε καν παρίστατο κατά τη συγκεκριμένη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, δηλώνοντας ρητώς, μέσω του προέδρου του Δ.Σ. και δυνάμει σχετικής γραπτής εξουσιοδότησης, το κώλυμά του σε σχέση με τη συμμετοχή του στη λήψη της απόφασης, λόγω επαγγελματικής του σχέσης με την αιτούσα εταιρεία».