«Τα χειρότερα πέρασαν» δηλώνει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, χαρακτηρίζοντας ως το χειρότερο πάνω από όλα την περικοπή των συντάξεων, παρόλο που, όπως επισημαίνει, «εμείς προσπαθήσαμε να την κάνουμε λιγότερο επώδυνη από όσο θα είχε κάνει η Δεξιά». Τώρα, σύμφωνα με τον υπουργό, η οικονομία επανεκκινήθηκε, έστω και με αργό ρυθμό.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Il Manifesto», ο υπουργός Οικονομικών τονίζει σχετικά με τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πως αυτή προτείνει την επιστροφή στον πιο γνήσιο νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή την κατάργηση για πάντα της δέκατης τρίτης σύνταξης, την επιμήκυνση του ωραρίου εργασίας, της περικοπής όλων όσων είναι δυνατό. Ενώ, χρησιμοποιεί ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα για το ΚΙΝΑΛ, λέγοντας ότι «το θλιβερότερο πράγμα είναι ότι αυτό που απομένει από το ΠΑΣΟΚ , κυρίως λόγω της ώθησης που επιβλήθηκε από τη σημερινή του ηγεσία, της Γεννηματά και του Βενιζέλου (που στοχεύει σε μια συμμαχία με τη δεξιά) υποστηρίζει αυτή την ανοιχτά νεοφιλελεύθερη γραμμή».
Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του κ. Τσακαλώτου στην εφημερίδα «Il Manifesto» και στη Λουτσιάνα Καστελίνα έχει ως εξής:
Ευκλείδη, αλήθεια πέρασαν τα χειρότερα;
«Τα χειρότερα πέρασαν. Και το χειρότερο ήταν πάνω απ’ όλα η περικοπή των συντάξεων, παρόλο που εμείς προσπαθήσαμε να την κάνουμε λιγότερο επώδυνη από όσο θα είχε κάνει η δεξιά. Πάντως, σε σχέση με αυτά που περιμέναμε πριν από 4 χρόνια, τα πράγματα πήγαν καλύτερα από το προβλεπόμενο. Έτσι κατορθώσαμε τώρα να επανεισάγουμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις που είχαμε αναγκαστεί να διακόψουμε, να αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό, καταφέραμε να κάνουμε μερικά βήματα στο δρόμο για την οικοδόμηση ενός καταλληλότερου κοινωνικού κράτους, πάνω απ’ όλα στον τομέα της υγείας.
Με λίγα λόγια: για πρώτη φορά μετά το 2009 η Ελλάδα έχει έναν επεκτατικό προϋπολογισμό που δεν συμπεριλαμβάνει μέτρα λιτότητας αλλά μείωση φόρων και αυξήσεις των κοινωνικών δαπανών. Οι αλλαγές που εισήχθησαν στη φορολογική πολιτική εφαρμόστηκαν μέσα από μέτρα που έχουν στόχο να μειώσουν τις φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές των οικογενειών και των επιχειρήσεων, και, παράλληλα, έχουν στόχο να καταστήσουν αποτελεσματικότερη την κοινωνική προστασία και να τονώσουν την απασχόληση των νέων. Μπορέσαμε να το κάνουμε χάρη στην ανάπτυξη (+ 1,9% )και στο πρωτογενές πλεόνασμα (4,4% του ΑΕΠ) της Ελλάδας το 2018, ενώ για το 2019 η ανάπτυξη θα είναι 2,4%. Οι προβλέψεις είναι θετικές και για τα επόμενα δύο χρόνια. Η οικονομία επομένως επανεκκινήθηκε, έστω και με αργό ρυθμό. Το ΑΕΠ αυξήθηκε. Η Ελλάδα έχει, ευτυχώς, μεγάλη ευελιξία, γιατί χαρακτηρίζεται από πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις που σ’ αυτά τα σκληρά χρόνια τα έβγαλαν πέρα. Φυσικά η Νέα Δημοκρατία μάς επιτίθεται για όσα κατορθώσαμε με κόπο να κάνουμε. Προτείνοντας την επιστροφή στον πιο γνήσιο νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή την κατάργηση για πάντα της δέκατης τρίτης σύνταξης, την επιμήκυνση του ωραρίου εργασίας, της περικοπής όλων όσων είναι δυνατό.
Στο όνομα της αποτελεσματικότητας που απαιτεί η αγορά. Το θλιβερότερο πράγμα είναι ότι αυτό που απομένει από το ΠΑΣΟΚ , κυρίως λόγω της ώθησης που επιβλήθηκε από τη σημερινή του ηγεσία, της Γεννηματά και του Βενιζέλου (που στοχεύει σε μια συμμαχία με τη δεξιά) υποστηρίζει αυτή την ανοιχτά νεοφιλελεύθερη γραμμή. Οι εχθροί δεν μας λείπουν, αρχής γενομένης από μέσα ενημέρωσης ανάλογα με τα λατινοαμερικάνικα: ανοιχτά με το μέρος των ισχυρών εξουσιών. Τροφοδοτούν επίσης τις εθνικιστικές διαδηλώσεις, που κατά τα άλλα προωθούνται και από το ΠΑΣΟΚ, από μίσος για την κυβέρνηση Τσίπρα, εξαιτίας της εξαιρετικά δίκαιης συμφωνίας που επιτέλους έδωσε ένα τέλος στη διαφορά για την πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δίνοντας τη δυνατότητα στην ΠΓΔΜ να ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία».
Ας επιστρέψουμε στην οικονομία και, όπως είναι φυσικό, στο ευρώ. Είναι καλό, είναι κακό, τι να το κάνουμε;
«Ακόμη και σε ένα συντηρητικό οικονομολόγο, όχι μόνο σε έναν αριστερό σαν και μένα, η ευρωζώνη, έτσι όπως έχει σχεδιαστεί η αρχιτεκτονική της, φαίνεται εύθραυστη, ή μάλλον αναγκαστικά ασταθής. Πολύ διαφορετικές, όπως είναι γνωστό, είναι οι ανάλογες νομισματικές ζώνες που διαμορφώθηκαν σε κράτη με ομοσπονδιακή δομή: στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αυστραλία. Όλες είναι θεμελιωμένες πάνω σε μια ευφυέστερη ισορροπία μεταξύ κεντρικού και τοπικού προϋπολογισμού. Και, πάνω απ’ όλα, έχουν μια κεντρική τράπεζα η οποία, εκτός από το να υιοθετεί άλλα κριτήρια αξιολόγησης (για παράδειγμα το επίπεδο απασχόλησης, όπως η αμερικανική Federal Bank) έχουν επίσης το ρόλο του δανειστή έσχατης ανάγκης. Μια εξουσία που δεν έχει η ΕΚΤ. Ο Ντράγκι, υπό όρους νομισματικής πολιτικής έχει κάνει στην πραγματικότητα αυτό που μπορούσε να κάνει, αλλά το πρόβλημα είναι ότι η κρίση δεν ήταν μόνο νομισματική, αλλά πολύ μεγαλύτερη, και κατέστησε φανερά όλα τα όρια της ΕΚΤ, που δεν είχε την αναγκαία εξουσία για να παρέμβει αποτελεσματικά. Πρώτα απ’ όλα δεν είχε την εξουσία να δανείσει χρήματα στα κράτη για να χρηματοδοτήσουν τις αναγκαίες για την ανάκαμψη δημόσιες επενδύσεις. Έτσι – στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού – οι ενέργειές του [ενν. Ντράγκι] κατέληξαν να ευνοήσουν τη χρηματοοικονομική αγορά και συνεπώς τις τράπεζες».
Ευκλείδη, κατά τη γνώμη σου πρέπει να εγκαταλείψουμε την ευρωζώνη, όπως συνιστούν κάποιοι αριστεροί;
«Εγώ πιστεύω ότι αν έστω και μια χώρα εγκαταλείψει την ευρωζώνη θα σηματοδοτήσει το τέλος της. Η νομισματική ένωση είναι ένα εργαλείο που εγγυάται ότι δεν θα υπάρξει κανείς που θα μπορεί να προσφύγει στις νομισματικές υποβαθμίσεις, ποτέ. Αν μια χώρα φύγει, η υπόσχεση αυτής της εγγύησης δεν υπάρχει. Έτσι θα πυροδοτηθεί αναπόφευκτα μια αλυσίδα από εξόδους και η ευρωζώνη θα καταστραφεί. Όμως, μια παρόμοια διαδικασία θα μπορούσε να συμβεί υπό την ηγεμονία της εθνικιστικής δεξιάς, όχι της αριστεράς. Δηλαδή, δεν υπάρχει ταξική «έξοδος», παρά μόνο εθνικιστική. Θα παρήγαγε μόνο διάλυση, όχι μόνο της Ευρωζώνης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κανένα κοινωνικό πρόβλημα -αρχής γενομένης από την αυξανόμενη ανισότητα – θα έβρισκε λύση. Τα προβλήματα είναι πλέον υπερεθνικά, όπως και οι λύσεις. Για να αντιμετωπίσουμε πραγματικά αυτά τα προβλήματα πρέπει να ακολουθήσουμε έναν άλλο δρόμο, πρέπει να στοχεύσουμε σε έναν κοινωνικό μετασχηματισμό της ευρωζώνης. Αρχής γενομένης από τη διαχείριση των προϋπολογισμών που θα έπρεπε να ακολουθούν κριτήρια που σήμερα δεν υπάρχουν. Ο Ντελόρ είχε ήδη προτείνει (στα χρόνια της Συνθήκης του Μάαστριχτ) να λαμβάνεται υπόψη το επίπεδο της ανεργίας, αλλά η πρότασή του έπεσε στο κενό. Σήμερα πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο να υποδείξουμε κριτήρια που να επιβάλουν να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές επιπτώσεις κάθε μέτρου που υιοθετείται. Το πραγματικό πρόβλημα των ευρωπαϊκών θεσμών ήταν ότι δεν κατάλαβε τον χαρακτήρα της κρίσης που ξέσπασε το 2008. Πίστευαν ότι θα ήταν σύντομη, δεν αντιλήφθηκαν πόση -οικονομική και κοινωνική- ανισότητα θα δημιουργούσε. Μόνο τα τελευταία δύο χρόνια το Eurogroup άρχισε να καταλαβαίνει.
Αυτό έγινε λόγω και της παρουσίας, τώρα, εκπροσώπων διαφορετικών κυβερνήσεων, αυτών που ακολουθούν, ή προσπαθούν να ακολουθήσουν, μια άλλη πολιτική γραμμή: των πορτογάλων και ισπανών σοσιαλιστών, που έχουν συμμαχήσει με την αριστερά και δεν έχουν στραφεί προς το κέντρο, ή ακόμη χειρότερα, προς τα δεξιά. Πριν από τα τελευταία Χριστούγεννα, για παράδειγμα, κατορθώσαμε να συζητήσουμε στο Eurogroup πάνω στο γιατί οι μισθοί δεν αυξήθηκαν σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας, συζήτηση αδιανόητη πριν από λίγο καιρό. Φαίνεται ότι κάτι μαθαίνουν.
Λαμβάνουν επίσης υπόψη το μεγάλο πρόβλημα της φτωχοποίησης των μεσαίων στρωμάτων, που είναι φοβισμένα με τις προοπτικές της εργασίας τους και για το μέλλον των παιδιών τους. Είναι φόβοι που δυστυχώς τους σπρώχνουν προς τα δεξιά. Όταν ο φιλελευθερισμός ήταν ηγεμονικός, οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις τον στήριξαν, υποστηρίχτηκε από τα μεσαία στρώματα, ενώ τώρα αυτό δεν ισχύει πλέον : δυστυχώς μετατοπίστηκαν προς χειρότερες δυνάμεις. Σ’ αυτό οφείλεται η παρακμή των χριστιανοδημοκρατικών-λαϊκών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, στη Γαλλία, στη Γερμανία και αλλού. Ο νεοφιλελευθερισμός παραμένει ισχυρός, αλλά δεν είναι πια ηγεμονικός, γιατί η στρατηγική του δεν κατορθώνει να κρατήσει μαζί τα μεσαία στρώματα και την εργατική τάξη, η «κοινωνία των δύο τρίτων» έχει πεθάνει, και μαζί μ’ αυτήν, η κοινωνική σταθερότητα του παρελθόντος».
Ευκλείδη, αν έπρεπε να πάρεις τη θέση του Γιούνκερ, επικεφαλής της Επιτροπής, τι θα έκανες;
«Πρώτα απ’ όλα θα επέβαλα -όπως ανάφερα πριν- να εξετασθεί η κοινωνική επίπτωση κάθε απόφασης που υιοθετείται. Θα προσπαθούσα να εντοπίσω τους κινδύνους που εμφανίζονται για να τους κάνω γνωστούς και να συζητηθούν στη συνέχεια. Με λίγα λόγια: θα καταργούσα το “no bail out” (τον κανόνα που επιβάλλει σε ένα κράτος μέλος να μη βοηθάει το άλλο που είναι σε δύσκολη θέση), και, αντίθετα, θα εισήγαγα το “bail out”. Έτσι έπρεπε να είχε γίνει και με την Ελλάδα. Όμως, έγινε το αντίθετο. Αρχής γενομένης από την Ιταλία που βρίσκεται παγιδευμένη στη σοβαρότερη κρίση μετά τον πόλεμο».
Και για την Ελλάδα, ποιες είναι οι προοπτικές, ποιο είναι το μοντέλο, τώρα που μπορείτε επιτέλους να ακολουθήσετε ένα σχέδιο, χωρίς την εμμονή της Τρόικας;
«Το μοντέλο που ακολουθούμε είναι αντίθετο με τις νεοφιλελεύθερες προτεραιότητες. Η δημοσιονομική μας πολιτική στοχεύει σε δίκαιες φοροελαφρύνσεις και ταυτόχρονα στο να ικανοποιήσει τις κύριες κοινωνικές ανάγκες. Όσον αφορά την ανάπτυξη, υποστηρίζουμε την «υγιή» επιχειρηματικότητα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και , πάνω απ’ όλα, την ενίσχυση του τομέα της κοινωνικής οικονομίας: τους συνεταιρισμούς και τις ενεργειακές κοινότητες, για παράδειγμα. Γνωρίζουμε ότι αυτό απαιτεί δυναμικές κοινωνικές δυνάμεις ικανές να εκμεταλλευθούν ένα νέο νομικό πλαίσιο που δημιουργούμε. Επειδή είμαστε αριστεροί άνθρωποι, έχουμε επίγνωση ότι οι νόμοι και μια αριστερή κυβέρνηση αποτελούν μόνο έναν καταλύτη. Οι παραγωγικοί στόχοι πρέπει να υποστηρίζονται από τις κοινωνικές δυνάμεις. Για την αριστερά αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα της επόμενης φάσης, όπως και μια Ευρωπαϊκή Ένωση που θα στηρίζει αυτούς τους στόχους και δεν θα συνδέει το όνομά της με τη λιτότητα.